Η σύναξις των προστάτων και εφόρων της νήσου Λευκάδος Αγίων

Από τον προσεχή Αύγουστο 2011 μια νέα εκκλησιαστική πανήγυρη εισάγεται στο τοπικό μας εορτολόγιο. Στο εξής, κάθε πρώτη Κυριακή μετά την 15η Αυγούστου η τοπική μας Εκκλησία θα τιμά με έναν κοινό εορτασμό το σύνολο των Αγίων, τους οποίους ο «χριστώνυμος λαός της νήσου Λευκάδος» αναγνωρίζει διαχρονικά ως ευεργέτες του σε δύσκολες στιγμές και μεσίτες υπέρ του στο Θρόνο της Χάριτος.

Από την πρώτη στιγμή που ο «Ήλιος της Δικαιοσύνης» ανέτειλε και στη Λευκάδα, θερμαίνοντας τις καρδιές των πρώην ειδωλολατρών κατοίκων της και διαλύοντας τα σκοτάδια της πλάνης, η Χάρη του Θεού δεν εγκατέλειψε το νησί. Στις δυσοίωνες, πολλές φορές, ιστορικές συγκυρίες, όταν τα κύματα των λοιμικών νόσων, των εχθρικών επιδρομών, των αιρέσεων και της πλάνης απειλούσαν να καταποντίσουν το ιερώτατο σκάφος της τοπικής μας Εκκλησίας και αύτανδρο το νησί, ως άγκυρα «ασφαλής και βέβαια» πρόβαλλε η πίστη στον Χριστό, τον απλανή Κυβερνήτη. Ως πηγές ελπίδας και παρηγοριάς φωτίζουν το πέλαγος του καθ’ ημέραν βίου, προσωπικού και συλλογικού, οι αγιασμένες μορφές των Αγίων μας, που ετάχθησαν φάροι τηλαυγείς μεσοπέλαγα, να προφυλάσσουν τους πιστούς από τα «χαλεπά κλυδώνια» των δοκιμασιών.

Καθιερώνοντας τη νέα αυτή εορτή η τοπική μας Εκκλησία, με επικεφαλής τον Σεβασμιώτατο Ποιμενάρχη μας π. Θεόφιλο, μιμείται τον ευγνώμονα Σμαρείτη λεπρό του κατά Λουκάν Ευαγγελίου, ο οποίος επέστρεψε για να αποδώσει την οφειλόμενη ευχαριστία στον Ευεργέτη Του.

Πέρα όμως από τη θέσπιση της κοινής αυτής εορτής των Αγίων που, ούτως ή άλλως, μεμονωμένα τιμώνται και εν γένει συνδέονται με το νησί μας, τη συστηματοποίηση της τιμής τους βοηθούν:

Α) η έκδοση τόμου ιερών ακολουθιών, με τίτλο «Λειμωνάριον Λευκάδος και Ιθάκης», από το Πνευματικό Κέντρο της Ενορίας μας, και

Β) η αγιογράφηση της κοινής ιεράς εικόνας των Αγίων, με την επωνυμία «Οι Άγιοι της νήσου Λευκάδος», έργο των αδελφών της Ι. Μονής Παναχράντου Μεγάρων(του παλαιού ημερολογίου), με ευθύνη και δαπάνη της Ενορίας μας, η οποία θα τεθεί μόνιμα για να την ασπάζονται τιμητικά οι πιστοί σε ειδικό προσκυνητάρι, στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό της Ευαγγελιστρίας.

Πρόκειται για μια πρωτότυπη αγιογραφική σύνθεση και ταυτόχρονα για ένα εξαιρετικό εικαστικό έργο. Χωρίς να αφίσταται από τους κανόνες της Ορθόδοξης αγιογραφίας, αποτυπώνει τις μορφές των Αγίων μας με ζωντανά χρώματα και γλυκιές (όχι γλυκερές) όψεις. Τις συνδυάζει ακόμη με την αποτύπωση προσκυνηματικών τόπων και ιστορικών στιγμών της αγιολογίας και της εκκλησιαστικής ιστορίας του νησιού μας. Το στιλβωτό χρυσό φόντο αισθητοποιεί την υπερουράνια λαμπρότητα, της οποίας μέτοχοι είναι οι Άγιοι μας.

Περιγράφοντας την εικόνα αυτή επιχειρούμε να προσεγγίσουμε συνοπτικά τις αγιασμένες μορφές που θα τιμώνται στο εξής από κοινού, όπως προαναφέραμε:

Στο κέντρο της εικόνας δεσπόζει η παράσταση της Παναγίας της Φανερωμένης, πολιούχου της νήσου Λευκάδος. Ως Βασίλισσα Ουρανού και γης η Θεοτόκος, κάθεται σε ψηλό θρόνο και κρατάει στα γόνατα Της, ως Θεομάνα, τον Ποιητή του κόσμου. Δεξιά κα αριστερά, απονέμουν προσκυνήματα στον Κύριο και την Παναγία Μητέρα Του («σεβίζουν») δύο «Άγγελοι Κυρίου», όπως αναγράφεται στα φωτοστέφανα τους.

Λίγο πιο κάτω, στέκεται όρθια η πολιούχος της πόλης της Λευκάδας, Αγία μεγαλομάρτυς Μαύρα και, με τα χέρια υψωμένα ικετευτικά, παρακαλεί τον Κύριο για την πόλη που της εμπιστεύθηκε να προστατεύει.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο θρόνος της Θεομήτορος, ως προστάτιδος και εφόρου του νησιού, στην εικόνα εμφανίζεται να εδράζεται πάνω στα λευκαδίτικα βουνά, ενώ τα πόδια της Αγίας Μαύρας, πολιούχου της πόλεως ειδικότερα, στηρίζονται πάνω στην πόλη της Αμαξικής ή Αγίας Μαύρας, της σημερινής πόλης της Λευκάδας δηλαδή.

Στα αριστερά του θεατή και δεξιά της Παναγίας, στην πρώτη σειρά, φαίνεται να απονέμει σέβη και να ικετεύει τον Χριστό ο φωτιστής του νησιού μας και ολόκληρου σχεδόν του πρώην «εθνικού» κόσμου, ο Άγιος Απόστολος Παύλος. Συμπαραστάτες και στη δέηση αυτή έχει τους δύο «συνεργούς» του στον ευαγγελισμό των «εθνών», Αγίους Αποστόλους Ακύλα και Ηρωδίωνα.

Στην απέναντι πλευρά οριζοντίως, δεξιά του θεατή, παρακαλούν όρθιοι τον Κύριο οι «διάδοχοι των Αποστόλων», οι τέσσερις πρώτοι γνωστοί επίσκοποι Λευκάδος: ο συνοδός του Αγ. Ηρωδίωνα, Άγιος Σωσίων, πρώτος επίσκοπος Λευκάδος και τρείς επίσκοποι Λευκάδος, οι οποίοι ορθοτόμησαν τον Λόγο της Αληθείας σε ισάριθμες Οικουμενικές Συνόδους: ο Άγιος Αγάθαρχος της Α΄, ο Άγιος Ζαχαρίας της Β΄ και ο Άγιος Πελάγιος της Στ’ Οικουμενικής Συνόδου.

Στην ίδια πλευρά της εικόνας, πίσω από τους Αγίους Επισκόπους του νησιού μας, εικονίζονται οι πέντε ανώνυμοι Άγιοι Θεοφόροι Πατέρες της Α’ εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι ακολούθησαν τον Άγιο Αγάθαρχο κατά την επιστροφή του από τη Σύνοδο εκείνη στο νησί και την ιερά επαρχία του. Μόνο ο Θεός γνωρίζει τα ονόματα τους. Εμείς πληροφορούμαστε μόνο από την παράδοση ότι δύο εξ αυτών μόνασαν στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η Ι. Μονή Φανερωμένης και οι άλλοι τρείς στο ομώνυμο τους ιερό Ησυχαστήριο, στην περιοχή του Αλεξάνδρου. Κατέχουν παρά ταύτα ξεχωριστή θέση στην ευλάβεια των Λευκαδιτών. Από το μνήμα του ενός εξ αυτών μάλιστα αναβλύζει ολοχρονίς αγίασμα, με αμείωτη τη στάθμη του.

Ακόμη, στα αριστερά του θεατή απεικονίζεται πέντε Άγιοι Επίσκοποι που συνδέονται με το νησί: ο Άγιος Νικόλαος, επίσκοπος Μύρων της Λυκίας και ο Άγιος Δονάτος, επίσκοπος Ευροίας, των οποίων τα σκηνώματα πέρασαν από το νησί, καθώς οι αρπαγές των τιμαλφών και των οσίων της Ορθόδοξης Ανατολής Σταυροφόρου τα μετέφεραν προς τη Δύση (το μεν στο Μπάρι, το δε στη Βενετία), ο Άγιος Βησσαρίων, μητροπολίτης Λαρίσης, ο οποίος θαυματουργικά απάλλαξε το νησί από την πανώλη το 1743, μετά την μετακόμιση της «Αγίας Κάρας» του, ο Άγιος Διονύσιος, αρχιεπίσκοπος Αιγίνης, ο γόνος και πολιούχος της Ζακύνθου, που διέσωσε το νησί από τον φοβερό σεισμό της 16ης προς 17η Δεκεμβρίου 1869, ανήμερα της μνήμης του, ο Άγιος Νικήτας μητροπολίτης Χαλκηδόνος, τέλος, σπουδαία πατερική μορφή από την εποχή της Εικονομαχίας, του οποίου η ιερά εικόνα θαυματουργικά βρέθηκε στο χωριό (απόκρημνη ακτή τότε) που σήμερα φέρει το όνομα του και τον τιμά ως προστάτη του.

Στην ίδια πλευρά της εικόνας η αγιογράφος μοναχή παρέστησε ακόμη με τον χρωστήρα της τον Άγιο νέο Ιερομάρτυρα και Ισαπόστολο Κοσμά τον Αιτωλό, ο οποίος πέρασε από την ενετοκρατούμενη Λευκάδα λίγο πριν το μαρτυρικό του τέλος, τον Όσιο Λουκά τον εν Στειρίω, αυτόν τον τηλαυγή φάρο της βυζαντινής Ελλάδος (σημ. Βοιωτίας) του 10ου αι., του οποίου το λείψανο πέρασε από τη Λευκάδα τον 15ο αι. τον Όσιο Γεράσιμο, το Νέο Ασκητή, τον εν Κεφαλληνία, στον οποίο πιθανώτατα οι Λευκαδίτες απέδωσαν τη σωτηρία τους από την φοβερά απειλητική πολιορκία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων το 1807, ανήμερα της ανακομιδής του ι. σκηνώματος του, έναν νέο, Ρώσο στην καταγωγή, Άγιο της Εκκλησίας μας, τον Όσιο Θεόδωρο Ουσακώφ, τον οποίο η Λευκάδα και τα υπόλοιπα Επτάνησα γνώρισαν ως ναύαρχο του Ρωσικού στόλου και ισχυρό άνδρα της Ρωσοτουρκικής συμμαχίας που απελευθέρωσε τα νησιά από τους «Δημοκρατικούς Γάλλους» το 1799, εγκαταβίωσε όμως στη μονή Σαναξαρίου της Ουκρανίας μετά από την αποστρατεία του και είχε τέλη οσιακά.

Στην απέναντι πλευρά της εικόνας, δεξιά της 11ης Νοεμβρίου –οι Άγιοι Μηνάς Βίκτωρ και Βικέντιος- οι οποίοι εμαρτύρησαν μεν σε διαφορετικό τόπο και χρόνο, διέσωσαν όμως από κοινού τη Λευκάδα από την «φοβερά του σεισμού απειλή» στις 11.11.1704, κατά τη μαρτυρία κατοίκων της πόλεως, αλλά και του τότε Ενετού Ανώτερου Προπονητή Λευκάδας. Πίσω από αυτούς, δυο γυναίκες μάρτυρες των πρώτων χριστιανικών αιώνων: η Αγία Βαρβάρα, που απάλλαξε το νησί από την ασθένεια της «ευλογιάς» το 1922 και η Αγία Κυριακή, της οποίας το εικόνισμα βρέθηκε με θαυμαστό τρόπο ανάμεσα στα βράχια της ακτής στη χερσόνησο Γένι, απέναντι από το σημερινό Νυδρί.

Διαπιστώνει κανείς πως η Λευκάδα δεν ευμοίρησε να διαθέτει κάποιον επώνυμο, πασίγνωστο Άγιο ή να φιλοξενεί κάποιο άφθαρτο σκήνωμα, όπως τα υπόλοιπα Επτάνησα, δεν υστερεί όμως σε χάρη και ευλογία από τον Θεό και δε μένει ατείχιστη απέναντι στις προσβολές των ορατών και αοράτων εχθρών.

Η αγιότητα όμως δεν είναι υπόθεση των αγιολογικών δέλτων και των συναξαρίων μόνο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν «αγιοποιεί», δεν κατασκευάζει Αγίους, αλλά με την κεκανονισμένη διαδικασία της έκδοσης Πατριαρχικών Πράξεων, με τις ιερές ακολουθίες, με τα εικονίσματα κ.α. τρόπους διακηρύσσει απλώς αυτό που η συνείδηση του πληρώματος της, κλήρου και λαού, έχει προηγουμένως συνειδητοποιήσει- αφού είναι συνήθως η «αγιότης μαρτυρουμένη» με θαυμαστά σημεία- και αναγνωρίσει: ότι κάποια μέλη Της έγιναν «ευάρεστα τω Θεώ» για τον πνευματικό τους αγώνα ή έστω για την ολόθυμη μετάνοια τους την ύστατη στιγμή (όπως ο Ληστής πάνω στο Σταυρό) και αξιώθηκαν να κοινωνούν της Θεότητός Του στη Βασιλεία Του, «εις τους αιώνες των αιώνων».

Οι άνθρωποι, λοιπόν, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τα εκατομμύρια ονόματα «των απ’ αιώνος Θεώ ευαρεστησάντων», που εξεμέτρησαν το ζήν «εν οσιότητι και δικαιοσύνη» είτε « εν όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαις της γης» είτε δια του μαρτυρίου του αίματος ή της συνειδήσεως είτε ακόμη και με το σιωπηλό μαρτύριο της αφάνειας, δίπλα μας, ταπεινά και αθόρυβα, στην πόλη και στη γειτονιά μας, «τον ονειδισμόν του Χριστού φέροντες»

Για τον Χριστιανό ισχύει το «ούχ ο τόπος, αλλ’ ο τρόπος». Δεν χρειάζεται να καταφύγουν όλοι σε ασκητήρια ή μονές για να σωθούν, μακριά από τον «κόσμο». Φτάνει να θυμηθούμε τον φτωχό, ταπεινό μπαλωματή που συνάντησε μέσα στην πολύβουη Αλεξάνδρεια ο μέγας ασκητής και «καθηγητής της ερήμου», Όσιος Αντώνιος και ένοιωσε να υστερούν οι ασκητικοί του κάματοι μπροστά στην ταπείνωση του άσημου «σκυτοτόμου». Επίσης, ας φέρουμε στο νου την άτεκνη Κουμπή, στον παπαδιαμαντικό «Γάμο του Καραχμέτη», που υπέστη μύριες όσες κακοπάθειες και προσβολές απ’ το σύζυγο της για την ατυχία της, αλλά υπέμεινε καρτερικά την προσβολή του χωρισμού, τη συμβίωση με τη νέα σύζυγο κάτω απ΄ την ίδια στέγη και την ανατροφή των παιδιών του, για να βρεθούν τα λείψανα της μετά την καθιερωμένη ανακομιδή, τρία χρόνια απ’ την κοίμηση της, στο χώμα του κεχριμπαριού εις ένδειξιν οσιότητος και αγιασμού.

Αλλά και πόσες ευλαβείς και ταπεινές υπάρξεις δεν πέρασαν δίπλα μας, «αλαφροπατώντας», με πέρασμα σιγανό και ταπεινό απ’ τις γειτονιές, τις ενορίες μας ή τα παλαίφατα μοναστήρια και τα ταπεινά μονύδρια του νησιού μας… Ο καθένας, λοιπόν, δίνει τον αγώνα του «εφ’ ω ετάχθη» , με ξεκάθαρο τον στόχο του αγιασμού και αδιάκοπη λαχτάρα την μίμηση της ζωής του Χριστού, το βάδισμα στα ίχνη Του.

Αντιπροσωπεύοντας όλες αυτές τις αφανείς οσιακές μορφές, στο πάνω μέρος της εικόνας, και στα δεξιά και στα αριστερά, απεικονίσθηκαν οι κορυφές μερικών κεφαλών, εστεμμένων με φωτοστέφανα, χωρίς να φαίνονται τα πρόσωπα ή να υπάρχει επιγραφή. Τα ονόματα τους «μόνος Θεός γιγνώσκει» και είναι γραμμένα ανεξίτηλα «εν βίβλω ζωής».

Στη βάση της εικόνας, με νατουραλιστικό σχεδόν τρόπο και με τη χρήση φωτογραφιών-προτύπων, αποτυπώθηκε η πόλη της Λευκάδας με τους σημαντικότερους ιερούς τόπους του λευκαδίτικου αγιολογίου: την Ιερά Μονή Φανερωμένης, όπου φυλάσσεται η πάντιμη εικόνα της Κυράς του νησιού, συνέτριψαν οι Άγιοι Ηρωδίων και Σωσίων το ξόανο της «θεάς» Αρτέμιδος της Λευκαδίας, όπου εγκαταβίωσαν οι δυο εκ των  πέντε Θεοφόρων Πατέρων, όπως είπαμε, το Ιερό Ησυχαστήριο των (υπολοίπων τριών) Αγίων Πατέρων, το σπηλαιώδες εξωκλήσι του Αη- Γιάννη του Αντούση, στην ομώνυμη βορειοδυτική παραλία της πόλεως και, τέλος, καλλιτεχνική αδεία ενωμένο με το νησί της Λευκάδας, «το εν Λευκάδι φρούριον της Αγίας Μαύρας», με τον φερώνυμο της Αγίας ναό.

Επίσης, στη θάλασσα που απλώνεται στο κατώτερο μέρος της εικόνας, απεικονίζονται δύο πλεούμενα με πάνσεπτα «φορτία». Στο ένα, εξ αριστερών, επιβαίνει ο Απόστολος Παύλος με τους «εν Κυρίω συνεργούς» του, Αποστόλους Ακύλα και Ηρωδίωνα και τον Άγιο Σωσίωνα, πρώτο επίσκοπο Λευκάδος. Μοιάζει να είναι «η ναύς (το πλοίο) της Εκκλησίας», που κατευθύνεται για να προσορμισθεί στα φιλόξενα, όπως αποδείχθηκε, ακρογιάλια των λευκαδίτικων ψυχών. Στο δεύτερο, στα δεξιά μας, απεικονίζεται μια σπουδαία και κομβικής, για την τοπική μας εκκλησιαστική ιστορία, σημασίας μορφή, η Ρωμηά βασίλισσα των Σέρβων Ελένη Παλαιολογίνα- Βράνκοβιτς, με το συνοδό της, ιστορικό της Αλώσεως, Γεώργιο Φραντζή και τη θυγατέρα της, Μηλίτσα, που πηγαίνει ως υποψήφια νύφη στο νησί. Η βασίλισσα Ελένη, που συνέβαλε στην οικοδόμηση μονών και ναών στη Λευκάδα, με τη στήριξη του γαμπρού της, ηγεμόνα του νησιού, Λεονάρδου Γ’ Τόκκου, κρατάει στα χέρια της την εικόνα της Αγίας Μαύρας, η οποία διέσωσε το πλεούμενο και τη βασιλική συνοδεία από καταποντισμό.

Ευελπιστούμε ότι η εικόνα αυτή, που προβάλλει με τέτοια αξιοζήλευτη ενάργεια τους μόνους αλάνθαστους οδοδείκτες μας προς την όντως Ζωή, τους Αγίους του τόπου μας, θα μας βοηθήσει να προσανατολιστούμε και πάλι προς το σωτήριο, αλλά- φεύ!- τόσο λησμονημένο στις μέρες μας, όραμα της αγιότητας.    

 

Κείμενο: Διάκονος Ιωαννίσκος Ζαμπέλης

 

Επιλογή υλικού

Αικατερίνη Διαμαντοπούλου, Υπεύθυνη υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων

 




ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
Powered by active³ CMS - 18/04/2024 5:58:24 πμ