Σκολιοί γάρ λογισμοί χωρίζουσιν ἀπό Θεοῦ. (Σοφ. Σολομώντος Κεφ. Α΄, στιχ.3)

Ο Γέροντας πάντα μας προέτρεπε να έχουμε καλούς λογισμούς. Μας έλεγε όμως ότι δεν πρέπει να τελειώνει ο σκοπός μας σε αυτό, στο να έχουμε δηλαδή καλούς λογισμούς. Γιατί πρέπει και από αυτούς να καθαριστεί η ψυχή μας και να μείνει γυμνή, με μόνο ένδυμα τη θεία χάρη, που λάβαμε δωρεάν διά του Αγίου Βαπτίσματος. «Αυτός είναι ο σκοπός», μας έλεγε, «το να υποταχθεί ο νους μας πλήρως στη Θεία χάρη. Ο Χριστός μόνο αυτό ζητά από μας, την ταπείνωση. Όλα τα άλλα, μετά, τα κάνει η Θεία χάρη. Όμως, σαν ένα προστάδιο, πρέπει να αγαπούμε να τρέφουμε μέσα μας καλούς λογισμούς, γιατί έτσι οδηγούμαστε σιγά- σιγά στο τέλειο αγαθό, το Θεό, στον Οποίο ανήκει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση. Αντιθέτως, σε εμάς ανήκει μόνο η ταπείνωση του επηρμένου φρονήματός μας».

«Πρέπει πάντοτε να προσέχουμε και να έχουμε μία συνεχή αμφιβολία για το αν τα πράγματα είναι έτσι που τα σκεπτόμαστε. Γιατί, όταν κανείς συνεχώς ασχολείται με τους λογισμούς του και τους εμπιστεύεται, τα φέρνει έτσι ο πονηρός, ώστε να κάνει τον άνθρωπο πονηρο, έστω και αν είναι από τη φύση του αγαθός.

Οι παλαιοί πατέρες δεν εμπιστεύονταν καθόλου το λογισμό τους, αλλά και για τα πιο μικρά θέματα, που έπρεπε να δώσουν κάποια απάντηση, έθεταν το θέμα στην προσευχή τους, νήστευαν ακόμα –για να «εκβιάσουν», κατά κάποιο τρόπο, τη Θεία χάρη να τους πληροφορήσει ποια είναι η κατά Θεόν σωστή απάντηση – και, αφού έπαιρναν «πληροφορία», έδιναν την απάντηση.

Σήμερα, παρατηρώ, και για τα πιο μεγάλα θέματα, όταν ρωτά κανείς, πριν καλά καλά προλάβει να θέσει την ερώτηση, τον διακόπτουμε και του απαντούμε. Αυτό δείχνει ότι όχι μόνο από τη χάρη του Θεού δεν ζητούμε τη Θεία φώτιση, αλλά ούτε καν κάνουμε χρήση της λογικής, που μας έδωσε ο Θεός. Αντιθέτως, σε ό,τι μας υποβάλλει ο λογισμός, αμέσως, χωρίς δισταγμό, τον εμπιστευόμαστε και συγκατατιθέμεθα με αυτόν, αποκομίζοντας συχνά ολέθρια αποτελέσματα.

«Σχεδόν όλοι μας θωρούμε πως οι λογισμοί είναι κάτι απλό και φυσικό και για αυτό απονήρευτα τους εμπιστευόμαστε. Όμως ούτε να τους εμπιστευόμαστε πρέπει, ούτε και να τους δεχόμαστε. Μέσα στο νου και στην καρδιά δεν πρέπει να υπάρχει κανένας απολύτως λογισμός ούτε κακός, ούτε καλός, γιατί ο τόπος αυτός ανήκει μόνο στη χάρη του Θεού. Έτσι και εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να τον διατηρούμε καθαρό όχι μόνο από λογισμούς, αλλά και από τον πιο μικρό και φευγαλέο μετεωρισμό».

Αυτό όμως δεν μπορούμε να το πετύχουμε διαφορετικά, παρά μόνο όταν από πολύ φιλότιμο αγαπούμε το Χριστό και εμπιστεύομαστε σε Αυτόν τα πάντα χωρίς τον παραμικρό δισταγμό! Κι έτσι ταπεινωνόμαστε φυσικά. Και αφού ταπεινωθούμε εμείς, φυσικό είναι να αναστηθεί μέσα μας η Θεία χάρη, η οποία μόνο στους ταπεινούς δίνεται: «ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν» (Α΄ Πέτρ. Ε΄, 5).

«Πρέπει να έχουμε καλούς λογισμούς. Αν δεν έχουμε, τότε και ο Μέγας Αντώνιος να είναι γέροντάς μας και να κάνει συνέχεια θαύματα, δεν θα μπορέσει σε τίποτα να μας βοηθήσει. Βλέπετε, όταν ο Κύριός μας ήταν πάνω στο Σταυρό και συνέβησαν εκείνα τα φρικτά γεγονότα: «Γενομένης δέ ὥρας ἕκτης σκότος ἐγένετο ἐφ’ ὅλην τήν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» (Μάρκ, ΙΕ΄,33), «…τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπό ἄνωθεν ἕως κάτω, καί ἡ γῆ ἐσείσθη καί αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν, καί τά μνημεῖα ἀνεώχθησαν καί πολλά σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη, καί ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετά τήν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τήν ἁγίαν πόλιν καί ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς»  (Ματ. ΚΖ’ ,51-53), οι δύο ληστές που συσταυρώθηκαν μαζί Του, Τον αντιμετώπιζαν με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Και οι δύο τους είχαν στη μέση ένα Θεό ακατάκριτο, αναμάρτητο, που κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να τον κατηγορήσει για την παραμικρή αμαρτία. Αντίθετα, πάρα πολλοί είχαν ποικιλοτρόπως ευεργετηθεί: άλλοι είχαν γίνει καλά, άλλους είχε αναστήσει και όλα αυτά μπροστά σε πολύ κόσμο. Και τώρα όλη η φύση αντιδρούσε για την αδικία που Του γινόταν.

Ο ένας λοιπόν ληστής, ο εξ ευωνύμων, ο οποίος είχε μέσα του δημιουργήσει εργοστάσιο παραγωγής κακών λογισμών, «…ἐβλασφήμει αὐτόν λέγων: Εἰ σύ εἶ ὁ Χριστός, σῶσον σεαυτόν καί ἡμᾶς» (Λουκ. ΚΓ΄,39). Ενώ έβλεπε όλα αυτά, με τίποτα δεν έβαζε ένα ερωτηματικό στο λογισμό του. Ο άλλος όμως, ο εκ δεξιών, που είχε καλούς λογισμούς, κοιτάξτε  πώς αντέδρασε: «ἀποκριθεῖς δέ ὁ ἕτερος ἐπετίμα αὐτῷ λέγων. Οὐδέ φοβῇ σύ τόν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ; Καί ἡμεῖς μέν δικαίως. Ἄξια γάρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν. Οὗτος δέ οὐδέν ἄτοπον ἔπραξε. Καί ἔλεγε τῷ Ἰησοῦ: Μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. ΚΓ΄, 40-42). Και οι δυο τους τον ίδιο παντοδύναμο Θεό είχαν κοντά τους, για να τους βοηθήσει. Όμως ο ένας εμπόδιζε με τον κακό λογισμό του το Θεό να τον βοηθήσει, ενώ ο άλλος - αν και είχε κάνει φοβερά εγκλήματα και δικαίως τιμωρούνταν- με το να έχει καλό λογισμό για τον Κύριο «συγκίνησε» με αυτόν το Θεό, ο οποίος εκείνη τη στιγμή του είπε: «Ἀμήν λέγω σοί, σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ.»  (Λουκ. ΚΓ΄,43).

Για αυτό λοιπόν πρέπει να ξέερουμε ότι ούτε ο ίδιος ο Θεός «δεν μπορεί», αν και πολύ θέλει, να μας βοηθήσει, αν εμείς δεν έχουμε καλούς λογισμούς. Στην πνευματική προκοπή ενός υποτακτικού παίζει μεγαλύτερο ρόλο το αν ο υποτακτικός έχει καλούς λογισμούς, παρά το αν ο πνευματικός του είναι άγιος…» .

Βλέποντας και από άλλη οπτική γωνία το θέμα των λογισμών, ο Γέροντας τόνιζε και έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην ιδιότητα αυτή της αγάπης, το ότι δηλαδή «η αγάπη ου λογίζεται το κακόν». Έλεγε ότι «πρέπει πάντα, ακόμη και στις χειρότερες περιπτώσεις, να μην επιτρέπουμε στην ψυχή μας να εισέλθει κακός λογισμός. Όποιος πάντα, σε κάθε περίπτωση, έχει προαίρεση που κλίνει προς τον καλό λογισμό, δεν υπάρχει καμία περίπτωση ποτέ να χάσει ή να ζημιωθεί από αυτό σε κάτι. Η ζωή του ανθρώπου συτού, που τρέφεται διαρκώς με καλούς λογισμούς, είναι μια διαρκή πανήγυρη. Ανάλογα με το τι μηχανή έχει ο καθένας μας είναι και το έργο που παράγει. Το τι υλικό θα βάλεις και σε ποιον τόπο βρίσκεται δεν έχουν τόση μεγάλη σημασία. Σου φέρνω αυτό το παράδειγμα, για να το καταλάβεις: Αν ένας έχει μια μηχανή, που κατασκευάζει σφαίρες, και μέσα στη μηχανή αυτή βάλει το καλύτερο υλικό που υπάρχει, για παράδειγμα χρυσάφι, η μηχανή του θα το διαμορφώσει σε καταστρεπτικό υλικό, θα βγάλει χρυσές, καταστροφικές σφαίρες. Αν της βάλει ασήμι, θα βγάλει ασημένιες σφαίρες, σίδηρο, σιδερένιες σφαίρες, πηλό, πήλινες σφαίρες. Και με λίγα λόγια αυτή η μηχανή ό,τι υλικό και αν της δώσεις, από το πολυτιμότερο και καλύτερο έως το πιο ασήμαντο, επειδή έτσι είναι φτιαγμένη, πάντα αυτό που θα βγάζει θα είναι καταστρεπτικές σφαίρες. Αν όμως τώρα κάποιος μετατρέψει τη μηχανή αυτή και αντί για να βγάζει σφαίρες τη φτιάξει έτσι ώστε να κατασκευάζει, ας πούμε, δισκοπότηρα, πηλό αν της ρίξεις, πήλινο δισκοπότηρο θα βγάλει, σίδηρο, σιδερένιο δισκοπότηρο, χρυσάφι, χρυσό κ.ο.κ.

Θα σου πω κι ένα γεγονός με ένα γεροντάκι από την Καψάλα, για να γελάσεις. Αυτό το γεροντάκι είχε ακριβώς τέτοια μηχανή, που πάντα σκεφτόταν την καλή πλευρά του κάθε θέματος. Μόνο για το καλό είχε μάτια, για να βλέπει, για το κακό ήταν πάντα τυφλός. Κάποτε κάποιοι κοσμικοί τον επισκέφθηκαν και του πήγαν σαν δώρο ένα μικρό ραδιοφωνάκι και του το πρόσφεραν. Το πήρε ο γέροντας στα χέρια του και με θαυμασμό το περιεργαζόταν. Τους ρώτησε πού- σε ποιο κράτος- κατασκευάζεται και εκείνοι του είπαν «στην Ιαπωνία». Ενώ λοιπόν με θαυμασμό το περιεργαζόταν, ξαφνικά βλέπουν να παίρνει το πρόσωπό του χαρούμενη διάθεση και φιλώντας το ραδιόφωνο να λέει:

-Δόξα σοι, ο Θεός!

Τον ρωτούν τότε οι επισκέπτες του για ποιο λόγο χαίρεται και δοξάζει το Θεό και εκείνος τους εξηγεί:

-Να, χάρηκα, γιατί έγιναν και οι Ιάπωνες Χριστιανοί και βάζουν στα πράγματα που κατασεκυάζουν σαν σήμα τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό». Είχε δει ο Γέροντας το + και -, το θετικό και αρνητικό πόλο στις μπαταρίες και το πέρασε για σταυρό. Το γεροντάκι αυτό με το λογισμό του στάθηκε σε αυτό, ενώ, αν είχε κακούς λογισμούς, θα μπορούσε να τους μαλώσει που του πήγαν ραδιόφωνο, ενώ αυτός ήταν ασκητής, κ.λ.π.

Το ίδιο γεροντάκι, όταν περνούσε κάποιο αεροπλάνο από πάνω, αμέσως με ευλάβεια σταυροκοπιόταν. Κάποτε ένας ρώτησε:

-Γέροντα, γιατί, όταν βλέπεις αεροπλάνο, κάνεις το σταυρό σου;

Κι εκείνος με μια πηγαία, φυσική ευλάβεια και απλότητα του απαντά:

-Μα, δε βλέπεις, παιδί μου, ότι έχει το σχήμα του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού του Χριστού μας;

Και εδώ το γεροντάκι αυτό, ενώ μπορούσε να πιάνει τις κακές πτυχές του αεροπλάνου, όπως το ότι βομβαρδίζει και σκοτώνει, αυτό στεκόταν στο σχήμα του σταυρού που έφερε κι έτσι ο θόρυβος και η θέα του αεροπλάνου του γινόταν αιτία να μεταφερθεί στο Γολγοθά».

«Πριν αρκετά χρόνια κατέβηκα στην Αθήνα για κάποια δουλειά και φιλοξενήθηκα στο σπίτι ενός αδελφού Χριστιανού. Το σπίτι του ήταν κοντά σε έναν κεντρικό δρόμο με αποτέλεσμα να έχει πολλή φασαρία. Το βράδυ μου είπε αυτός ο αδελφός ότι από την πολλή φασαρία δεν μπορούσε να κλείσει μάτι τις νύχτες, με αποτέλεσμα να έχουν σπάσει τα νεύρα του και να αναγκάζεται να παίρνει χάπια ηρεμισιτκά. Αφού φάγαμε, μου έδωσαν ένα δωμάτιο, για να πάω να ξεκουραστώ και δείχνοντας το, μου είπε:

-Γέροντα, εδώ είναι το δωμάτιο, αλλά δεν ξέρω αν θα κλείσετε μάτι με αυτή τη φασαρία των αυτοκινήτων, που ακούγεται από το δρόμο.

Αφού περασε η νύχτα και βγήκα από το δωμάτιό μου, ο αδελφός αυτός μου είπε:

-Δεν έκλεισα μάτι, Γέροντα, από τη φασαρία. Εσεις τι κάνατε;

Τότε του είπα:

-Ποτέ, ούτε στο Όρος, δεν κοιμήθηκα τόσο καλά και τόσο πολύ.

-Γέροντα, μου είπε, πώς είναι δυνατόν να γίνεται αυτό;

Τοτε του διηγήθηκα το τι μου συνέβη από τη στιγμή που μπήκα στο δωμάτιο. (Εκείνο τον καιρό ήταν σε εξέλιξη ο πόλεμος στο Βιετνάμ και καθημερινά ακούγαμε δυσάρεστα νέα από τον εκεί πόλεμο και εγώ έκανα προσευχή, για να βοηθήσει ο Θεός).

-Όταν μπήκα στο δωμάτιο, πήγα και γονάτισα μπροστά στο κρεβάτι.  Τα χέρια μου και το κεφάλι μου τα είχα ακουμπισμένα επάνω στο κρεβάτι και άρχισα να εύχομαι για αυτούς που πολεμούν και σκοτώνονται στο Βιετνάμ. Από κάτω ακουγόταν η φασαρία των αυτοκινήτων, εγώ όμως, επειδή ο νους μου ήταν στο Βιετνάμ, μετέτρεπα με τη φαντασία μου τον ήχο των αυτοκινήτων και φανταζόμουν τα άρματα μάχης, το θόρυβο που κάνουν, όταν περνούν, φανταζόμουν πως εκεί κάτω σκορπούν το θάνατο, γκρεμίζουν σπίτια, κλπ. Από κάτω από το δρόμο πότε – πότε περνούσε κάποιος μοτοσυκλετιστής με μηχανή πολλών κυβικών, που έκανε υπερβολικά δυνατό θόρυβο, με αποτέλεσμα να τρίζουν τα παράθυρα. Αμέσως φανταζόμουν τα αεροπλάνα, που πετούσαν στο Βιετνάμ και βομβάρδιζαν και έβλεπα να σκοτώνονται ανελέητα μικρά παιδιά και γεροντάκια. Με είχε πιάσει ένα γλυκό παράπονο και έκλαιγα για την όλη εκεί κατάσταση και ελεεινολογούσα τον εαυτό μου, που ήμουν σε ωραίο δωμάτιο με ωραία στρωμένο κρεβάτι, που είχα φάει καλά και γενικά δεν είχα κανένα πρόβλημα. Και ενώ έκλαιγα για αυτά και είχα μια πολή μεγάλη πνευματική ηρεμία με πήρε ο ύπνος γονατιστό και κοιμήθηκα εκεί τη νύχτα, χωρις να διακοπεί καθόλου ο ύπνος μου. Έτσι, λοιπόν, επειδή ο λογισμός μου ήταν σε αυτούς που υπέφεραν στο Βιετνάμ, δε με πείραζε η φασαρία των αυτοκινήτων.

Έτσι να κάνεις και εσύ: Να βάλεις με το λογισμό σου ότι έξω γίνεται πόλεμος και ενώ όλοι σκοτώνονται, οι περιουσίες τους καταστρέφονται, τα σπίτια τους γκρεμίζονται ή πεθαίνουν από την πείνα, εσένα σε έχουν σε ένα πολυτελέστατο σπίτι κλεισμένο, τρως, πίνεις, σε πληρώνουν, δεν κινδυνεύεις, μόνο ακούς το θόρυβο αυτών που πολεμούν και με αυτό τον τρόπο να σου γίνεται αιτία να δοξολογείς το Θεό και όχι να αναγκάζεσαι να παίρνεις χάπια ηρεμιστικά. Η λύση είναι μία: «Ο καλός λογισμός».

-Γέροντα, όταν βγαίνω στη Θεσσαλονίκη, αντιμετωπίζω το εξής πρόβλημα: Στο δρόμο, που περπατώ, συναντώ διάφορους ζητιάνους. Οι ποιο πολλοί είναι τσιγγάνες με μωρά στα χέρια και λένε ότι έχουν τα μικρά κάποια αρρώστια και ζητούν οικονομική βοήθεια. Εμένα ο λογισμός μου με πειράζει ότι λένε ψέματα και δεν ξέρω τι να κάνω. Εσείς στη θέση μου τι θα κάνατε;

- Μια φορά, μου λέει, ήμουν «έξω» και ήρθε μια τσιγγάνα με ένα μικρό στην αγκαλιά και μιου ζήτησε βοήθεια. Αμέσως τη συμπόνεσα και λυπήθηκε η ψυχή μου. Είχα πολύ λίγα χρήματα, της έδωσα ένα πεντακοσάρικο και με πολύ πόνο της είπα: Να με συγχωρείς, αλλά δεν έχω μαζί μου άλλα. Σε παρακαλώ όμως, πάρε τη διεύθυνσή μου και στείλε μου τη διεύθυνση που μένεις. Όταν πάω μέσα στο Όρος, θα οικονομήσω από κάπου να σου στείλω, για να εξυπηρετηθείς.

Αυτή πήρε τη διεύθυνσή μου και είδα ότι ένιωσε κάποια συγκίνηση. Μετά από λίγο καιρό μου έστειλε ένα γράμμα, χωρίς διεύθυνση δική της. Είχε όμως μέσα και το πεντακοσάρικο που της είχα δώσει και μου ζητούσε συγγνώμη που με έφερε σε δύσκολη θέση και με ευχαριστούσε για την καλοσδύνη που της είχα δείξει.

Νομίζω, λοιπόν, ότι και σε αυτή την περίπτωση, αν κανείς βάλει καλό λογισμό, δεν χάνει, διότι υπάρχει ο Θεός που παρακολουθεί τις καρδιές και δίνει το δίκαιο στον καθένα.

Μια μέρα πήγε στο Γέροντα ένας δημοσιογράφος, στον οποίο δε στέριωνε καλός λογισμός. Όλα τα έβλεπε με κακό λογισμό. Άρχισε λοιπόν να ρωτά το Γέροντα διάφορα πράγματα κα να τον στενοχωρεί. Σε μια στιγμή ρωτά το Γέροντα:

-Γιατί, Γέροντα, κάθεστε εδώ πέρα αμέριμνος στην ησυχία σας και δεν πηγαίνετε έξω, να βοηθήσετε τον κόσμο που πνίγεται από τα προβλήματα;

Τότε ο Γέροντας με ανεβασμένο λίγο τον τόνο της φωνής του, του λέει:

-Η δική σου μηχανή είναι χαλασμένη και παράγει μόνιμα κακούς λογισμούς. Ό,τι και να δεις, ό,τι και να σου πουν, στραβά θα το πάρεις. Τώρα, με βλέπεις εδώ, λες γιαστί δεν πάω έξω να βοηθήσω τον κόσμο. Αν πάω έξω, θα πεις γιατί, αφού είμαι καλόγερος, γυρνώ μέσα στον κόσμο και δεν κάθομαι στην ησυχία. Για αυτό το λόγο εγώ μόνο ένα έχω να σου πω και τίποτε άλλο: Να διορθώσεις το χαλασμένο σου λογισμό και να ξέρεις ότι άλλη είναι η δουλειά του σηματοδότη στους πολύβοους δρόμους της Αθήνας και άλλη του φάρου στα έρημα βράχια.

Ένα μεσημέρι κατηφόρησα από τις Καρυές προς το κελί του Γέροντα. Έξω από την πόρτα του κελιού του –στο φράκτη – ήταν ένας κοσμικός, περίπου τριάντα χρονών, και χτυπούσε το σιδεράκι, για να του ανοίξει ο Γέροντας.

Μόλις έφθασα, άνοιξε ο Γέροντας το παράθυρο του κελιού του και ρώτησε ποιος είναι. Του απάντησα:

-Εγώ, Γέροντα, είμαι και ο τάδε κοσμικός.

Μου είπε τότε:

-Τον κοσμικό αυτόν διώξε τον.

Εκείνος τότε τον παρακάλεσε:

-Θέλω, Γέροντα, να σας δω.

Τότε ο Γέροντας, με επιτιμητικό ύφος, του απάντησε:

-Φύγε, γιατί με αρρώστησες, αφού δεν ακούς άλλον εκτός από το λογισμό σου και δεν θέλεις να κάνεις αυτά που σου λέω. Τι έρχεσαι εδώ πέρα συνέχεια, για να χάνουμε την ώρα μας;

Και τον έδιωξε. Μετά ήρθε και μου άνοιξε και μου είπε:

-Έχω βρει τον μπελά μου με δαύτον. Δεν ακούει τι του λες. Έρχεται, ρωτάει και, αφού φύγει πεντακόσια μέτρα, ξαναγυρνά πίσω και ρωτά πάλι τα ίδια. Και αυτό συμβαίνει, επειδή ακούει επί μονίμου βάσεως το λογισμό του και φυσικό είναι να ξεχνά και να μην καταλαβναίνει αυτό που του λέω.

Ένας άλλος νεαρός άκουγε το δικό του λογισμό και είχε πολύ επίκινδυνα  ξεφύγει. Πήγε μια μέρα στο Γέροντα κι ο Γέροντας του λέει:΅

-Μην κάθεσαι κι ακούς το λογισμό σου, γιατί θα τρελαθείς. Δε διάβασες στην Π. Διαθήκη που λέει: «επίστευσε εις εαυτόν και επλανήθη»; Πρόεσεξε, έχεις πολύ καλή μηχανή, όμως έχεις λάθος κατεύθυνση στο τιμόνι. Για αυτό φρόντισε να γυρίσεις το τιμόνι στη σωστή κατεύθυνση των καλών λογισμών. Και αυτό θα το κάνεις μόνος σου, με τη βοήθεια του Θεού. Δεν μπορεί να σου το κάνει άλλος, διότι είσαι αυτεξούσιος. Το τιμόνι μόνος σου πρέπει να το στρίψεις. Το προς ποια κατεύθυνση όμως θα σου λέει ο πνευματικός.

Πήγαν κάποτε από την έρημο έναν αδελφό, ο οποίος είχε πιστέψει στο λογισμό του ότι είναι άγιος και ότι στα μέτρα τα δικά του δεν υπήρχε κανείς άλλος στον κόσμο. Ρώτησαν τότε το Γέροντα μήπως πρέπει να τον πάνε έξω, σε κανέναν ψυχίατρο. Ο Γέροντας τους είπε:

-Αυτές οι περιπτώσεις δεν ωφελούνται από τους γιατρούς. Το μόνο που γίνεται είναι να ρεζιλευτεί ο μοναχός και στους κοσμικούς. Εκείνο που θα του κάνει ο γιατρός είναι ότι θα του δώσει χάπια ηρεμιστικά, που σε μια κατάσταση προχωρημένη, για λίγες ημέρες, μπορεί να βοηθήσουν λίγο, αν κανείς του τα βάζει μέσα στο φαγητό και δείχνει αγάπη πνευματική και προσπαθεί με καλό τρόπο να του φτιάξει το λογισμό. Γιατί το πρόβλημα είναι πνευματικό και προέρχεται από εγωισμό και από την υπερβολική αγάπη και εμπιστοσύνη στο δικό του λογισμό. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα και φοβερότερο από το να ακούει κανείς και να έχει εμπιστοσύνη στο δικό του λογισμό.

Εδώ ο Γέροντας έκανε διακοπή και παίρνοντας τον ένα αδελφό χωριστά του είπε τρία παραδείγματα, τρών ατόμων, που πίστεψαν στο λογισμό τους και κόντεψαν να καταστραφούν.

α)Ήρθε, είπε, εδώ ένα παλικάρι του οποίου ο λογισμός του έλεγε ότι έχει το πιο μικρό κεφάλι, από όλους τους ανθρώπους και το παρίστανε με τα χέρια του ότι έχει το μέγεθος ενός μεγάλου πορτοκαλιού. Εγώ, είπε ο Γέροντας, έβλεπα ότι το κεφάλι του ήταν κανονικό και μάλιστα λίγο πιο μεγάλο από το δικό μου. Του το είπα, αλλά εκείνος επέμενε και δεν πειθόταν. Τότε από τα πολλά, του είπα:

-Θέλεις να φέρω ένα σπάγγο να τα μετρήσουμε, για να δεις ότι είναι έτσι όπως σου τα λέω και όχι όπως σου τα λέει ο λογισμός σου;

 Δέχτηκε και πήγα και έφερα σπάγγο και τα μέτρησα και  βρήκα ότι ήταν πράγματι δύο δάκτυλα το διμκό του κεφάσλι πιο μεγάλο απ΄οτο δικό μου. Εκείνος και μετά από αυτό πάλι δεν πίστεψε. Του έδωσα τότε το σπάγγο και τα μέτρησε και αυτός. Και αφού το εύρισκε και αυτός μεγαλύτερο το δικό του, πάλι δεν πίστευε, αλλά πίστευε το λογισμό του, που του έλεγε ότι είναι μικρό το κεφάλι του. Τότε, του μίλησα πολύ έντονα και μόνο που δεν τον έδειρα για την απιστία που είχε στην πραγματικότητα και στους άλλους και για την απόλυτη εμπιστοσύνη που έτρεφε στο λογισμό του και έτσι τον έδιωξα.

β) Ήταν ένας άνθρωπος σε μια πόλη και έλεγε ότι συνεχώς άκουγε στο ένα του αυτί να κελαηδά κάποιο πουλί. Το έλεγε λοιπόν σε όλους τους δικούς του μέσα στο σπίτι και μάλιστα παραπονιόταν ότι από τις φωνές του πουλιού δεν μπορούσε να ησυχάσει. Επειδή όμως οι άλλοι, μη βλέποντας τίποτα, δεν τον πίστευαν, αυτός προσπαθούσε να τους πείσει ότι υπάρχει στο αυτί του κάποιο πουλί και ότι ο ίδιος το ακούει. Τότε, μετά από πολλά, οι συγγενείες του είπαν το γεγονός αυτό σε ένα γιατρό γνωστό τους. Εκείνος τους συνέστησε να αγοράσουν ένα μικρό πουλί, από αυτά που έχουν στα κλουβιά και τα πουλούν στην αγορά και μετά να του κάνουν ένα τηλεφώνημα, για να πάει να δει τον ασθενή.

Αφού, λοιπόν, αγόρασαν ένα πουλί, φώναξαν το γιατρό να έρθει. Του έδωσαν πρώτα το πουλί και έπειτα είπαν στον ασθενή ότι έρχεται ο γιατρός, για να τον εξετάσει, να δει τι είναι αυτό το κελαήδημα που ακούει.

Πήγε τότε ο γιατρός, ο οποίος με τρόπο βαστούσε το πουλί και τον ρώτησε τι έχει. Αφού εκείνος του είπε για το κελαήδημα που άκουγε, τον ρώτησε ο γιατρός από ποιο αυτί το ακούει. Του έδειξε ο άνθρωπος το αυτί και ο γιατρός του είπε:

-Για να δούμε!

Και πιάνοντας το αυτί κοίταξε μέσα λέγοντας:

-Εμ, βέβαια, ευλογημένε, είναι σκαλωμένο εδώ στο αυτί σου ένα πολύ μικρό πουλί, για αυτό παιδεύεσαι! Κάθισε δύο λεπτά για να το βγάλω!

Έκανε δήθεν προσπάθεια, για να βγάλει το γαντζωμένο στο αυτί του πουλί και προσποιούμενος ότι το έβγαλε, του το έδειξε και του είπε:

-Να το!Τώρα ακούς τίποτα;

Κι εκείνος χαρούμενα απάντησε:

-Όχι, τώρα σταμάτησε. Ευτυχώς που ήρθες, γιατρέ, διότι είχα αυτό το βάσανο στιο αυτι μου και είχα και όλους αυτου΄ςψ εδώ, που δεν με πίστευαν και με κοροϊδευαν!

γ) Το περιστατικό αυτό συνέβη πριν εξήντα χρόνια σε ένα αγιορείτικο μοναστήρι. Ένας αδελφός πλανήθηκε και νόμιζε ότι έχει φτάσει σε μεγάλα μέτρα αγιότητας. Έλεγε:

-Εγώ δεν έχω ανάγκη από Θεία κοινωνία, γιατί έχω το Χριστό μέσα μου και άλλα, και έφτασε στο σημείο να θέλει να μαρτυρήσει. Κάποτε επιχείρησε μόνος του να σκοτωθεί. Τον έπιασαν τότε οι πατέρες και τον έκλεισαν  σε ένα δωμάτιο, αφού όρισαν και έναν αδελφό να τον επιτηρεί. Πρόσεχαν να μην του δώσουν ποτέ ούτε μαχαίρι, ούτε πηρούνι, ούτε οτιδήποτε άλλο, με το οποίο θα επιχειρούσε να «μαρτυρήσει» - κατ’ αυτόν για το Χριστό- και όλα φρόντιζαν να του τα πηγαίνουν έτοιμα και καθαρισμένα.

Σε μια μεγάλη, όμως, γιορτή έβαλαν στην τράπεζα του Μοναστηριού κονσέρβα σαρδέλα και πήγαν και σε εκείνον ένα κουτί κλειστό. Του το άφησαν και έφυγαν. Τότε αυτός άνοιξε την κονσέρβα και βλέποντας το καπάκι, που ήταν κοφτερό, χάρηκε. Το πήρε και άρχισε να κόβει το λαιμό του, φωνάζοντας ταυτόχρονα από τον πόνο.

Έτρεξε ο επιτετραμμένος αδελφός και τον είδε να είναι μέσα στα αίματα.

Του είπε:

-Τι κάνεις εκεί;

Του απάντησε ο πλανεμένος:

-Να, θέλω να μαρτυρήσω, για να πάρω και το στεφάνι του μαρτυρίου.

Τότε, του είπε ο αδελφός παίρνοντας το κουτί την κονσέρβα από τα χέρια του:

-Τι να μαρτυρήσεις, εσύ είσαι φυγόπονος και για αυτό θέλεις με το κονσερβοκούτι μια και καλή να ξεμπερδέψεις. Το μαρτύριό σου, αδελφέ, είναι θέλημα του Θεού να το υποστείς από μένα. Και αφού του έδεσε το λαιμό, για να μην τρέχει αίμα, πήγε κι έφερε μια δερμάτινη ζωστήρα και άρχισε να τον κτυπά δυνατά. Εκείνος πονούσε και φώναζε να σταματήσει. Ο αδελφός όμως του έλεγε:

-Μαρτύριο δε θέλεις; Ε, θα πεθάνεις από το ξύλο!

Κι εκείνος από τον πόνο φώναζε:

-Όχι, δε θέλω να μαρτυρήσω, πονάω!

Και έτσι σιγά σιγά συναισθάνθηκε τα χάλια του, ταπεινώθηκε και έγινε καλά.

Αυτά τα τρία παραδείγματα ανέφερε ο Γέροντας ενδεικτικά στο μοναχό, που είχε παέι ως εκεί τον πλανεμένο αδελφό, και έδειξε έτσι το τι μεγάλη ζημιά μπορεί να υποστεί κανείς, όταν σκούει και πιστεύει στο λογισμό του. Ο Γέροντας συνέχισε:

-Οι μεν κοσμικοί, ότσν ακούν και πιστεύον στο λογισμό τους τρελαίνονται, ι δε μοναχοί πλανώνται. Ο μοναχός δεν πρέπει νας παίρνει χάπια. Το χάπι του μοναχού είναι η ταπείνωση και η μετάνοια. Αυτά τα δύο του έφυγαν, για αυτό ταλαιπωρείται. Όταν τα επαναφέρει στην ψυχή του, τότε παύουν τα προβλήματα όλα.

Βλέπεις, είπε, μερικές φορές κάποια παιδιά μιλούν άσχημα και βρίζουν τους γονείς τους και αμέσως αρχίζουν να δέχονται το δαιμονισμό, τις δαιμονκές ενέργειες και μπερδεύονται πολύ άσχημα, διότι, με το να βρίσουν ή να κακολογήσουν τους γονείς τους, δίνουν έτσι εξουσία στο πονηρό, για να επέμβει και να τα εξουσιάσει.

Το ίδιο γίνεται και με τους μοναχούς, όταν δέχονται πονηρούς λογισμούς για το Γέροντά τους και τους αδελφούς τους και συγκατατίθενται. Έτσι δίνουν εξουσία στο πονηρό, για να τους πολεμήσει.

Όταν κάποιος έχει το λογισμο του χαλασμένο και τον ακούει και έχει μεγάλη εμπιστοσύνη σε αυτόν, δεν μπορεί να ακούσει τον καθένα, ακούει μόνο κάποιον στον οποίο έχει απόλυτη εμπιστοσύνη – μετά το λογισμό του.  Για αυτό το λόγο, όταν πρέπει να βοηθηθεί ένας τέτοιος αδελφός, πρέπει να τον βοηθήσει ο αδελφός που εκείνος εμπιστεύεται.

Όσον αφορά τώρα στα ψυχοφάρμακα τα «ηρεμιστικά», σε αυτές τις βαριές καταστάσεις, που πλανώνται και ξεφεύγουν από τα λογικά τους, τα φάρμακα αυτά ωφελούν λίγο.

Αν για παράδειγμα, ο αδελφός έχει πάρει την κατηφόρα και τρέχει με διακόσια χιλιόμετα την ώρα, πρέπει να του δώσουμε μια τέτοια δόση φαρμάκου, έτσι ώστε να του κόψουμε τη μεγάλη ταχύτητα, ας πούμε, να τον κάνουμε να πηγαίνει με ογδόντα χιλιόμετρα την ώρα. Συγχρόνως πρέπει να του δείχνουμε αγάπη και να προσπαθούμε να του διορθώσουμε το λογισμό και να τον πείσουμε να μην ακούει το λογισμό του. Όσο ο αδελφός συνέρχεται, τόσο και η δόση του φαρμάκου να κατεβαίνει. Και αυτό να γίνεται για λίγο καιρό.

Όταν ο νους του αδελφού ξεφεύγει από την ταπείνωση και τρέχει στις φαντασίες ασταμάτητα, τότε, όταν του δίνεται αυτό το φάρμακο αρχίζει να εμποδίζεται στο να σκέπτεται και να φαντάζεται και του περιορίζεται κατά πολύ η φαντασία. Του έρχεται ύπνος, κόπωση, ακηδία, όρεξη για φαγητό και γενικά ταπεινώνεται και σωματικά. Και από εκεί που νόμιζε ότι είναι άσαρκος άγγελος, αισθάνεται πλέον τον εαυτό του άνθρωπο «σάρκα φορούντα».

«Όταν κάποιος πλανεθεί, επειδή έχει πιστέψει απόλυτα στο λογισμό του, για να συνέλθει, δεν υπάρχει καμία αυτόματη και θαυματουργική λύση. Για να θεραπευθεί πρέπει να κάνει τα εξής:

Πρώτο, το οποίο είναι η βάση και το κυριότερο, να συναισθανθεί πραγματικά την ελεεινή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει.

Αφού πρώτα συναισθανθεί, το δεύτερο είναι να μετανοήσει, να εξομολογηθεί και να μην ακούει ποτέ πια το δικό του λογισμό, αλλά τις υποδείξεις του πνευματικού του πατέρα.

Τρίτο, αφού συναισθάνθηκε την άθλια κατάστασή του, να ζητά συνεχώς διά της ευχής το έλεος του Θεού, για να τον ελεήσει ο Χριστός και να επανέλθει η χάρη Του.

Εγώ, άλλο τρόπο θαυματουργικό δε γνώρισα και ο καθένας μόνο με την ταπείνωση μπορεί να συνέλθει και να σωθεί. Μόνο η ταπείνωση σώζει».

«Ο άνθρωπος είναι τρεπτός, δηλαδή τη μία αγαπά τους καλούς λογισμόυς και την άλλη τους πονηρούς. Επειδή είναι αυτεξούσιος, όπου και όποτε θέλει πάει. Τη μια εδώ και την άλλη εκεί. Το ίδιο κάνουν και η θεία χάρη και η πλάνη, λόγω του ότι ο άνθρωπος μεταβάλλεται συνεχώς. Και τα δύο αυτά πάνε και έρχονται.

Τώρα, αν κανείς βρίσκεται στο χώρο της υπερηφάνειας, δηλαδή στο δικό του λογισμό, βρίσκεται στην πλάνη και κινδυνεύει. Αυτό που πρέπει να κάνει είναι να μην ακούει καθόλου τι του λέει ο λογισμός, γιατί ο λογισμός θα προσπαθεί σπό τη μία μεριά να πηγαίνει προς τα δεξιά και από την άλλη προς τα αριστερά, για να τον καταστρέψει. Από τη μία θα του λέει ότι είναι ενάρετος, καλός, αγωνιστής, χαρισματούχος, άγιος, κ.λ.π. και από την άλλη ότι είναι χαμένος και ότι δεν υπάρχει σωτηρία για αυτόν. Και όλα αυτά ή για να τον κάνει να σχηματίσει μια ψευδή ιδέα για τον εαυτό του και να αποκτήσει υψηλό φρόνημα ή να τον φέρει σε απελπισία και απόγνωση. Εκείνος όμως δεν πρέπει να ακούει κανένα λογισμό, ούτε τους εκ δεξιών, ούτε τους εξ αριστερών. Πρέπει να εξομολογείται όλους τους λογισμούς του στον πνευματικό του και να κάνει υπακοή σε ό,τι του λέει. Αυτόν να εμπιστεύεται και όχι το δικό του λογισμό. Αυτός να πιστεύει μόνο ότι είναι μια ψυχή αγωνιζομένη και τίποτα άλλο. Να ζητά συνέχεια το έλεος του Θεού διά της ευχής, για να καθαρίσει έτσι και ο νους του.

Όσο τώρα κανείς βρίσκεται στον ταπεινό λογισμό για τον εαυτό του, τόσο και η χάρη παραμένει και τον επισκιάζει. Όσο όμως απομακρύνεται από τον ταπεινό λογισμό και αρχίζει να ασχολείται και να προσέχει τι κάνει ο πατριάρχης, ή ο δεσπότης, ή ο ηγούμενος, ή οι αδελφοί, τόσο αρχίζει και η χάρη να απομακρύνεται.

Εκείνο λοιπόν που προέχει είναι το να σταθεροποιηθεί κανείς στην ταπεινοφροσύνη και να μην πηγαινοέρχεται, για να μπορέσει να εγκατασταθεί και να μονιμοποιηθεί και η θεία χάρη!».

«Όταν η ψυχή ζει απρόσεκτα και χωρίς να επιτηρεί τους λογισμούς, αυτό έχει σαν συνέπεια να γεμίσει ασφυκτικά με ακάθαρτους και πονηρούς λογισμούς. Τότε αρχίζουν στον άνθρωπο τα μεγάλα ψυχολογικά προβλήματα, που προστίθενται το ένα πάνω στο άλλο. Μερικοί όμως από εμάς, ενώ βρίσκονται σε αυτήν την κατάσταση κι έχουν το πρόβλημα μπροστά στα μάτια τους, δεν το αντιλαμβάνονται κι έτσι δεν αποφασίζουν να ομολογήσουν στον πνευματικό με ταπείνωση την πτώση τους, αλλά ακολουθούν την κοσμική μέθοδο και πάνε στους ψυχιάτρους. Εκείνοι τους δίνουν χάπια, όχι όμως, για να τους λύσουν το πρόβλημα που τους απασχολεί, αλλά για να τους κάνουν για λίγο καιρό να το ξεχάσουν. Αυτή όμως δεν είναι καθόλου σωστή αντιμετώπιση, διότι το πρόβλημα υφίσταται, και όταν κάποτε σταματήσουν τα χάπια, θα έρθει πάλι στην επιφάνεια και θα βασανίζει τον άνθρωπο.

Για αυτό η μόνη λύση είναι να συναισθανθούμε την κατάστασή μας, να την εξομολογηθούμε στον πνευματικό μας και να κάνουμε ταπεινά ό,τι εκείνος μας πει.

Σήμερα ο κόσμος τα έχει χαμένα, δεν ξέρει τι κάνει, έχασε πλέον το τιμόνι ελέγχου από τα χέρια του. Και αυτό, γιατί κανένας μας δεν θέλει να ελέγχεται. Θέλει να πορεύεται ανενόχλητος με το θέλημά του. Αυτό όμως είναι η ολοκληρωτική καταστροφή του, γιστί, ναι μεν. Ο Θεός χάρισε στον άνθρωπο το αυτεξούσιο (το να είναι δηλαδή ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει), του χάρισε όλως και τη γνώση με την οποία του έδωσε τη δυνατότητα να γνωρίζει ότι μόνος του, με αυτήν την αυτεξούσιο δύναμη, δεν μπορεί να πετύχει απολύτως τίποτα καλό. («…χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». (Ιωάν. ΙΕ΄, ) – «ει ουν ούτε ελάχιστον δύνασθε, τι περί των λοιπών μεριμνάτε;» (Λουκ. ΙΒ΄,26).

Όταν λοιπόν ο άνθρωπος χρησιμοποιεί το αυτεξούσιό του ελέυθερα, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν του την αδυναμία του, τότε πλανάται. Όλα αυτοί οι άνθρωποι τα βλέπουν, τα εξηγούν με τη λογική. Βασιλεύει, αντί της Θείας χάριτος η λογική και συγχύζεται ο νους του ανθρώπου. Αυτό είναι φοβερό πράγμα».

«Σήμερα μόνο αυτά λέω στον κόσμο και επιμένω να κάνουν:

α) να συναισθάνονται την κατάστασή τους, που είναι μακριά από το Θεό,

β) να μετανοούν για αυτό,

και γ) να εξομολογούνται ταπεινά.

Διότι οι άνθρωποι σήμερα δέχονται, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, δαιμονικές επήρειες και καταβάλλονται από το πονηρό. Τότε μόνο γλιτώνουν, όταν κάνουν όσα προαναφέρθηκαν».

Επισκεφθήκαμε κάποια μέρα το Γέροντα δυο-τρεις πατέρες κι εκείνος συνεχώς μας μιλούσε για το ότι πρέπει να έχουμε καλούς λογισμούς. Πήρε μάλιστα την Παλαιά Διαθήκη και μας διάβασε το κομμάτι εκείνο, που αναφέρεται στο βασιλιά Δαρείο, ο οποίος είχε ρίξει τον Προφήτη Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων (Δανιήλ Κεφ. Στ’. 14-28).

Μας σχολίασε ο Γέροντας το γεγονός, όταν ο Δαρείος το πρωί πήγε μόνος του και άνοιξε το λάκκο, για να δει αν τον έφαγαν τα λιοντάρια και ρώτησε:

20 «… Δανιήλ, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ Θεός σου, σύ λατρεύεις ἐνδελεχῶς, εἰ ἠδυνήθη ἐξελέσθαι σέ ἐκ τοῦ στόματος τῶν λεόντων; 21 καί εἶπε Δανιήλ τῷ βασιλεῖ βασιλεῦ, εἰς τούς αἰῶνας ζῆθι…. 23 τότε ὁ βασιλεύς πολύ ἠγαθύνθη ἐπ’ αὐτῷ..».

Είπε ο Γέροντας:

-Αν ο προφήτης Δανιήλ είχε κακούς λογισμούς, θα του έλεγε:

-Δεν ντρέπεσαι λίγο, με έριξες να με φάνε τα λιοντάρια κι έχεις την αναίδεια τώρα να με ρωτάς τι κάνω;

Είχε όμως πάντα καλό λογισμό, για αυτό και ο Θεός «πληροφόρησε» και τα λιοντάρια ακόμη.

Όπως, επίσης, και οι Τρεις Παίδες (Δαν. Κεφ. Γ΄) όταν αδίκως τους έριξαν στην κάμινο, δεν είχαν λογισμούς εναντίον του Θεού, να λένε δηλαδή: «Γιατί, Θεέ μου, ενώ εμείς φυλάμε τους νόμους Σου, Εσύ αφήνεις να μας ρίξουν στην κάμινο;».

Τι έλεγαν όμως; Κατηγορούσαν τον εαυτό τους και δικαιολογούσαν το Θεό και έλεγαν:

«Εὐλογητός εἶ, Κύριε ὁ Θεός τῶν πατέρων ἡμῶν, καί αἰνετός, καί δεδοξασμένον τό ὀνομά Σου εἰς τούς αἰῶνας, 3 ὅτι δίκαιος εἶ ἐπί πᾶσιν, οἷς ἐποίησας ἡμῖν,…4 καί κρίματα ἀληθείας ἐποίησας κατά πάντα, ἅ ἐπήγαγες ἡμῖν,… ὅτι ἐν ἀληθείᾳ καί κρίσει ἐπήγαγες ταῦτα πάντα, διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν. 5 ὅτι ἠμάρτομεν καί ἠνομήσαμεν ἀποστῆναι ἀπό σου 6 καί ἐξημάτομεν ἐν πᾶσι καί τῶν ἐντολῶν σου οὐκ ἠκούσαμεν, οὐδέ συνετηρήσαμεν οὐδέ ἐποιήσαμεν καθώς ἐνετείλω ἡμῖν, ἵνα εὖ ἡμῖν γεγένηται..» ( Δαν.Γ’-Προσευχή Αζαρίου και ύμνος των Τριών).

Βλέπετε, μας λέει ο Γέροντας, οι τρεις Παίδες τι καλό λογισμό είχαν, που ήταν συνδεδεμένος με την ταπεινοφροσύνη; Ένας καλός και ταπεινόφρων λογισμός κάνει τα λιοντάρια αρνάκια και την επταπλασίως καιομένη κάμινο τη μετατρέπει σε παραδεισένια δροσιά και αναψυχή. Όλα τα προβλήματά μας ἐτσι πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε: με υπομονή, καλό λογισμό και ταπείνωση, για να μπορεί να μας βοηθά η χάρη του Θεού».

Ρωτήσαμε μια ημέρα το Γέροντα για το εξής πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε:

Γέροντα, μας λέτε συνέχεια να έχουμε καλό λογισμό. Θα σας πούμε όμως μια περίπτωση, για να δούμε τι μας συμβουλεύετε να απαντούμε. Έρχονται μερικοί άνθρωποι και μας λένε:

-Ο τάδε ιερέας παίρνει πολλά λεφτά από τα μυστήρια, ο τάδε καπνίζει πολύ τσιγάρο και πηγαίνει στα κεφενεία, ο άλλος λένε πως είναι ανήθικος και γενικά βγάζουν ένα δριμύ κατηγορητήριο εναντίον των κληρικών και μάλιστα παρουσιάζουν μαζί κι αποδείξεις των όσων λένε. Σε αυτούς τους ανθρώπους τι μπορούμε να λέμε;

Τότε ο Γέροντας άρχισε να μας λέει:

-Γνώρισα εκ πείρας ότι σε αυτή τη ζωή οι άνθρωποι είναι χωρισμένοι σε δύο κατηγορίες. Τρίτη, δεν υπάρχει, ή στη μια θα είναι ή στην άλλη. Ή μια, λοιπόν, κατηγορία των ανθρώπων μοιάζει με τη μύγα. Η μύγα έχει την εξής ιδιότητα: να πηγαίνει πάντα και να κάθεται σε ό,τι βρώμικο υπάρχει. Για παράδειγμα, αν ένα περιβόλι είναι γεμάτο λουλούδια, που ευωδιάζουν, και σε μια άκρη του περιβολιού κάποιο ζώο έχει κάνει μια ακαθαρσία, τότε μια μύγα, πετώντας μέσα σε αυτό το πανέμορφο περιβόλι, θα πετάξει πάνω από όλα τα άνθη και σε κανένα δεν θα καθήσει. Μόνο όταν δει την ακαθαρσία, τότε αμέσως θα κατέβει και θα καθήσει πάνω σε αυτήν και θα αρχίσει να την ανασκαλεύει, αναπαυόμενη στη δυσωδία που προκαλείται από το ανακάτεμα αυτό, και δε θα ξεκολλά από εκεί.

Αν τώρα έπιανες μια μύγα, και αυτή μπορούσε να μιλήσει και τη ρωτούσες να σου πει μήπως ξέρει αν πουθενά υπάρχουν τριαντάφυλλα, τότε εκείνη θα απαντούσε πως δε γνωρίζει καν τι είναι αυτά. «Εγώ, θα σου πει, ξέρω πού υπάρχουν σκουπίδια, τουαλέτες, ακαθαρσίες ζώων, μαγειρεία, βρωμιές». Η μία λοιπόν μερίδα των ανθρώπων μοιάζει με τη μύγα. Είναι η κατηγορία των ανθρώπων που έχει μάθει πάντα να σκέφτεται και να ψάχνει να βρει ο,τι κακό υπάρχει, αγνοώντας και μη θέλοντας ποτέ να σταθεί στο καλό.

Η άλλη κατηγορία των ανθρώπων μοιάζει με τη μέλισσα. Η ιδιότητα της μέλισσας είναι να βρίσκει και να κάθεται σε ό,τι καλό και γλυκό υπάρχει. Ας πούμε, για παράδειγμα, πως μια αίθουσα, που είναι γεμάτη ακαθαρσίες έχει κάποιος τοποθετήσει σε μια γωνιά ένα λουκούμι. Αν φέρουμε εκεί μια μέλισσα, εκείνη θα πετάξει και δεν θα καθήσει πουθενά έως ότου βρει το λουκούμι και μόνο εκεί θα σταθεί.

Αν πιάσεις τώρα τη μέλισσα και τη ρωτήσεις πού υπάρχουν σκουπίδια, αυτή θα σου πει ότι δεν γνωρίζει. Θα σου πει «εκεί υπάρχουν γαρδένιες, εκεί τριανταφυλλιές, εκεί θυμάρι, εκεί μέλι, εκεί ζάχαρη, εκεί λουκούμια» και γενικά θα είναι γνώστης όλων των καλών και θα έχει παντελή άγνοια όλων των κακών. Αυτή είναι η δεύτερη ομάδα, των ανθρώπων εκείνων που έχουν καλούς λογισμούς και σκέπτονται και βλέπουν καλά.

Όταν σε ένα δρόμο βρεθούν να περπατούν δύο άνθρωποι, οι οποίοι ανήκουν στις δυο αυτές κατηγορίες, τότε, φτάνοντας στο σημείο εκείνο όπου ένας τρίτος έκανε την «ανάγκη»του, ο άνθρωπος της πρώτης κατηγορίας, θα πάρει ένα ξύλο και θα αρχίσει να σκαλίζει τις ακαθαρσίες.

Όταν όμως περάσει ο άλλος, της δεύτερης κατηγορίας, που μοιάζει με τη μέλισσα, προσπαθεί να βρει τρόπο να τις σκεπάζει με χώμα και με καμιά πλάκα, για να μην αισθανθούν και οι άλλοι περαστικοί τη δυσωδία αυτή, που προέρχεται από τις βρωμιές. Και κατέληξε ο Γέροντας:

-Εγώ σε όσους έρχονται και μου κατηγορούν τους άλλους –και με δυσκολεύουν –τους λέω αυτό το παράδειγμα και τους υποδεικνύω να διαλέξουν σε ποια κατηγορία θέλουν να βρίσκονται και αναλόγως να ψάξουν να βρουν και τους ανάλογους ανθρώπους της κατηγορίας τους.

Ο Γέροντας συνέχεια μας τόνιζε ότι πολλή μεγάλη σημασία στην πνευματική ζωή έχει ο ευσεβής λογισμός. Έλεγε χαρακτηριστικά ότι ένας ευσεβής λογισμός ισοδυναμεί με μια ολόκληρη αγιορείτικη αγρυπνία! Μας διηγήθηκε μάλιστα και το εξής περιστατικό:

-Μια μέρα ήρθε κάποιος, για να δει και τον έβαλα μέσα στο εκκλησάκι, μέχρι να φύγει από το αρχονταρίκι ένας άλλος επισκέπτης. Όταν τον φώναξα να έρθει, ξέχασε πάνω σε ένα στασίδι το πακέτο με τα τσιγάρα του, χωρίς να το αντιληφθώ. Εν τω μεταξύ ήρθε κάποιος άλλος και του είπα να περάσει λίγο μέσα στο εκκλησάκι και να περιμένει. Αυτός είδε τα τσιγάρα και, όταν τον φώναξα, μου λέει:

-Γέροντα, καπνίζετε;

-Όχι, του απάντησα. Πώς το ρωτάς αυτό;

-Να, είδα κάτι τσιγάρα εκεί στην εκκλησία, γι’ αυτό.

-Βρε ευλογημένε, τα ξέχασε κάποιος που είχε έρθει πριν από σένα και δεν το πρόσεξα ούτε κι εγώ ότι τα είχε ξεχάσει.

Τον είδα λοίπον αυτόν και έφυγε. Μετά με επισκέφτηκε ένα παιδάκι. Ερχόταν για πρώτη φορά. Χτύπησε το σιδεράκι και βγήκα έξω. Αμέσως ρώτησα τι θέλει και μου απάντησε:

-Θέλω το Γέροντα Παϊσιο να δω. Είναι εδώ;

Τότε εγώ του είπα:

-Όχι, έχει πάει στις Καρυές, για να αγοράσει τσιγάρα.

Και ο μικρός με απλότητα μου είπε:

-Καλά, πάτερ, δεν πειράζει. Θα τον περιμένω εδώ τον παππούλη, μέχρι να επιστρέψει.

Και συνέχισε ο Γέροντας:

-Βλέπετε τη διαφορά του λογισμού; Ο ένας μέσα στην εκκλησία βρήκε τα τσιγάρα και δεν έβαλε έναν καλό λογισμό, αλλά αμέσως δέχτηκε τον πονηρό λογισμό και την υπόνοια. Αντιθέτως το παιδάκι, αν και του είπα ότι πάει να αγοράσει τσιγάρα, δεν έβαλε κακό λογισμό, αλλά με απλότητα είπε: «Θα περιμένω τον Γέροντα» και δεν ρώτησε: «Καπνίζει ο Γέροντας; Τι θα τα κάνει τα τσιγάρα;».

«Μια μέρα ήρθε ένας νεαρός, ο οποίος δεν είχε καλούς λογισμούς, και με παρακαλούσε να τον πάρω για υποτακτικό. Του εξήγησα:

-Εγώ εδώ κρατώ υποτακτικούς. Πρώτον, γιατί από τον πολύ κόσμο, που έρχεται, θα είναι γκαρσόνια, για να κερνούν, και όχι μοναχοί, για να κοιτούν τα πνευματικά τους. Δεύτερον, επειδή έχω πολλά χρόνια στην καλογερική, έχω και μερικά καλά αποκτήσει, αλλά και μερικές αδυναμίες, που δεν μπόρεσα ακόμη να διώξω. Έτσι, του είπα, αν έρθεις εδώ, και από τα καλά (νηστείες, αγρυπνίες, προσευχή κλπ.) θα βλάπτεσαι, γιατί εσύ δεν θα μπορείς να τα ακολουθήσεις, και από τις αδυναμίες μου πάλι θα βλάπτεσαι, γιατί δεν μπορείς να κάνεις υπομονή. Για αυτό, λοιπόν, δεν μπορώ να σε πάρω.

Τελικά έφυγε, για να γυρίσει στα μοναστήρια.

Μετά από λίγες μέρες, ενώ καθόμουν στην αυλή και έτρωγα δύο ντομάτες χωρίς λάδι, που είχα κόψει σε ένα πιάτο, και λίγο παξιμάδι, σκεφτόμουνα τις ευεργεσίες του Θεού προς εμένα.Σκεφτόμουν επίσης ότι ο Θεός μου χάρισε ένα ωραίο σπιτάκι, σε ένα τόσο όμορφο μέρος, που θα το ζήλευαν πολλοί πλούσιοι, για να το έχουν να παραθερίζουν. Ότι το έχω δικό μου χωρίς να πληρώνω κάθε μήνα ενοίκιο, για το οποίο άλλοι άνθρωποι τόσο δυσκολεύονται. Έβλεπα ότι έχω την καθημερινή μου τροφή χωρίς να δουλεύω σε εργοστάσια για αυτήν. Ότι είμαι σε ένα τόπο που οι αδελφοί είναι τόσο καλοί. Γενικά, είχα τέτοιους λογισμούς και με είχε πιάσει ένα γλυκό παράπονο για τη δική μου αχαριστία στις μεγάλες ευεργεσίες του Θεού και έκλαιγα μη μπορώντας να φάω άλλο. Ενώ λοιπόν βρισκόμουν σε αυτή την κατάσταση, ήρθε ξαφνικά έξω από το φράχτη ο νεαρός, που ήθελε πριν λίγες μέρες να τον κρατήσω για υποτακτικό. Αμέσως, για να μη με δει κλαμένο, μπήκα μέσα στο κελί, άφησα το πιάτο και έπλυνα λίγο το πρόσωπο μου, σκουπίστηκα και μετά πήγα να του ανοίξω:

-Ώστε έτσι λοιπόν, ε; Και κάνεις και τον ασκητή! Κρέας έτρωγες και μόλις με είδες αμέσως κρύφτηκες, για να μη σε δω. Τώρα κατάλαβα  τι είσαι πραγματικά!

Έβαλα αμέσως τα γέλια, δεν δικαολογήθηκα, αλλά θαύμασα το πώς σκέφτηκε και το πώς καλλιεργούσε τους κακούς λογισμούς».

Ο Γέροντας είχε τόσο καλούς λογισμούς, που ακόμα και στις χειρότερες περιπτώσεις έβαζε τους καλύτερους λογισμούς.

Και πράγματα που είναι βλαβερά τα χρησιμοποιούσε έτσι, που και από κει έβγαζε μεγάλο καλό.

Κάποτε ένας επισκέπτης, που πολύ είχε ωφεληθεί από το Γέροντα, φεύγοντας τον ρωτούσε τι ήθελε να του στείλει από έξω. Επειδή ο επισκέπτης επέμενε πολύ, τέλος ο Γέροντας- που του εξηγούσε ότι δεν θέλει τίποτα- χαριεντιζόμενος του είπε:

-Ε, στείλε μου τσιγάρα!

Έφυγε ο επισκέπτης και μετά από λίγο καιρό ήρθε ένα δέμα στο Ταχυδρομείο για τον πατέρα Παϊσιο. Ήταν μια μεγάλη κούτα, η οποία περιείχε μέσα πολλές άλλες κούτες με πακέτα τσιγάρα. Όταν τα είδε ο Γέροντας, σάστισε. Τι να τα κάνει τα τσιγάρα; Να τα πετάξει; Θα πήγαιναν τόσα χρήματα χαμένα. Να τα δώσει σε κάποιους; Θα γινόταν συνεργός στο κακό.

Μια μέρα λοιπόν πήγε κάποιος στο κελί του. Τον ρώτησε ο Γέροντας αν καπνίζει κι εκείνος του απάντησε καταφατικά.

-Πόσα πακέτα την ημέρα; ρώτησε ο Γέροντας.

-Τρία, είπε εκείνος.

-Κοίταξε, του είπε ο Γέροντας, με τόσα που καπνίζεις και τον εαυτό σου καταστρέφεις και χρήματα πολλά ξοδεύεις. Θέλεις να κάνουμε μια συμφωνία; Εγώ θα σου εξασφαλίσω τα τσιγάρα για μερικούς μήνες, αλλά εσύ να καπνίζεις από δω και πέρα ένα πακέτο.

Εκείνος δέκτηκε κι ο Γέροντας του τα έδωσε γεμάτος χαρά, γιατί -όπως έλεγε- τα τσιγάρα έπιασαν τόπο, αφού ωφελήθηκε ένας άνθρωπος, περιορίζοντας το πάθος του.

«Από την ποιότητα των λογισμών του φαίνεται η πνευματική κατάσταση του ανθρώπου. Μια μέρα στο πάρκο μιας πόλης κάθονταν τρεις άνθρωποι και συζητούσαν. Ξαφνικά πέρασε από μπροστά τους ένας νεαρός πολύ βιαστικός, σχεδόν τρέχοντας. Τότε και στους τρεις μπήκε και από ένας λογισμός.

Ο ένας σκέφτηκε: «Κάτι θα έκλεψε φαίνεται αυτός και τρέχει, για να μην τον πιάσουν». Ο άλλος σκέφτηκε «Φαίνεται κανένα ραντεβού θα έχει με καμιά κοπέλα και άργησε και για αυτό τρέχει». Και ο τρίτος «Μάλλον ψάλτης θα είναι σε κάποια εκκλησία και θα τρέχει να προλάβει να μην αρχίσουν».

Βλέπετε, για το ίδιο πρόσωπο, τρεις άνθρωποι έβαλαν και ξεχωριστό λογισμό. Μόνο όμως αυτός που έβαλε καλό λογισμό για τον αδελφό ωφελήθηκε, ενώ οι άλλοι πνευματικά βλάφτηκαν».

Πάντα ο Γέροντας επέμενε λέγοντας μας: «Όταν ένας αδελφός έχει χαλασμένο το λογισμό του, πρέπει εμείς με καλωσύνη και ταπείνωση να προσπαθούμε να τον διορθώσουμε, Και γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι.

Σήμερα πολλοί άνθρωποι -δυστυχώς και πολλοί πνευματικοί- δεν επιδιώκουν να διορθώσουν χαλασμένουν λογισμούς, αλλά ή συγκατατίθενται με αυτούς που δεν έχουν καλούς λογισμούς ή και χαλάνε ακόμη χειρότερα το λογισμό των άλλων. Θα σου πω ένα παράδειγμα, για να καταλάβεις το πώς ενεργούν.

Πάει λοιπόν ένας αδελφός στον πνευματικό και του λέει:

-Ο τάδε, πάτερ, μου είπε αυτό ή μου έκανε εκείνο ή μου φέρθηκε έτσι.

Και γενικά, με χαλασμένο λογισμό για τον αδελφό, του εξαγορεύει τους λογισμούς του. Τότε, αντί ο πνευματικός να το φτιάξει το λογισμό και να τον επαναφέρει στην αγάπη, αντιμετωπίζει το πρόβλημα εντελώς κοσμικά και, για να φανεί καλός, λέει στον αδελφό:

-Ε, δεν τον ξέρεις τον τάδε; Τώρα θα τον μάθεις, ότι είναι τέτοιος; Εσύ άφησε τον, μη δίνεις σημασία, μην ασχολείσαι με αυτόν.

Έτσι ο αδελφός ψευτοαναπαύει το λογισμό του με τον πνευματικό και γέροντα, αλλά συνεχίζει να διατηρεί χαλασμένο το λογισμό του με τον αδελφό.

Όταν, λοιπόν, πάει ο άλλος αδελφός στον πνευματικό κι εκείνος λέει τα ίδια για τον προηγούμενο -και ο πνευματικός πάλι τον αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο- τον αναπαύει και αυτόν κοσμικά και τον αφήνει πάλι να διατηρεί χαλασμένο τον λογισμό για τον άλλο αδελφό.

Εγώ, λέει ο Γέροντας, με αυτόν τον τρόπο και το πονηρό αναπαύω, αν θέλω, όχι αδελφούς. Όμως να δεις τι συμβαίνει, εφ όσον υπάρχει θεία δικαιοσύνη.

Οι αδελφοί, αφού ο ένας για τον άλλον συνεχίζουν να έχουν μεταξύ τους χαλασμένο λογισμό, φτάνουν στο σημείο κάποτε να πιαστούν στα χέρια και ο ένας να αρχίζει να λέει στον άλλον: «Εσύ είσαι έτσι, αλλιώς….Μάλιστα και ο πνευματικός, που μίλησα μαζί του, την ίδια γνώμη έχει για σένα. Τότε και οι δύο διαπίστωσαν ότι εκείνο που έκανε ο πνευματικός ήταν ότι θέλησε να φανεί καλός και στους δύο. Κι έτσι το αποτέλεσμα είναι να χαλάει ο λογισμός και των δύο με τον πνευματικό. Ο σωστός όμως τρόπος αντιμετώπισης είναι αυτός που κι εγώ εφαρμόζω:

Έρχεται ένας οικογενειάρχης και με πιάνει να μου λέει ότι η γυναίκα του είναι έτσι, του φέρεται με αυτόν τον τρόπο και, γενικά, μου λέει όλα αυτά που τον έκαναν να χαλάσει ο λογισμός του.

Τότε εγώ βλέπω όλα τα ελαφρυντικά και δικαιολογητικά που έχει η γυναίκα και αρχίζω να του τη δικαιολογώ. Στο τέλος του λέω ότι πρέπει να δοξάζει το Θεό που του έχει δώσει τέτοια γυναίκα και ότι αυτός είναι η αιτία και η αφορμή που έφυγε η αγάπη μεταξύ τους. Έτσι τον προβληματίζω και τον επαναφέρω στην αγάπη, με το να τον πείθω ότι αυτός φταίει και ότι πρέπει να αποβάλει αυτούς τους λογισμούς. Το ίδιο κάνω και με τη σύζυγό του, όταν έρχεται. Τη μαλώνω κι αυτήν κι έτσι και οι δύο, με το να διορθώνουν το χαλασμένο λογισμό, που έχουν ο ένας για τον άλλον, επανέρχονται στην αγάπη. Καταλαβαίνουν μάλιστα και μένα που του μάλωσα, γιατί βλέπουν ότι ο σκοπός μου ήταν να τους επαναφέρω στην αγάπη».

«Οι λογισμοί είναι σαν τα αεροπλάνα, που πετούν στον αέρα. Αν δεν τους δώσεις σημασία, δεν υπάρχει πρόβλημα. Εμείς πρέπει να προσέχουμε να μην δημιουργούμε μέσα μας αεροδρόμιο και προσγειώνονται!».

Ένας νεαρός πήγε στο Γέροντα κι εκείνος τον συμβούλευε τι να κάνει. Εκείνος όμως ήταν απλός και άκουγε τους λογισμούς που δεν έπρεπε. Κατάφερναν αυτοί οι λογισμοί, να του ματαιώνουν κάθε καλή εργασία, που έπρεπε να κάνει. Ο Γέροντας, που κατάλαβε με τη διάκριση του ότι ο λογισμός του φταίει για όλα του είπε:

 -Ήταν ένας κι έλεγε: «Αν παντρευτώ και κάνω δύο παιδιά κι αν τα παιδιά είναι αγόρια κι αν αύριο γίνει κανένας πόλεμος και μου τους πάρουν στο στρατό και σκοτωθούν….ποιος ο λόγος να παντρευτώ;».

Γυρνά μετά ο Γέροντας στον αδελφό και του λέει:

-Χαζομάρα δεν έκανε αυτός;

Του απαντά ο αδελφός;

-Ναι.

Και ο Γέροντας συνέχισε:

-Πρόσεξε, γιατί και συ το ίδιο κάνεις. Να ξέρεις ότι δεν πρόκειται τίποτα καλό να πετύχεις, αν σκέφτεσαι και ενεργείς έτσι.

Πάντοτε είχα την απορία πώς οι Άγιοί μας μπορούσαν και υπέμεναν τόσα μαρτύρια με χαρά, ενώ εμείς με τον παραμικρό πονοκέφαλο λυγίζουμε. Και πώς θα καταφέρουμε κι εμείς να αντέχουμε, όπως και εκείνοι.

Κάποια μέρα, καθώς κατηφόριζα προς το κελί του Γέροντα, τον βρήκα στο ποταμάκι, που είναι πεντακόσια μέτρα πριν το κελί του, το οποίο ο ίδιος είχε «βαφτίσει» Νείλο. Έκοβε μικρούς κορμούς καστανιάς, για να κατασκευάσει μια μικρή γέφυρα, για να μη βρέχονται όσοι περνούν από το ποταμάκι. Είχε διακόψει τη δουλειά και ετοιμαζόταν να επιστρέψει στο κελί του, γιατί είχε χτυπήσει το αριστερό του χέρι. Είχε εισχωρήσει στην παλάμη του ένα μυτερό ξύλο και την είχε τρυπήσει στο κέντρο, με αποτέλεσμα να τρέχει αίμα. Έβλεπα όμως το Γέροντα να διακατέχεται από μια χαρά και κοιτούσε και ξανακοιτούσε το χέρι του. Ώσπου, κάποια στιγμή, σταματά, γυρνά προς τα πίσω και δείχνοντάς μου την παλάμη του, τη ματωμένη, μου λέει:

-Είδες! Μοιάζει η παλάμη μου με εκείνη που απλώθηκε στο Γολγοθά πάνω στο Σταυρό!

Όταν φτάσαμε στο κελί του και καθήσαμε στο αρχονταρίκι, έσπευσα να τον ρωτήσω:

-Γέροντα, τι ήταν αυτό που έκανε τους Αγίους μας όχι μόνο να υποφέρουν και να υπομένουν τα μαρτύρια, αλλά και να χαίρονται συνεχώς, ενώ εμείς δεν μπορούμε ούτε ένα τσίμπημα κουνουπιού να αντέξουμε;

-Το παν μου εξήγησε εκείνος, είναι να έχουμε σωστά τοποθετημένο το λογισμό μας. Αν ο λογισμός μας είναι στερεωμένος στην πίστη, κανείς δεν μπορεί να τον μετακινήσει.

Πήγε τότε και έφερε την Παλαιά Διαθήκη και μου είπε: -Στο παράρτημα των Μακκαβαίων Δ’ εξηγεί πολύ καλά αυτό που σου λέω και το πώς ο καλός λογισμός μπορεί να περιφρονήσει τους πόνους και τα βασανιστήρια. Κι άρχισε να διαβάζει όλο το κείμενο και να μου το εξηγεί.

 

Πηγή υλικού

Ιερομονάχου Χριστοδούλου Αγιορείτου, Ο Γέρων Παϊσιος, Άγιον Όρος, 1994, σ.73-97

 

Επιλογή υλικού

Αικατερίνη Διαμαντοπούλου, Υπεύθυνη υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων 




ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
Powered by active³ CMS - 28/03/2024 11:32:23 μμ