Η ανθρωπολογική διάσταση της ασκήσεως

 «Αν δεν νικήσουμε τα πάθη μας, τότε ασκόπως και ματαίως ήρθαμε στον κόσμο! Μάλλον δε για το κακό!» (ομιλ. ΠΔ.3 εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον)

Κατά τον μεγάλο μας Ιεράρχη το πιο ουσιώδες πράγμα στην ζωή μας είναι να νικήσουμε τα πάθη μας, γιατί  διαφορετικά θα είμαστε υποχείριοι τόσο των ψυχικών παθών μας, του μίσους, της κακίας κ.λπ., όσο και των σωματικών παθών μας, της γαστριμαργίας, της πορνείας κ.λπ. Αν δεν τα νικήσουμε, θα ζούμε για το κακό μάλλον και, όπως λέει η Αγία Γραφή, θα κατεβαίνουμε στο επίπεδο των ζώων «παρεσυνεβλήθην τοις κτήνεσιν τοις ανοήτοις και ομοιώθην αυτοίς». Τη νίκη κατά των παθών ο άνθρωπος μπορεί να την επιτύχει μόνο μετά από αγώνα. Μόνο μετά από άσκηση.

Και πριν αναλύσω την άσκηση σε σχέση με την ανθρωπολογική της διάσταση, που είναι και το θέμα της ομιλίας μου, επιθυμώ να κάνω σαφές ότι η άσκηση πρέπει να είναι πάντοτε Χριστοκεντρική. Κεντρικός άξονας της ασκήσεως πρέπει να είναι πάντοτε ο Κύριός μας. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Και κύριο μέλημά μας -εν παντί καιρώ και εν πάση ώρα-  να Τον ευαρεστούμε και να τηρούμε  το θέλημά Του.

Ο μοναχισμός είναι η επιδίωξη της ψυχικής τελειότητος του ανθρώπου, δια της απονεκρώσεως των σωματικών επιθυμιών, η οποία επιτυγχάνεται με την άσκηση, με την συνεχή εγκράτεια, με τις σωματικές -εν μέτρω- κακουχίες και στερήσεις, χάριν ευσεβείας. Δεν νοείται σε καμία περίπτωση Χριστιανισμός-Ορθοδοξία άνευ ασκήσεως. Η χριστιανική άσκηση έχει δύο πόδια.

Το ένα πόδι, το αδύνατο, είναι η εξωτερική άσκηση, η σωματική:

οι νηστείες, οι αγρυπνίες, οι γονυκλισίες, η ακτημοσύνη, η παρθενία.

Το άλλο πόδι, το ισχυρό, είναι η εσωτερική άσκηση, η πνευματική:

το ταπεινό φρόνημα, ο αυτοέλεγχος, η νήψη, η προσοχή, η εγρήγορση.

Και για να περπατήσει πνευματικά ο άνθρωπος, θα πρέπει να έχει υγιή και τα δύο του  τα πόδια, προπαντός όμως το πόδι το ισχυρό.

Τα δύο βασικά γνωρίσματα της νήψεως, που αποτελούν τη βάση του πνευματικού αγώνα, είναι η αδιάλειπτη προσευχή και η μνήμη θανάτου.

Ο  μοναχισμός, ως ασκητισμός, απαντάται ήδη από την Παλαιά Διαθήκη στο πρόσωπο του προφήτου Ηλιού, του προφήτου Ελισσαίου, του Τιμίου Προδρόμου, οι οποίοι έζησαν ως ασκητές αλλά, κυρίως, απαντάται στο πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Με την πάροδο του χρόνου οι μιμητές αυτών επόλισαν τις ερήμους και κατέστησαν μοναστήρια, λαύρες, κοινόβια και ιερά φροντιστήρια. Εκεί ηγωνίζοντο να γίνουν επίγειοι άγγελοι, να προσεγγίσουν την ύλη στην αϋλία, να εξαϋλώσουν δηλαδή τη σάρκα σε πνεύμα και να γίνουν άσαρκοι, ισάγγελοι, για να φτάσουν στην θέωση, στον αγιασμό και να ενωθούν με τον Θεό.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ασκητική και την ασκητική της παράδοση την οφείλει κυρίως στον μοναχισμό, ο οποίος από νωρίς αναπτύχθηκε στους κόλπους της. Βασικό στοιχείο της μοναχικής πολιτείας είναι η άσκηση, η οποία γίνεται με βάση τους κανόνες και τα μέσα που διαθέτει η Εκκλησία μέσω της συμμετοχής μας στη λατρευτική ζωή (προσευχή, νηστεία, αγρυπνία κ.λπ.).

Στα μοναστήρια οι μοναχοί (μοναχές) ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό της μονής τους και υπό την επίβλεψη του ηγουμένου (ηγουμένης), του πνευματικού πατέρα, του γέροντος που τους κατευθύνει στο δύσκολο δρόμο της «ξενητείας» και της «φυγής» από τον κόσμο.

Τα μοναστήρια έχουν ως σκοπό την άσκηση, γι΄αυτό και στην κουρά του μοναχού ακούμε τον υποψήφιο μοναχό να λέει «…ποθώ τον βίον της ασκήσεως» και εκεί μνημονεύονται οι όσιοι Πατέρες της Ερήμου: ο Σάββας ο Ηγιασμένος, ο Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Ευθύμιος ο Μέγας, ο Αντώνιος ο Μέγας, ο Άγιος Ιλαρίων ο Μέγας κ.ά.

Η αγιότης του βίου δεν είναι κάτι το παράδοξον και ακατόρθωτον. Είναι εντολή του Θεού: «΄Αγιοι γίνεσθε, ότι εγώ Άγιος ειμί» (Α΄ Πέτρου, α΄16). Όλοι αυτοί οι άγιοι επέβαλλαν στον εαυτό τους σκληρή άσκηση – σκληρά αγωνίσματα για να πολεμήσουν τα πάθη, τους λογισμούς και κάθε αμαρτωλή φαντασία. Μέσα από αυτά τα αγωνίσματα, στο τέλος, με τη χάρη του Θεού επιτελούσαν θαύματα, εδέχοντο θείες ελλάμψεις και καταυγάζονταν από το «άκτιστον»  φως του Αγίου Πνεύματος.

Για τον αγωνιστή μοναχό, το κελί του είναι ένα είδος αρένας, ένα είδος παλαίστρας. Είναι ένας χώρος άθλησης και προσευχής, ένας ιδιότυπος τρόπος ζωής, αλλά και ένας χώρος μαθητείας, διδασκαλίας, μελέτης, εργασίας και συγγραφής.

Από το μοναστήρι μας, που είναι η περιώνυμος Λαύρα του Οσίου και Θεοφόρου πατρός ημών Σάββα του Ηγιασμένου, ξεπήδησε ένα πλήθος ασκητών ανά τους αιώνας, ένα πλήθος Ιεραρχών, μαρτύρων και ομολογητών της Ορθοδόξου Πίστεώς μας και, μέχρι σήμερα, αποτελεί καθημερινό βίωμά μας η ζωντανή και χαριτωμένη παρουσία των αγίων της μονής μας, μέσω των τιμίων λειψάνων τους και των πολλών θαυμάτων, τα οποία επιτελούν εν Χριστώ.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μιλά για τις τρεις γεννήσεις του ανθρώπου. Η πρώτη γέννηση, λέει, είναι η σαρκική που γίνεται από τους γονείς, η δεύτερη είναι η πνευματική που γίνεται από τον Θεό και το Άγιο Πνεύμα  -μέσα από το Άγιο Βάπτισμα-  και η τρίτη γέννηση γίνεται από τον ίδιον τον άνθρωπο, με δάκρυα, με ικεσίες και δεήσεις. Μέσα λοιπόν από τη άσκηση των δακρύων, της αγωνίας, των ιδρώτων, των προσευχών και των στεναγμών οδηγήθηκαν οι άγιοί μας  στη θέωση.

Ο καλός μοναχός αγωνίζεται για το τριμερές της ψυχής, για τον τριπλό πνευματικό αγώνα. Κοπιάζει για να καθαρίσει το επιθυμητικό, το θυμικό και το λογιστικό. Μάχεται  μέσω του εξωτερικού σωματικού αγώνα, δηλαδή με νηστείες, ολονυκτίες, διακονίες, μετάνοιες (εδαφιαίες-στρωτές), γονυκλισίες, αλλά και μέσω του εσωτερικού πνευματικού αγώνα, για να αποκτήσει νήψη, αφύπνιση, συγχώρηση που οδηγούν πάλι στην κάθαρση, στον φωτισμό και αγιασμό, που είναι η τρίτη γέννηση, την οποίαν αναφέρουν οι άγιοι «…νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, ουράνια χαρίσματα λαβών». Ο Θεός ευαρεστείται με την συντριβή του σώματος, με τον σωματικό κόπο που γίνεται για χάρη Του, καθώς επίσης ευαρεστείται πάρα πολύ με την μετάνοια και το ταπεινό φρόνημα (παράδειγμά μας είναι ο Τελώνης της παραβολής).

Οι Άγιοι Πατέρες αναφέρουν ότι η γνώση Χριστού, δηλαδή η εμπειρία της Ζωής Του, του Φωτός Του, του Μεγαλείου Του, της μακροθυμίας Του και της παντοδυναμίας Του αποκτάται μέσα από την άσκηση.  Άλλο είναι η πίστη στον Χριστό και άλλο είναι η γνώση του Χριστού. Πίστη στον Χριστό μπορεί να έχουμε, όμως δεν έχουμε γνώση του Χριστού. Πίστη στον Χριστό έχει και ο διάβολος, και τα δαιμόνια ακόμα πιστεύουν, όμως γνώση Χριστού δεν έχουν, γι΄ αυτό και παραμένουν δαιμόνια. Αν έχουμε γνώση Χριστού τότε, μέσα από τα πνευματικά αγωνίσματα, πυρπολείται η καρδιά μας από τον πόθο και την φλόγα του θείου έρωτος.

Ο Άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος ήταν πολύ εγκρατής και ασκητικός. Όταν, σε νεαρή ηλικία, ευρίσκετο στο μοναστήρι των Φλαβιανών, πλησίον της Μουταλάσκης της Καππαδοκίας (προτού έλθει στην Αγία Γη), εργαζόταν στον κήπο της μονής, όπου ήταν το διακόνημά του. Είδε λοιπόν πάνω σε ένα δένδρο μήλα ωραία στη όψη και αφού έκοψε ένα μήλο, ετοιμαζόταν να το φάει προ της καθορισμένης ώρας του φαγητού. Αλλά αμέσως συνήλθε και επετίμησε τον εαυτόν του, αναλογιζόμενος ότι παρόμοια ήταν η πράξη που οδήγησε τον Αδάμ στην αμαρτία.

Είπε δε: «Ωραίος είναι, κατά την μορφήν, και καλός, κατά την βρώσιν, ο καρπός ο οποίος δια του Αδάμ με εθανάτωσεν, όταν αυτός προτίμησε από το νοητόν κάλλος, αυτό που του εφάνη ευχάριστον εις τους οφθαλμούς και έθεσε υπεράνω των πνευματικών απολαύσεων τον χορτασμόν της κοιλίας, της σαρκός, οπότε και ο θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμον. Λοιπόν, …ας μην αποκλίνω από το αγαθόν της εγκρατείας βαρυνόμενος από κάποιον ψυχικόν νυσταγμόν, διότι καθώς η ανθοφορία προηγείται κάθε καρποφορίας, ούτω και η εγκράτεια προηγείται των αγαθών έργων».

Λέγοντας αυτά τα λόγια έριψε το μήλο κάτω στη γη και το κατεπάτησε. Έβαλε δε κανόνα στον εαυτό του να μην φάει ποτέ μήλο στη ζωή του, μέχρι τον θάνατό του. Την νίκη του αυτήν, κατά της λαιμαργίας, ο Θεός την αντάμειψε δια του χαρίσματος της εγκρατείας. Έγινε δε θερμότερος στα έργα της μετανοίας και υπερέβη όλους τους μοναχούς κατά την ταπεινοφροσύνη, την υπακοή και τους κόπους της ασκήσεως υπέρ της ευσεβείας, εκεί στην μονή των Φλαβιανών που αριθμούσε 70 πατέρες.

Δια τούτον τον λόγο, όσοι υπαγόμεθα στην Λαύρα του Αγίου Σάββα, εκτός από την παντελή αποχή από το κρέας, δεν τρώμε ποτέ μήλο.

Ο μακαριστός γέροντάς μας ο π.Σεραφείμ, ηγούμενος της Λαύρας, ήταν τόσο αυστηρός και πιστός ποιητής των κανόνων, ώστε μία φορά που μας έφεραν δώρο στο Μετόχι της μονής, στους Ποιμένες, ένα ωραίο σετ φλυτζανιών του τσαγιού, δεν δέχτηκε να τα χρησιμοποιήσουμε, επειδή επάνω τους ήταν ζωγραφισμένα …μήλα!!!

Συνεχίζοντας λοιπόν για την άσκηση βλέπουμε ότι είναι ένα εκκλησιαστικό γεγονός. Είναι μια μορφή χριστιανικού αγώνα για την τελείωση και με μεγάλη ποικιλία στη μορφή και στις εκδηλώσεις της. Στην Αίγυπτο, την Καππαδοκία και στον Πόντο, οι αναχωρητές προτιμούσαν τον κοινοβιακό τρόπο ζωής, στην Παλαιστίνη τον λαυρεωτικό, ενώ στην Συρία και την Μεσοποταμία οι αναχωρητές προτιμούσαν τον ερημιτικό βίο.

Το κοινόβιο ήταν ο χώρος της δοκιμασίας των μοναχών για ένα μεγάλο ή μικρό χρονικό διάστημα, προτού να βγουν στην έρημο  -ως ελεύθερα πουλιά-  για να ακολουθήσουν τη δική τους μορφή πνευματικού αγώνα, ως έγκλειστοι, στυλίτες, κιονίτες, δενδρίτες, δια Χριστόν σαλοί, βοσκοί κ.λπ.

Στον Ορθόδοξο μοναχισμό της Συρίας και της Παλαιστίνης, είχαμε όχι μόνον όλες αυτές τις αυστηρές μορφές του ερημιτισμού, αλλά και τις λεγόμενες ασκητικές «ακρότητες» του ερημιτισμού. Πλήθος ασκητών έζησαν, είτε ως έγκλειστοι σε λάκκους, σε οπές της γης, σε σπηλιές  ή σε μικρούς οικίσκους, σε κουφάλες δένδρων ή και σε τάφους-μνήματα, στα βουνά, στα δάση ή στην έρημο, είτε ως ερημίτες χωρίς στέγη ή χωρίς άλλη μορφή προφύλαξης, μέσα στο κρύο, στη βροχή, στον παγετό, στο χιόνι ή μέσα στη ζέστη, στον καύσωνα, στους ανέμους, γυμνοί ή ντυμένοι με δέρματα ζώων ή με τρίχινα ενδύματα.

Σε κάποια μέρη της Συρίας κατοικούσαν για πολλά χρόνια στην κορυφή στύλων, κιόνων ή δένδρων, με σκοπό μέσα από αυτήν τη δύσκολη άσκηση να ανυψωθεί ο μοναχός από την γη στον ουρανό, από τα γήϊνα και μάταια στα επουράνια.

Στη Λαύρα του Αγίου Σάββα έζησε και διακόνησε για δέκα χρόνια ως μοναχός με διακόνημα εκκλησιαστικού (=κανδηλανάπτου) ο Άγιος Λάζαρος ο Γαλλησιώτης. Επειδή τον ανάγκασαν να λάβει το αξίωμα της ιερωσύνης, έφυγε και βρήκε τόπο κατάλληλο, ως εραστής της ησυχίας και αγωνιζόταν ανδρείως κατά των δαιμόνων. Κατόπιν έφυγε και πήγε στο Γαλλήσιον όρος της Μ.Ασίας, όπου ίδρυσε μοναστήρι και πλησίον του Ναού κατασκεύασε στύλο υψηλό, χωρίς στέγη και διέμενε εκεί αγωνιζόμενος. Παρακολουθούσε δε τις ακολουθίες από ένα άνοιγμα πάνω από το ψαλτήρι. Η διαμονή πάνω σε ένα στύλο δυσκόλευε τη συμμετοχή του στυλίτη στη λειτουργική ζωή. Σε πολλές περιπτώσεις η  Θεία Ευχαριστία ετελείτο στη βάση του στύλου και τη στιγμή της Θείας Κοινωνίας κατέβαινε το καλάθι του στυλίτη προσωρινά, για να ανέβει και πάλι με τον αγιασμένο άρτο και το κύπελλο με τον αγιασμένο οίνο. Πιο συχνά ανέβαινε, μέσα στο καλάθι, στην κορυφή του στύλου ο ίδιος ο ιερέας για να κοινωνήσει ο ίδιος τον στυλίτη.

Ο Άγιος Λάζαρος ο Γαλλησιώτης κατάφερε, μέσα από αυτήν την ασκητική ακρότητα, να αγιάσει και να προσελκύσει γύρω του 900 μοναχούς. Κατά την κοίμησή του, επειδή οι μοναχοί του θρηνούσαν την στέρησή του και το ότι δεν τους άφησε γραπτή παρακαταθήκη με νουθεσίες, αν και νεκρός, εσηκώθη και εκβαλών χαρτίον εκ του κόλπου του το έδωσε στους μοναχούς του και πάλιν έπεσε και εκοιμήθη. Μετέπειτα ο στύλος του οσίου θαυματουργούσε εις δόξαν Θεού.

Ένας άλλος όσιος, ο άγιος Θαλέλαιος, που τιμάται στις 27 Φεβρουαρίου, αγάπησε πολύ την ασκητική ζωή. Καταγόταν από την Κιλικία, όμως ήλθε στα Γάβαλα της Συρίας και δύο μίλια έξω από την πόλη ανέβηκε σε ένα λόφο, όπου υπήρχε ναός των ειδώλων και έκτισε εκεί μία μικρή καλύβα. Όταν είδαν τα δαιμόνια τον άγιο ασκητή, προσπάθησαν να τον τρομάξουν και να τον διώξουν, αλλά ματαίως, διότι εκείνα απελπίστηκαν και απομακρύνθηκαν στο τέλος. Ο όσιος κατόπιν σκέφτηκε άλλον τρόπο, πιο σκληρό, για να συνεχίσει την άθλησή του. Κατασκεύασε δύο μεγάλους τροχούς και τους ένωσε με αραιά σανίδια και, αφού μπήκε μέσα σε αυτό το κλουβί, ένωσε τα μεταξύ τους σανίδια και τα κάρφωσε. Κρέμασε δε αυτό το κατασκεύασμα στη μέση μιας σκαλωσιάς. Εκεί έμεινε κλεισμένος και κρεμασμένος για δέκα ολόκληρα χρόνια. Επειδή δε ήταν μεγαλόσωμος και δεν έφτανε το ύψος του κλουβιού για να σηκώσει το κεφάλι του, καθόταν πάντοτε σκυφτός και με το πρόσωπό του να ακουμπά στα γόνατά του, πάντοτε προσευχόμενος και μελετώντας το Ιερό Ευαγγέλιο.

Η τροφή αυτών των ασκητών ήταν πάρα πολύ απλοποιημένη, ο δε ύπνος τους μειωμένος στο ελάχιστο. Ζούσαν σε σκληρή άσκηση και πολλές φορές εντελώς άσιτοι (=χωρίς καθόλου τροφή) και για να μη σκανδαλίζονται οι υπόλοιποι από την υπερβολική τους αυστηρότητα (δηλαδή οι ασθενέστεροι των μοναχών) έφευγαν και κρυβόντουσαν στα πιο ερημικά, απομακρυσμένα και δύσβατα μέρη.

Η Οσία Μελάνη η Ρωμαία είναι η αγία που ίδρυσε το Μοναστήρι της Μεγάλης Παναγίας στα Ιεροσόλυμα, πλησίον του Πανιέρου Ναού της Αναστάσεως. Η αγία Μελάνη, αν και ήταν κόρη πλουσίων και επιφανών γονέων, ζούσε στη Ρώμη ζωή ασκητική, αποφεύγοντας ακόμα και να έλθει σε επαφή με το νερό. Η άσκησή της, σωματική και πνευματική, γινόταν μεγαλύτερη φορώντας τρίχινα ρούχα εξωτερικά, ενώ ήδη την είχαν παντρέψει οι γονείς της στα δεκατέσσερά της χρόνια και ήταν ήδη μητέρα. Είχε εντελώς παραμελήσει την εξωτερική της εμφάνιση. Ο νους της ήταν μονίμως στα ουράνια. Ενήστευε τρώγοντας σπάνια λίγο λάδι και δεν έπινε καθόλου κρασί. Αρχικά, έτρωγε μία φορά την ημέρα και αργότερα, κάθε δύο ή τρεις ημέρες.

Ήταν καλλιγράφος και ταχυγράφος και έγραφε βιβλία που, στη συνέχεια, τα προσέφερε για πνευματική ωφέλεια. Κοιμόταν ελάχιστα. Διάβαζε ολόκληρη την Αγία Γραφή τρεις φορές το έτος. Γνώριζε άπταιστα τόσο την ελληνική, όσο και την ιταλική γλώσσα.

Αφού πέθανε ο άνδρας της, τα παιδιά της και οι γονείς της επήγε στην πόλη Θαλαστή της Καρχηδόνας (αρχαία πόλη της Αφρικής, στη σημερινή Τυνησία), όπου έκτισε δύο μοναστήρια, για άνδρες και γυναίκες. Με την ηρεμία και την πραότητά της προσέλκυε πολλές νέες στο μοναστήρι, γινόμενη έτσι αλιεύς ψυχών. Έφτιαξε δε εκεί μία στενή ξύλινη κιβωτό, στην οποία έμενε και από μία μικρή θυρίδα άφηνε να βγαίνουν οι λόγοι της.

Όταν έκτισε στα Ιεροσόλυμα άλλη  μία μονή, με τη φήμη που είχε αποκτήσει πολλές γυναίκες, όχι μόνον ευσεβείς αλλά και άνομες, θέλησαν να φοιτήσουν στη μοναχική ζωή κοντά της. Εκεί, στο υπόγειο, υγρό κελί-ασκητήριό της που σώζεται μέχρι σήμερα, ζούσε με σιδηροφορία (ζωνόταν δηλαδή με σίδερα-αλυσίδες) για άσκηση και ζούσε σε φοβερή κακουχία, ενώ είχε συγκεντρώσει γύρω της εκατό μοναχές. Ποτέ της δεν θέλησε να γίνει ηγουμένη. Νουθετούσε τις αδελφές να φροντίζουν όχι μόνο το σώμα, αλλά και την ψυχή τους και να προσεύχονται χωρίς να βιάζονται να τελειώσουν και να έχουν θείο φόβο και σεβασμό. Πέθανε εκεί, στο υγρό κελί της, από πλευρίτιδα. Ακριβώς δίπλα ευρίσκεται και ο τάφος της.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος, ο εν τω Θαυμαστώ Όρει (ο μετέπειτα πιο διάσημος στυλίτης του 6ου  αιώνα), όταν έβλεπε κάποιον πτωχό χωρίς ρούχο, αμέσως έβγαζε το δικό του και του το έδινε και  «εκάθητο γυμνός τα πολλά του χειμώνος, θείας άνωθεν χάριτος περιβολή σκεπόμενος».

Ο άγιος  Αλύπιος ο Κιονίτης έζησε και αυτός 66 χρόνια πάνω σε ένα στύλο, με το να στέκει όρθιος πάντοτε «παλαίων με την φλόγα του ηλίου, με την χειμέρειον ψύχρα, με βίαν ανέμων, με βροχών και χιόνων δριμύτητα».  Είχε μεγάλη αγάπη για τον κόσμο, καταπράϋνε τις φιλονικίες και προσπαθούσε να συμβιβάσει τους εχθρούς. Έφθασε 100 ετών και τα τελευταία 14 χρόνια της ζωής του τα πέρασε ως   ημιπληγικός, γυρισμένος πάντοτε από τη μία πλευρά.

Ένας άλλος όσιος, ο άγιος Μάρκος ο Ασκητής, υπήρξε φιλόπονος και βαθύς μελετητής των Αγίων Γραφών. Έζησε μεταξύ του 4ου και του 5ου αιώνος. Για τη ζωή του δεν έχουμε πολλές πληροφορίες. Όμως από διαφόρους εκκλησιαστικούς συγγραφείς πληροφορούμεθα ότι διετέλεσε πρεσβύτερος και προϊστάμενος μοναστικής αδελφότητας κοντά στην Άγκυρα, λίγο μετά το 400 μ.Χ. Αργότερα, αποσύρθηκε στην έρημο της Γαλατίας (=Δυτικής Ευρώπης) για μεγαλύτερη ησυχία. Αν μελετήσει κάποιος τα έργα του, βλέπει εκεί καθαρά πώς αγωνίζεται ένας ασκητής μέσα στην εκκλησία. Ο άγιος Μάρκος ο Ασκητής γνωρίζει το πνεύμα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και διατυπώνει την εν Πνεύματι εμπειρία του με τόση σαφήνεια και πειστικότητα, που θα ήθελες τόσο πολύ να γίνει δάσκαλός σου στην πνευματική ζωή! Χωρίς να αφήσει το κλίμα της ησυχίας και τον χώρο της μοναστικής του βιωτής, διαβάζει, γράφει, νουθετεί, καθοδηγεί πνευματικά και κηρύττει τον Θείο λόγο. Νιώθεις έτσι ότι, κοντά στους Αγίους μας, γνωρίζεις τον Θεάνθρωπο Κύριο ως ιατρό και φωτισμό των ψυχών και των σωμάτων. Ο Άγιος Μάρκος προτρέπει στη γνώση του πνευματικού νόμου. Η μελέτη του πνευματικού νόμου γίνεται με την υπομονή των θλίψεων στη ζωή και την αμετεώριστο προσευχή. Η καθημερινότητα, που για τους πολλούς είναι αποπνικτική, γίνεται πηγή προσευχής και τόπος ασκήσεως της υπομονής με τις αθέλητες θλίψεις.

Ο Ιερός Χρυσόστομος συμβουλεύει και προτρέπει πως πρέπει, καθημερινά, να γυμνάζουμε τον εαυτό μας με άσκηση, δηλαδή με νηστείες και σκληραγωγίες, με απλό φαγητό και λιτό τραπέζι, αποφεύγοντας παντού και πάντοτε την πολυτέλεια. Διαφορετικά, λέει, είναι αδύνατον να ευαρεστήσουμε τον Κύριο. Χαρακτηρίζει την «άνεση» στη ζωή μας χειρότερη και από αυτόν τον φοβερό διωγμό. Γιατί, η μεν άνεση αποχαυνώνει και ναρκώνει την ψυχή, ο δε διωγμός την αφυπνίζει και την στρέφει στον Θεό.

Ό,τι ισχύει για την άνεση, ισχύει και για την γαστριμαργία. Δεν μπορείς, ισχυρίζεται, να κάνεις τον πνευματικό άνθρωπο και την ίδια στιγμή να σκας από την πολυφαγία και την πολυποσία.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφοντας προς την μοναχή Ξένη, την προτρέπει στην άσκηση, λέγοντάς της «… μείνε μακριά από την άνεση, την απόλαυση και την καλοπέραση, διότι όλα αυτά γεννούν την αναλγησία, την πώρωση και την σκληρότητα της καρδιάς».

Κανένας πνευματικός άνθρωπος δεν είναι φιλάργυρος, φιλήδονος και φίλαρχος. Όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι ήσαν και είναι αφιλάργυροι, ελεήμονες, μεγάλοι νηστευτές και αποφεύγουν την δόξα, τα αξιώματα και τις πρωτοκαθεδρίες. Γνώρισμα της αληθινής ευσέβειας είναι η προσπάθεια, ο αγώνας που κάνει ο χριστιανός προκειμένου να αποκοπεί από τα «τερπνά» του κόσμου τούτου. Όποιος αγαπά και κυνηγά την ανάπαυση, στερείται αληθινής ευσεβείας.

Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει: «…μην θεωρείς αληθινά ενάρετον αυτόν που είναι ¨δεμένος¨ με την αγάπη της παρούσης ζωής». Γι αυτό και ο Μέγας Αντώνιος αναφέρει ότι πρώτη αρετή του ανθρώπου είναι η περιφρόνηση του σώματος.

Η νηστεία είναι το πρώτο και μεγάλο άλμα προς την καταφρόνηση του σώματος, της γήϊνης, της κοσμικής ζωής. Κανένας άγιος δεν ήταν γαστρίμαργος και λαίμαργος. Με όπλο την νηστεία και το κομποσχοίνι πολεμούσαν μέχρι θανάτου την φιληδονία. Η Υπεραγία Θεοτόκος νήστευε αυστηρά. Ο Τίμιος Πρόδρομος ζούσε με ακρίδες (=άκρες βοτάνων) και άγριο μέλι. Ο απ. Παύλος «εν λιμώ, εν δίψη, εν νηστείαις πολλάκις» (Β΄ Κορ. 11:27). Ο απ. Πέτρος ζούσε με ελιές σε άλμη και λάχανα. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ζούσε με χυλό από βρώμη (=δημητριακό). Μερικοί μάλιστα άγιοι αγωνίζονταν με ακραίους τρόπους, ώστε προκαλούσαν «σκάνδαλο». Ουδέποτε λ.χ. κατέλυσαν λάδι στη ζωή τους.

Η σκληρότητα στη ζωή μας για την αγάπη του Χριστού φέρνει στην καρδιά μας την τρυφεράδα του Ιησού. Οι θείες ηδονές γεννιούνται από τις σωματικές οδύνες. Οι Πατέρες έδωσαν αίμα ψυχής και έλαβαν πνεύμα. Με ιδρώτα και κόπο έλαβαν την Χάρη. Πέταξαν τον εαυτό τους και τον βρήκαν στα χέρια του Θεού. Όσο κάθεται κανείς, τόσο χαλαρώνει. Όσο εργάζεται, τόσο δυναμώνει.

Στον Άθωνα, στο Άγιον Όρος, υπάρχουν άγιοι γέροντες που χαίρονται από την κακοπάθεια, και μέσα από αυτήν την σωματική κακοπάθεια έρχεται η ψυχική και πνευματική πρόοδος. Χρειάζεται αυταπάρνηση. Δεν γίνεται χωρίς κόπο να αποκτήσουμε αγιότητα.

Επειδή υπάγομαι στην Λαύρα του Αγίου Σάββα, όπου έγινα μεγαλόσχημος μοναχός και ιεροδιάκονος, θα ήθελα να τελειώσω την ομιλία μου με λίγα λόγια για αυτό το μοναστήρι της Παλαιστίνης, της Ιουδαϊκής ερήμου που αποτελεί πρότυπο εφησυχασμού και ασκήσεως, σώματος και ψυχής, για αιώνες τώρα. Η Αδελφότητα των Σαββαϊτών είναι το «προκεχωρημένο φυλάκιο» της Ορθοδόξου Πίστεώς μας στους Αγίους Τόπους και στον κόσμο ολόκληρο. Είναι πάντοτε υπό την υψηλήν εποπτείαν του εκάστοτε Πατριάρχου Ιεροσολύμων που τυπικά θεωρείται, τιμής ένεκεν, ηγούμενος της Λαύρας. Η αδελφότητα των Σαββαϊτών Πατέρων διάγει βίον αυστηρότατον και λειτουργεί στηριζομένη απόλυτα στις εντολές και υποδείξεις του Αγίου Σάββα.

Μία μόνο φορά την ημέρα υπάρχει κοινή τράπεζα, εκτός Σαββάτου, Κυριακής και μεγάλων δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών, οπότε υπάρχει και δευτέρα τράπεζα, μετά τον Εσπερινόν. Οι νηστείες γίνονται με πάσαν ακρίβειαν.

Το 24ωρο της ζωής των μοναχών υπολογίζεται σύμφωνα με την βυζαντινή ώρα, η οποία ρυθμίζεται έτσι ώστε η δύσις του ηλίου να συμπίπτει με την δωδεκάτην ώραν και η οποία μεταβάλλεται αναλόγως της πορείας του ηλίου και των εποχών του χρόνου. Το ημερονύκτιον χωρίζεται σε 3 οκτάωρα που είναι αφιερωμένα στην προσευχή, στα διακονήματα και στην ανάπαυση.

Οι μοναχοί υποχρεούνται να παρευρίσκονται σε όλες τις κοινές προσευχές-ακολουθίες. Οι μεγαλόσχημοι μοναχοί τελούν καθημερινώς, στο κελί τους 300 εδαφιαίες μετάνοιες (ή κοινώς στρωτές) και 24 «κατοστάρια» κομβοσχοίνια.

Ο κανόνας των μοναχών ρυθμίζεται από τον πνευματικό της Λαύρας και είναι ανάλογος της ηλικίας και των διακονημάτων εκάστου. Τα διακονήματα, εργασίες και υποχρεώσεις των μοναχών, είναι εντός και εκτός του μοναστηριού, της Λαύρας, όπως του Σκευοφύλακα, του Οικονόμου, του Τυπικάρη, του Εκκλησιαστικού, του Βιβλιοφύλακα, του Αρχοντάρη, του Πορτάρη (=θυρωρού), του Τραπεζάρη, του Προσφοράρη, του Φούρναρη, του Μαγείρου, του Γραμματέως, του Παραηγουμένου, του Οδηγού (του αυτοκινήτου της μονής) και των βοηθών αυτών.

Αρκετοί πατέρες της Λαύρας κρατούν την λεγόμενη «αλουσία» (=όχι λούσιμο των μαλλιών και όχι μπάνιο), ως άσκηση. Επίσης, σύμφωνα με τα όσα εθέσπισεν ο Άγιος Σάββας, απαγορεύεται οι μοναχοί της Λαύρας να διατηρούν φιλίες ή να κάνουν επισκέψεις, να έχουν αλληλογραφία, να κάνουν ταξίδια άνευ λόγου και ευλογίας. Απαγορεύεται να γίνονται ανάδοχοι σε βαπτίσεις, διότι αν ο καλόγηρος γίνεται αίτιος σκανδάλου, όχι μόνον για την Λαύρα, όχι μόνον για τους χριστιανούς, αλλά και για τους αλλοδόξους και αλλοθρήσκους, …τότε πρέπει απαραιτήτως να αποκόπτεται και να απομακρύνεται από την αδελφότητα.

Η μονή αυτή προσφέρεται για άσκηση, τάξη και πειθαρχία, διότι ευρίσκεται μέσα στην καρδιά της ερήμου, οπότε ούτε νερό υπάρχει άφθονο, ούτε ηλεκτρικό, ούτε δίκτυο για τηλέφωνα και ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Η θερμοκρασία το καλοκαίρι, υπό σκιάν, φθάνει τους 40ο – 45ο βαθμούς Κελσίου. Ο χειμώνας είναι ήπιος, αλλά αν κάνει λίγο κρύο θέρμανση δεν υπάρχει, ούτε στο καθολικό, ούτε στους υπολοίπους ναούς και παρεκκλήσια της μονής, ούτε στα κελιά των πατέρων, ούτε σε άλλους χώρους της μονής.

Η πνευματική και ασκητική ζωή της Λαύρας αυτής, καθώς και η ποικίλη αυτής συνεισφορά στην αντιμετώπιση προβλημάτων των Αγιοταφιτών πατέρων, του Ορθοδόξου αραβοφώνου ποιμνίου μας και των ευλαβών προσκυνητών των Αγίων Τόπων, δύναται και σήμερον να επαληθεύσει την, προ αιώνων, γενομένην διαπίστωσιν ότι: «Όπως η Ιερουσαλήμ είναι η βασίλισσα πασών των πόλεων, ούτω και η Λαύρα του Ηγιασμένου Σάββα είναι η πριγκήπισσα πασών των ερήμων, και καθ΄όσον η Ιερουσαλήμ είναι το πρότυπον άλλων πόλεων, τοσούτον και ο Άγιος Σάββας (η μονή του) το παράδειγμα δι΄άλλας μονάς».

Η τόση άσκηση των πατέρων στη Λαύρα του Αγίου Σάββα κάνει τα σώματά τους να είναι ευλύγιστα, μετά την κοίμησή τους. Όταν δε εναποθέτονται επάνω σε πέτρινες πλάκες, και όχι στο χώμα, μέσα στο υπόγειο  -ως κατακόμβη- κοιμητήριο της μονής, εκεί με την πάροδο του χρόνου έρχονται σε αποσύνθεση, χωρίς όμως να μυρίζουν και χωρίς να σκουληκιάζουν, αλλά λιώνουν όπως λιώνει το κερί και ευωδιάζουν όπως ευωδιάζει το θυμίαμα.

Ο αυστηρός αγώνας άσκησης, η αυτοεγκατάλειψη, η πλήρης εξουθένωση και ο εκμηδενισμός των μοναχών θεωρήθηκε από πολλούς αγίους ισότιμη με το μαρτύριο. Όλα αυτά τα φαινόμενα ακραίας μοναχικής άσκησης, όλα αυτά τα φαινόμενα και οι διαστάσεις ενός, υπερβολικής αυστηρότητας, πνευματικού αγώνα που προελέχθησαν, όπως είναι η ορθοστασία, τα φορτία με αλυσίδες, τα σιδερένια δεσμά, ο εγκλεισμός, η αυτοφυλάκιση, η δια βίου σιωπή και διακονία, η άρνηση κάθε είδους εκπολιτισμένης ζωής μέσα σε μία γενική στέρηση -στην απόλυτη μορφή της- γίνονται με σκοπό την θέωση, τον αγιασμό, την αγάπη προς τον Θεό, τον Θείο Έρωτα προς τον Κύριο ημών Ιησού Χριστόν και την απόλαυση της ζωής  της εν τω Παραδείσω και των Επουρανίων αγαθών, με την θέα του Παναγίου Προσώπου Του.

Αμήν, γένοιτο.

 

Πηγή υλικού

Αρχιμ. Ιγνάτιος, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Ποιμένων, Εισήγηση που εκφωνήθηκε στη Διεθνή Ορθόδοξη Συνάντηση Ηγουμένων, Μοναχών και Μοναζουσών της Πολωνίας, που έλαβε χώρα στην Ανδρώα Ιερά Μονή του Αγίου Ονουφρίου του Αιγυπτίου στο χωριό Γιαμπλέτσνα το Σεπτέμβριο 2011

 

Επιλογή υλικού

Αικατερίνη Διαμαντοπούλου, Υπεύθυνη υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων 




ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
Powered by active³ CMS - 26/04/2024 11:28:24 μμ