«Όσιε Πάτερ, Θεοφόρε Θεοδόσιε, ευρούσα ως επόθει την καθαράν σου ψυχήν, του Πνεύματος η Χάρις του Παναγίου, σοι ενεσκήνωσεν ως άχραντον φως, ου τη ενεργεία φαιδρώς ηγλαϊσμένος, Χριστόν απαύστως δοξολογείς, τον εν δυσί ταις ουσίαις ένα Υιόν, τον βαπτιζόμενον χειρί τη του Προδρόμου και μαρτυρούμενον τω φωνή τη πατρώα. Αυτόν ικέτευε, Αυτόν δυσώπει, Όσιε, δωρηθήναι τη Οικουμένη ομόνοιαν, ειρήνην και μέγα έλεος».
Αγαπητοί μου αδελφοί, ευσεβείς Χριστιανοί,
ευλαβείς προσκυνηταί,
Η σωτήριος Χάρις του επιφανέντος Θεού και Σωτήρος ημών Χριστού, εν τω Ιορδάνη ποταμώ, συνήγαγεν ημάς εις τον ιερόν τούτον τόπον της ασκήσεως του σήμερον εορταζομένου και τιμωμένου Οσίου Πατρός ημών Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, δια να δοξολογήσωμεν και ευχαριστήσωμεν τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν.
Το μυστήριον της θείας Οικονομίας, αγαπητοί μου, απεκαλύφθη σκιωδώς εις το όρος Σινά εις τον Προφήτην Μωϋσέα, εφανερώθη σαρκικώς και σωματικώς εν τω προσώπω του Θεανθρώπου Χριστού δια των αγνών αιμάτων της Αειπαρθένου Μαρίας εις το Σπήλαιον της Βηθλεέμ. Εγνώσθη δε το πλήρωμα πάσης δικαιοσύνης δια του Βαπτίσματος του Χριστού υπό Ιωάννου εις τον Ιορδάνην ποταμόν, ένθα εχαρίσθη εις ημάς τους ανθρώπους η Βασιλεία των Ουρανών δια της του ύδατος ανακαινίσεως και αναπλάσεως της εκ της αμαρτίας παλαιωθείσης ανθρωπίνης ημών φύσεως.
Του μυστηρίου τούτου της θείας Οικονομίας μέτοχος και κοινωνός εγένετο ο Όσιος Πατήρ ημών Θεοδόσιος δια της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, το οποίον ενεσκήνωσεν εις την καθαράν αυτού ψυχήν ως άχραντον φως. Το φως δε τούτο είναι το φως του Χριστού, το φως το απρόσιτον, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον. Τούτο ακριβώς το φως έλαμψεν εις τον Ιορδάνην ποταμόν.
«Θεοφανείας ο καιρός», αναφωνεί ο υμνωδός της Εκκλησίας, «Χριστός επέφανεν ημίν, εν Ιορδάνη ποταμώ, δεύτε αντλήσωμεν πιστοί, ύδωρ αφέσεως των αμαρτιών ημών. Χριστός γαρ εν σαρκί επεδήμησε, το πρόβατον ζητών το θηριάλωτον και ανευρών εισήγαγεν ως εύσπλαχνος εις τον παράδεισον, αύθις. Χριστός εφάνη, εν Ιορδάνη και τον κόσμον εφώτισε».
Όντως, αγαπητοί μου, «Θεοφανείας ο καιρός». «Θεοφανείας δε ο καιρός» είναι η Αγία του Χριστού Εκκλησία, ένθα ο Χριστός φανερούται/επιφαίνεται εις ημάς εις τον πνευματικόν Ιορδάνην, δηλαδή εις το μυστήριον της εξομολογήσεως και της μετανοίας, απ' όπου αντλούμεν το πνευματικόν ύδωρ της αφέσεως των αμαρτιών μας.
«Θεοφανείας καιρός» είναι η Εκκλησία μας, ένθα ο Χριστός επιδημεί σαρκικώς εις το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας, αναζητών το θηριάλωτον πρόβατον το ταλαίπωρον, δηλαδή τον άνθρωπον, δια να τον επανεισαγάγη εις τον παράδεισον. Δια να τον αποκαταστήση με άλλα λόγια εις την πρώτην αυτού ελευθερίαν, εις το φως της γνώσεως, το φως της αληθείας.
Του καιρού τούτου της αγίας Θεοφανείας, ανεδείχθη πιστός οικονόμος και μάρτυς αψευδής και επόμενος του Χριστού και ο Άγιος Θεοδόσιος μιμούμενος τον της ερήμου κήρυκα της μετανοίας Ιωάννην τον Πρόδρομον ως ψάλλει ο υμνωδός: «εξ ερήμου Πρόδρομος Χριστού, της Ααρωνίτιδος, ο Ελισάβετ βλαστός προελήλυθεν, εν τη κολυμβήθρα δε, Θεοδόσιος γεννηθείς δια Πνεύματος Αγίου, ερημοπολίτης γέγονε του Ιησού επόμενος».
Τον μέγαν τούτον της ερήμου πολίτην και Θεοφόρον Όσιον Θεοδόσιον παρακαλέσωμεν και ημείς, αδελφοί μου, ενθέως μετά των πρεσβειών της Υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, όπως ικετεύη του Σωτήρος ημών Χριστού «δωρηθήναι τη Οικουμένη, ιδιαιτέρως δε τη περιοχή ημών, ομόνοιαν, ειρήνην και μέγα Αυτού έλεος». Αμήν».