Ο καθαγιασμός της φύσης στην ελληνική λατρευτική παράδοση

(Του Αναπληρωτή Καθηγητή Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Μ.Γ.Βαρβούνη)

 

Η φύση αποτελεί το κέλυφος, το προστατευτικό περίβλημα κάθε παραδοσιακού πολιτισμικού συστήματος. Ο λαϊκός άνθρωπος ζει, εργάζεται και δημιουργεί πολιτισμικά μέσα στα πλαίσια του φυσικού περιβάλλοντος της κοινότητας του, ενώ είναι η Φύση με τις λεπτομέρειές της που τον εμπνέει συχνά για τις επιμέρους μορφές της παραδοσιακής καλλιτεχνικής δημιουργίας του[1]. Είναι λοιπόν απολύτως φυσιολογικό, ήδη από την αρχή της θρησκευτικής αναζήτησης του ανθρώπου, η Φύση να αποτελεί πρότυπο της ουσιαστικής σχέσης του ανθρώπου με το Θείον, συχνά μάλιστα να θεοποιείται ή να αποτελεί αφορμή θέσπισης διαφόρων τελετουργιών και πρακτικών, που αποσκοπούσαν στη συμβολική αναζωογόνηση και γονιμοποίησή της, μέσω της οποίας θα επιτυγχάνονταν και η αποκομιδή μίας πλούσιας και θρεπτικής σοδιάς, δια της οποίας θα εξασφαλιζόταν η ζωή και η συνέχεια των ανθρώπινων κοινωνιών.

Οι τάσεις αυτές, που οδηγούν σε αντίστοιχες πίστεις και ανάλογες τελετουργίες σε όλες σχεδόν τις θρησκείες του κόσμου, διαπιστώνονται και στην Ορθοδοξία, συχνά δεν έχουν παρεισφρύσει σε πολλές επίσημες εκκλησιαστικές τελετές και ιερές Ακολουθίες[2]. Ας μην ξεχνούμε ότι ο ελληνικός λαός, με τις κατά βάση παραδοσιακές αγροτικές και κτηνοτροφικές ενασχολήσεις του, ουσιαστικά ζούσε σε άμεση σχέση προς τη Φύση, την οποία και προσπαθούσε να καθαγιάσει τελετουργικά, σε πολλά από τα λαϊκά θρησκευτικά έθιμα του. Για το λόγο άλλωστε αυτό συναντούμε στην ελληνική λαϊκή λατρευτική παράδοση πολλά στοιχεία που προέρχονται από αρχαίες θρησκείες, και τα οποία είτε έχουν ενταχθεί στην ορθόδοξη εκκλησιαστική Παράδοση αποκτώντας χριστιανική σημασιοδότηση, είτε συνεχίζουν να επιβιώνουν στη λαϊκή λατρεία μας, κάποτε με την επίσημη αντίδραση αλλά και με τη σιωπηρή ανοχή των εκκλησιαστικών αρχών, ως προχριστιανικά επιβιώματα της παραδοσιακής θρησκευτικής συμπεριφοράς του ελληνικού λαού[3].

Η Ορθόδοξη Εκκλησία διαθέτει σειρά Ευχών για πολλά στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, ιδίως δε για τα τρόφιμα. Καθαγιάζονται, στη λατρευτική μας πρακτική, τα σταφύλια και τα σύκα, στις εορτές της αγίας Μαρίνας (17 Ιουλίου), του προφήτη Ηλία (20 Ιουλίου) και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (6 Αυγούστου), αναλόγως της εποχής ωριμάνσεώς τους σε κάθε τόπο. Καθαγιάζονται τα αβγά, που βαμμένα να μοιράζονται στο τέλος της αναστάσιμης λειτουργίας, και ευλογούνται, στην Αρτοκλασία, ο σίτος στη μορφή εορταστικών και λατρευτικών άρτων, ο οίνος και το έλαιον[4]. Πολλές σχετικές Ευχές υπάρχουν στα εν χρήσει Ευχολόγια της Εκκλησίας μας, ενώ τα λουλούδια, τα φυτά και τα κλαδιά, συνήθως από φυτά αρωματικά και με συμβολική αξία, όπως ο βασιλικός, η δάφνη και η μυρτιά, με τα οποία στολίζονται οι πόρτες και οι εικόνες των ναών που πανηγυρίζουν, ο επιτάφιος, οι εικόνες των Αγίων, ή που μοιράζονται την Κυριακή των Βαΐων και το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, στον εσπερινό πριν τη λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, θεωρούνται ευλογημένα και αναδιανέμονται στους πιστούς, για κρατηθούν στα εικονοστάσια των σπιτιών επί ένα χρόνο. Από «σταυρώματα»- ή «σταυρολούλουδα» ή «βάγια» ή «μύρα» κ.λπ. – αυτά θα κάψουν στο θυμιατό για να «καπνιστούν» σε περιπτώσεις ασθενειών ή σε κρίσιμες στιγμές, καταιγίδες και χαλαζοπτώσεις, που απειλούν τους ανθρώπους του σπιτιού, αλλά και την οικιακή σοδιά.

Οι «απαρχές» αυτές των τροφών αντανακλούν στη Φύση ολόκληρη, που έτσι ζωογονείται με την ευλογία τους στον αέναο κύκλο του χρόνου. Το ίδιο συμβαίνει και με τις πολλές και ποικίλες εκκλησιαστικές Ευχές που συνοδεύουν κάθε παραγωγική ανθρώπινη δραστηριότητα, όπως αυτές αποτυπώνονται στο Ευχολόγιον, μια σπουδαία εκκλησιαστική πηγή λαογραφικών ειδήσεων και πληροφοριών. Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα ολόκληρο σύστημα ευλογιών και τελετουργικών ενισχύσεων της Φύσης και των προϊόντων της, που συνιστούν μια υπερφυσική παρέμβαση του Θεού στην πορεία των φυσικών πραγμάτων, με αφορμή τη σχετική παράκληση των ανθρώπων, όπως αυτή διατυπώνεται στα κείμενα των συγκεκριμένων Ευχών. Το ίδιο μπορεί να παρατηρηθεί και για την παλαιότερη πρακτική της ευλόγησης του σπόρου στο ναό, συνήθως κατά την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου) – ή με άλλη φθινοπωρινή εορτολογική ευκαιρία- και πάντως πριν τη σπορά. Διά του ευλογημένου σπόρου, η εκκλησιαστική ευλογία, άρα και η Θεία δύναμη και Χάρη, περνούσε στη γη, ανανέωσε το συνεχή κύκλο ευλογίας και καθαγιασμού της Φύσης, που κατά τη λαϊκή θρησκευτική σκέψη συγκρατούσε την καθιερωμένη  τάξη του κόσμου, και δομούσε τις σχέσεις του λαϊκού ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον του, μέσα στα όρια μίας ένθεης και σεβαστικής αντιμετώπισης, μακριά από την ολέθρια για το μέλλον της ανθρωπότητας ληστρική απομύζηση των φυσικών πόρων, που κυριαρχεί στους χαλεπούς καιρούς μας[5].

Ωστόσο, σε πολλά λαϊκά θρησκευτικά έθιμα μας υπάρχουν και πιο τελετουργικές και συγκροτημένες περιπτώσεις καθαγιασμού της Φύσης. Αναφέρομαι κυρίως στις δυο κορυφαίες στιγμές του ετήσιου εορτολογικού κύκλου μας, στο Δωδεκαήμερο και στην εορτή του Πάσχα, που κυριαρχούν στην ελληνική λαϊκή λατρευτική πρακτική. Στην πρώτη περίπτωση, ο καθαγιασμός επιδιώκεται με τη χρήση του αγιασμού των Θεοφανείων, κυρίως δε με τον Αγιασμό της παραμονής (5 Ιανουαρίου), αλλά κάποτε και με τον ίδιο τον Αγιασμό της κυριώνυμης ημέρας (6 Ιανουαρίου), τον οποίο ωστόσο ο λαός μας θεωρεί μεγαλύτερης θρησκευτικής αξίας και αγιαστικής δύναμης.

Ο ελληνικός λαός με τον Αγιασμό αυτόν ραντίζει και καθαγιάζει όλους τους χώρους εργασίας και παραγωγής του: χωράφια, κήπους, στάνες, κοτέτσια και μάντρες, αλλά και τον κατεξοχήν χώρο κατοικίας, το σπίτι, όλα ραντίζονται με Αγιασμό, ώστε να απαλλαχθούν από την κακοποιό επίδραση των δαιμονικών μορφών του Δωδεκαημέρου, που στη συγκεκριμένη περίπτωση σχηματοποιούνται στο πρόσωπο των «Καλικαντζάρων», αλλά και να υποβοηθηθούν τελετουργικά και υπερφυσικά για την αναμενόμενη γονιμότητα γης και ζώων, κατά την ανοιξιάτικη περίοδο ανθοφορίας και αναπαραγωγής που θα ακολουθήσει. Ο Αγιασμός, που συνδυάζει τις εκκλησιαστικές Ευχές με την πανάρχαιη αντίληψη για τη γονιμοποιητική και θεραπευτική δύναμη του νερού, μεταμορφώνει τα πάντα: ακόμη και οι θάλασσες πιστεύει ο λαός μας ότι ημερεύουν μετά τον αγιασμό τους από τη ρήψη του σταυρού, ο οποίος, αν λείπει η θάλασσα, ρίχνεται σε ποτάμια, λίμνες, στέρνες και πηγάδια- ακόμη και στα αστικά μας κολυμβητήρια-, ώστε ολόκληρη η Φύση, μέσω του ρέοντος ζωογόνου νερού, του απαραίτητου για την ανάπτυξη κάθε μορφής ζωής, να καθαγιαστεί και να αναζωογονηθεί.

Ο Αγιασμός και η ρίψη του σταυρού συχνά, στη Βόρειο Ελλάδα κατά κανόνα, συνδυάζεται με μια μικρή λιτανευτική περιφορά των εικόνων και του σταυρού του ναού μέσα στα όρια του οικισμού. Είναι άλλωστε γνωστό ότι οι λιτανείες της λαϊκής λατρευτικής μας παράδοσης συνιστούν χριστιανική εκδοχή των πανάρχαιων μαγικών κύκλων, μέσω των οποίων επιδιώκεται η συμβολική και τελετουργική ενίσχυση του χώρου, αλλά και η ανάθεση της υπερφυσικής φύλαξης και προστασίας του σε μεταφυσικές δυνάμεις, εν προκειμένω στον Χριστό και τους Αγίους. Ό,τι κλείνει ο κύκλος της λιτανείας, που συνήθως οριοθετείται από τα τρίστρατα και τα παρεκκλήσια κάθε οικισμού, στα οποία και αναπέμπονται δεήσεις, αν τη λιτανεία συνοδεύει ιερέας, θεωρείται απαραβίαστο από το κακό, προστατευμένο και τελετουργικά κατοχυρωμένο, για τη χρονική περίοδο που ακολουθεί[6] .  

Το Πάσχα, πάλι, ο καθαγιασμός της Φύσης επιδιώκεται με τις πασχαλινές λιτανείες, που είναι γνωστές σε ολόκληρο τον ελληνικό πολιτισμικό χώρο, κατά τη Διακαινήσιμο Εβδομάδα. Μια μέρα –αναλόγως της λατρευτικής παραδόσεως και πρακτικής κάθε τόπου- της πανηγυρικής αυτής εβδομάδας, μετά την αναστάσιμη Θεία Λειτουργία, το χωριό τελεί μια μεγάλη λιτανεία, έχοντας επικεφαλής τον ιερέα, τα λάβαρα, τα εξαπτέρυγα, τον σταυρό και τις εικόνες των ναών, τις οποίες συχνά οι πιστοί αναλαμβάνουν μετά από πανηγυρική και τελετουργική δημοπρασία, με τα έσοδα να ενισχύουν το ενοριακό ταμείο. Ισχύουν και εδώ όσα αναφέρθηκαν και παραπάνω για τη σημασία των λιτανειών, τώρα όμως ο κύκλος είναι μεγαλύτερος, καθώς περιλαμβάνει ολόκληρο σχεδόν τον παραγωγικό χώρο κάθε οικισμού, όχι μόνο το χωριό, αλλά και τους τόπους τους οποίους το χωριό καλλιεργεί ή οικονομικά εκμεταλλεύεται, για να ζήσει.

Στις πασχαλινές λιτανείες, ορόσημα του διαγραφόμενου κύκλου είναι τα ξωκλήσια που υπάρχουν στην περίμετρο κάθε οικισμού, και τα οποία αποτελούν σημάδια του τόπου, αλλά και υπερφυσικούς φύλακες και προστάτες των ανθρώπων και των έργων τους, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της υπάρχουσας για το θέμα λαογραφικής βιβλιογραφίας. Επίσης, ορόσημα είναι και τα «υψωμένα δένδρα», που υπάρχουν σε ορισμένες ελληνικές περιοχές, δένδρα δηλαδή στα οποία ενσωματώνεται τελετουργικά κομμάτι από τον «υψωμένο» άρτο της Θείας Λειτουργίας, που προηγήθηκε, και τα οποία θεωρούνται γι’ αυτό υπερφυσικοί φύλακες της ευρύτερης περιοχής του χωριού ως και την επόμενη Πασχαλιά, οπότε με ανάλογη λιτανεία θα ανανεωθεί η συμβολική θρησκευτική και φυλακτική τους δύναμη[7].

Ακόμη και στο Άγιο Όρος, συνηθίζονται οι πασχαλινές λιτανείες, με επικεφαλής τις εφέστιες και τις θαυματουργές εικόνες κάθε Μονής- συνήθως δε εικόνες της Παναγίας-, κατά τις οποίες οι Μοναχοί και οι προσκυνητές κάνουν κύκλο γύρω από την ιερά Μονή και τους κήπους ή τις καλλιεργημένες εκτάσεις της, ραντίζοντας την ανθισμένη ανοιξιάτικη Φύση με τον αγιασμό της εορτής, και ψάλλοντας θριαμβευτικούς αναστάσιμους ύμνους. Ειδικότερα μάλιστα οι λιτανείες του Αγίου Όρους, με την ιδιαίτερη και ευλαβικά τηρούμενη εθιμοταξίας τους, αποτελούν ενδιαφέροντα ζητήματα και για την ποικιλόμορφη «θρησκευτική λαογραφία» μας: οι καθιερωμένες στάσεις τους, όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει με την Παναγία «Άξιον Εστί» στις Καρυές και με την Παναγία την Πορταϊτισσα στην ιερά Μονή Ιβήρων, συχνά απηχούν γεγονότα της πρόσφατης ή της απώτερης αγιορείτικης ιστορίας, που ενδιαφέρουν τόσο τους ιστορικούς, όσο και τους θεολόγους και τους λαογράφους.

Αλλά και σε πολλά νησιά λιτανεύονται, τη Διακαινήσιμο Εβδομάδα, θαυματουργικές εικόνες της Παναγίας[8]. Στη Φολέγανδρο μάλιστα, η λιτανεία καλύπτει ολόκληρο το νησί και κρατά μέρες, ώστε η ευλογία να επεκταθεί σε όλον τον τόπο και στο σύνολο των κατοίκων, στα χωράφια, στους δρόμους και στα λιμάνια, στις αγροτικές εγκαταστάσεις και στα καράβια του νησιού. Είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες για τη μελέτη της παραδοσιακής θρησκευτικής συμπεριφοράς του λαού μας, οι νησιώτικες αυτές λιτανείες, που συχνότατα γίνονται με την εικόνα της Παναγίας μπροστά, και στις μετακινήσεις των οποίων από οικισμό σε οικισμό ή από περιοχή σε περιοχή του νησιού, αλλά και στις εποχιακές μετοικίσεις και μετεγκαταστάσεις τοπικών θαυματουργών εικόνων που επακολουθούν την κάθε λιτανεία, απηχούνται ιστορικά γεγονότα, καταστροφές, μετοικίσεις και ανασυνοικισμοί, που προσδιορίζουν την τοπική μικροϊστορία κάθε νησιού. Και στην περίπτωση αυτή, ιστορία και τοπική θρησκευτική παράδοση συμπορεύονται, φανερώνοντας μας ανάγλυφα ότι στις τοπικές εκφάνσεις της λαϊκής θρησκευτικότητας συχνές είναι οι ιστορικές μνήμες, ακόμη κι αν αυτές δεν έχουν καταγραφεί στην τοπική ή στη γενικότερη ιστοριογραφία[9].

Ανάλογη είναι και η σημασία των λιτανειών για την επίτευξη βροχής, σε περιόδους μεγάλης και καταστρεπτικής ανομβρίας. Σε μια προσπάθεια ενός εκ νέου καθαγιασμού της Φύσης και των δυνάμεων της, οι άνθρωποι λιτανεύουν όλην την ημέρα, με νηστεία, ταπείνωση και παρακλήσεις, ώστε ο Θεός να τους ελεήσει με την απαραίτητη βροχή, που θα αναζωογονήσει της Φύση, επιτρέποντας και υποβοηθώντας τη συνέχιση της ζωής και της ανάπτυξης των κοινοτήτων τους. Οι λιτανείες για την επίτευξη βροχής συνιστούν την άλλη όψη του τελετουργικού καθαγιασμού της Φύσης στη λαϊκή λατρευτική μας παράδοση, αφού δι’ αυτών επιδιώκεται η αναπλήρωση φυσικών δυνάμεων που έχουν χαθεί, κυρίως λόγω των αμαρτιών των ανθρώπων, και η επαναφορά του κόσμου στην πρότερη και πρωταρχική τάξη του, δια της επιδιωκόμενης επεμβάσεως του Θεού, ίσως και μέσω Αγίων που από τον λαό μας θεωρούνται έφοροι της βροχής και των καιρικών συνθηκών, όπως συμβαίνει με τον προφήτη Ηλία[10].

Πέρα όμως από τις καθιερωμένες αυτές ετήσιες εθιμικές καθιερώσεις του φυσικού περιβάλλοντος, υπάρχουν και οι έκτατες περιστάσεις, κατά τις οποίες οι άνθρωποι προσπαθούν με λατρευτικά μέσα να εξημερώσουν την ανυπότακτη Φύση, καθιστώντας τη φιλική προς αυτούς και τις δραστηριότητες τους, αλλά και περισσότερο προσοδοφόρα κατά την καλλιέργεια και λογική εκμετάλλευση της. Τα εικονοστάσια και προσκυνητάρια της ελληνικής υπαίθρου, αλλά και των νεοελληνικών αστικών δρόμων και χωρών στη νεότερη εκδοχή τους, αποτελούν μία από αυτές. Η ίδρυση του προσκυνηταριού, με τις εικόνες που περιέχει, ουσιαστικά μεταφέρει τον αγιασμένο χώρο του ναού στην ύπαιθρο, άρα μεταβιβάζει και τη υπερφυσική ευλογία στη γύρω Φύση. Και είναι βεβαίως γνωστή η αγάπη του λαού μας για τα προσκυνητάρια, των οποίων τα καντήλια φροντίζει με πίστη και ελπίδα να ανάβει, επικαλούμενος τη βοήθεια των Αγίων, στα οποία είναι αφιερωμένα, ασπρίζοντας τα και ανανεώνοντας τις εικόνες τους με τα εικονίσματα των δικών τους προστάτων Αγίων.

Το ίδιο μπορεί να παρατηρηθεί και για μπουκάλια με αγιασμό, τα οποία οι παλαιότεροι γεωργοί φρόντιζαν να θάβουν στα όρια των χωραφιών τους, ώστε αυτά να είναι υπερφυσικά προστατευμένα και απαραβίαστα από ανθρώπους, καταστρεπτικά ζιζάνια και κακοποιά πνεύματα. Το αυτό μπορεί να παρατηρηθεί και για τα ευλογημένα κόκκινα αβγά του Πάσχα, τα οποία οι παλαιότεροι γεωργοί και πάλι έθαβαν στα χωράφια τους, πιστεύοντας ότι προφυλάσσουν τους ίδιους και τη σοδιά τους από την καταστρεπτική χαλαζόπτωση, που συχνά χαρακτηρίζει τις ξαφνικές και ορμητικές ανοιξιάτικες καταιγίδες. Αλλά και ο αγιασμός συγκεκριμένων Αγίων, που θεωρούνται προστάτες των γεωργών και του μόχθου τους, χρησιμοποιείται περιστασιακά για τον καθαγιασμό της Φύσης. Το χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα είναι τα σχετικά με τον αγιασμό της εορτής του αγίου Τρύφωνα (1 Φεβρουαρίου), παραδοσιακού προστάτη των αμπελουργών, που μεταφέρεται στα αμπέλια, και με τον οποίο ραντίζονται τα κλήματα, ώστε να καταστραφούν τα έντομα και τα ζιζάνια που τα απειλούν[11]. Σε πολλές μάλιστα περιοχές οι καλλιεργητές, ραντίζοντας τον αγιασμό, επικαλούνται φωναχτά μέσα στο αμπέλι τους τον Άγιο και τον προσκαλούν, ώστε να ευλογήσει και να προστατεύσει την περιουσία και την καλλιέργειά τους.

Είναι μάλιστα απολύτως χαρακτηριστικό το ότι παλαιότερα, τα δάση που βρίσκονταν πάνω από ορεινούς οικισμούς, τα αφιέρωναν σε ναούς και Μονές, ώστε ως «βακούφια» να είναι αναπαλλοτρίωτα και απαραβίαστα. Με τον τρόπο αυτό, εξασφάλιζαν τη βιωσιμότητα και τη φυσική προστασία των χωριών τους από πλημμύρες και άλλες φυσικές καταστροφές, από τις οποίες σήμερα υποφέρουν οι κοινωνίες μας, ακριβώς επειδή έπαψαν να ιεροποιούν, δηλαδή να αντιμετωπίζουν με θρησκευτικό σεβασμό και ιερό δέος οτιδήποτε τους προστατεύει και τους εξασφαλίζει από τη μανία των στοιχείων της Φύσης. Ήταν και αυτό μία ακόμη πρακτική καθαγιασμού της Φύσης, που επί αιώνες προστάτευε τον άνθρωπο, καλλιεργώντας μία λαϊκή οικολογική συνείδηση με μεταφυσικό, γι’ αυτό και σταθερό και μόνιμο, ουσιαστικό υπόβαθρο, μακριά από οικονομικές πρακτικές και στρατηγικές οικονομικής εκμετάλλευσης.

Στην εποχή μας, που οι μηχανικοί όροι της καλλιέργειας έχουν αισθητά μειώσει την ανάγκη του ανθρώπου για προσφυγή σε μια υπερφυσική παρεμβατική προστασία, και που η εξασφάλιση της τεχνολογίας και της επιστήμης συντελούν, ώστε όλο και λιγότερο οι αγρότες να προσφύγουν στην επίκληση του Θεού και των Αγίων Ορθόδοξης Εκκλησίας στο φυσικό περιβάλλον έχει αλλάξει στόχο, σκοπό και μέσον, αλλά όχι και ουσιαστικό τρόπο εκδήλωσης. Τώρα είναι η ευαισθητοποίηση του ανθρώπου απέναντι στην καθημερινά συντελούμενη φυσική καταστροφή που έχει πρωτεύοντα ρόλο, υπακούοντας στις συνθήκες των καιρών[12]. Στην παγκόσμια οικολογική ευαισθητοποίηση, η Ορθόδοξη Εκκλησία έρχεται να προσδώσει ένα διαφορετικό, πνευματικό περιεχόμενο, αντιμετωπίζοντας την προστασία της Φύσης όχι ως έργο ανάγκης υπό το κράτος του φόβου για μια επερχόμενη ολική καταστροφή, αλλά ως χρέος τιμής και σεβασμού προς τη Θεία δημιουργία και προς το έργο του Θεού Δημιουργού του σύμπαντος.

Είναι γνωστό ότι στην παγκόσμια αυτή κίνηση πρωτοστατεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο και προσωπικά η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, με σειρά εκδόσεων, συνεδρίων, ομιλιών και εκδηλώσεων. Και η κίνηση αυτή βαθμιαία αποφέρει μια νέα προσπάθεια εμβολιασμού της παγκόσμιας διανόησης και του διεθνούς οικολογικού κινήματος- που εκδηλώνεται με συχνές ακτιβιστικές εκφράσεις και εκφάνσεις- με την ορθόδοξη πνευματικότητα, τη γνήσια εκκλησιαστική μας ζωή και λατρεία και τις λύσεις που επί αιώνες έδωσε σε παρόμοια ζητήματα η έμπρακτη και δοκιμασμένη λαϊκή σοφία. Αν αυτό επιτευχθεί, θα έχουμε έναν εκ νέου καθαγιασμό της Φύσης και του φυσικού περιβάλλοντος, σωτήριο όχι μόνο για την πνευματική μας υπόσταση και για την πολιτισμική μας ταυτότητα, αλλά και για την ίδια τη συνέχιση της ζωής και της ύπαρξης του γένους των ανθρώπων πάνω στον πλανήτη μας, υπό τους όρους και τους νόμους που έθεσε κατά τη δημιουργία ο πανάγαθος και φιλάνθρωπος Θεός.

Και δεν θα είναι υπερβολή να σημειώσουμε ότι στην περίπτωση αυτή ο καθαγιασμός της Φύσης, σε παγκόσμιο πλέον επίπεδο, θα συνδυαστεί με μια μορφή ηθικής αναγέννησης του ανθρώπου και με μια προσπάθεια πνευματοποίησης και των πλέον υλικών εκφράσεων της καθημερινής ζωής του.

 

Πηγή υλικού

Νέα Σιών Εκκλησιαστικόν περιοδικόν σύγγραμμα , τόμος 2007,Εν Ιεροσολύμοις, έκδοσις Ιερού του Παναγίου Τάφου, «Ο καθαγιασμός της Φύσης στην Ελληνική λατρευτική παράδοση», σελ.63-73   Μ.Γ. Βαρβούνης, Αναπληρωτής Καθηγητής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.

Επιλογή υλικού

Αικατερίνη Διαμαντοπούλου, Υπεύθυνη υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων

 



[1] Δ.Σ.ΛΟΥΚΑΤΟΣ, Πασχαλινά και της άνοιξης, Αθήνα 1980, σ. 57-58. Γενικότερα για το σπουδαίο αυτό θέμα βλ. Ν.Σ. ΜΑΡΓΑΡΗΣ, Λαογραφική οικολογία. Ήθη- έθιμα-συμπεριφορά-περιβάλλον, Αθήνα 1991, με εύστοχες παρατηρήσεις.

[2] Για το θέμα αυτό βλ. Μ.G VARVOUNIS, “A contribution to the study of influences of Christian upon Moslem customs in popular worship”, Journal of Oriental and African Studies 5 (1993) 75-89. Ο ΙΔΙΟΣ, «Christian orthodox and Moslem popular religious customs: a study of influences and practices”, Γρηγόριος ο Παλαμάς 78 (1995) 805-814. Πρβλ. Γ. Α. ΜΕΓΑΣ, «Οι Αδώνιδος κήποι των Σερρών», Πρακτικά Α’ Συμποσίου Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού Χώρου, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 183-184.

[3] M.G. VARVOUNIS, “Survival of ancient elements in the traditional culture of the Greek people”, Mesogeios 1 (1998) 161-169. Πρβλ. Π. ΗΡΕΙΩΤΗΣ, «Ο χορός της Λαμπρής , ιδία εν τη Αιγίνη Παλαιά Χώρα», Λαογραφία 8 (1921-1925) 69 και Μ.Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ, «Συνέχειες και ασυνέχειες στον παραδοσιακό ελληνικό πολιτισμό. Ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και επιστημονικά δεδομένα», Απόψεις 7 (1995) 499-509.

[4] Βλ. ΑΙΚ. ΠΟΛΥΜΕΡΟΥ, «Δημώδεις δοξασίαι περί χαλάζης και τρόπο προς αποφυγήν η κατάπαυσίν της», Επετηρίς Κέντρου Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας 23 (1973-1974) 55-57. Δ. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, «Λαογραφικά σύμμεικτα εξ Αιτωλίας», Λαογραφία 12 (1938-1948) 15. Φ. ΚΟΚΟΥΛΕΣ, Οινουντιακά, εν Χανίοις 1908, σ. 131. Πρβλ. Στ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ, «Τα κόκκινα αβγά του Πάσχα», Πεπραγμένα Θ’ Διεθνούς Βυζαντινολογικού Συνεδρίου 3, Θεσσαλονίκη 1957, σ. 5-13. Επίσης, Γ.Ν. ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ, «Εαρινά έθιμα λαϊκής λατρείας από την περιοχή Σερρών», Πρακτικά Α’ Συμποσίου Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού Χώρου, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 14-19 και ΣΤ. ΗΜΕΛΛΟΣ, «Θρακικόν πασχαλινόν έθιμον μαγικού περιεχομένου», Επετηρίς Κέντρου Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας 23 (1973-1974) 3.

[5] Κ. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗ- ΜΟΥΣΙΟΠΟΥΛΟΥ, Λαογραφικά Θράκης 1, Αθήνα 1979, σ. 71- 73. Γ. Ν. ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ, «Απαρχές (λατρευτικές και ευετηρίας) στη νεοελληνική εθιμολογία», Λαογραφία 37 (1993-1994) 61-73. ΑΘ. ΤΣΑΚΝΑΚΗΣ, «Αγροτικά έθιμα Επανομής», Χρονικά Χαλκιδικής 6 (1963) 245. ΑΝ. ΚΑΡΑΝΑΣΤΑΣΗΣ , «Οι ζευγάδες της Κω», Λαογραφία 14 (1952) 290.

[6] Β.ΠΟΥΧΝΕΡ, «Θεατρικά στα δρώμενα του βορειοελλαδικού χώρου», Πρακτικά Δ’ Συμποσίου Λαογραφία του Βορειοελλαδικού χώρου, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 252. ΧΡ.ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ, «Ήθη και έθιμα του Λαγού», Θρακικά 42 (1968) 242. ΕΛ.ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΓΛΟΥ, «Λαϊκή λατρεία εις Πύθιον Διδυμοτείχου», Θρακικά 43 (1969) 197.Δ.ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, «Λαογραφικά Σκοπέλου- Πέτρας Ανατολικής Θράκης», Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού (1941-1942) 144-145. Δ.ΒΡΑΧΙΟΛΟΓΛΟΥ, Μορφές λαϊκού πολιτισμού στη Θράκη και στον Έβρο, Αλεξανδρούπολη 2000, σ.52.

[7] Μ.Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ, Νεοελληνικοί εθιμικοί εκκλησιαστικοί πλειστηριασμοί, Θεσσαλονίκη 2002,σ.297.Πρβλ.Γ.Ν.ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΙΔΗΣ, «Πασχαλινό δρώμενο ευετηρίας στην καλή Βρύση Δράμας», Επετηρίς Κέντρου Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας 28 (1987-1998) 29-41, όπου και η σχετική βιβλιογραφία. Επίσης, ΑΓΓ.ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ, «Έκθεσις λαογραφικής ερεύνης εις περιοχάς του νομού Κοζάνης», Επετηρίς Κέντρου Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας 18-19 (1965-1966) 253 και ΕΛΠ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ-ΣΑΡΑΝΤΗ, «Παραδόσεις της Θράκης», Θρακικά 7 (1936) 309-310[=Λαογραφία 14 (1952)170].

[8] .Ν.Α.ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΔΗΣ, Η λατρεία της Παναγίας στα ελληνικά νησιά 2, Αθήνα 1991, σ.279, όπου σχετικές περιγραφές.

[9] Βλ. σχετικά Β.ΠΟΥΧΝΕΡ, Λαϊκό θέατρο στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια (συγκριτική μελέτη), Αθήνα 1989, σ.81-85.Πρβλ.Γ.Ν.ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΙΔΗΣ, Νεοελληνικές αιματηρές θυσίες. Λειτουργία-Μορφολογία-Τυπολογία, Αθήνα 1979, σ.114-115. G.NIKOLAKAKIS,”La litanie dans le Lassithi Crete” Etudes et Documents Balkaniquies et Mediterranees 16 (1992) 42-48.Μ.Γ.ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ, Λαϊκής λατρεία και θρησκευτική συμπεριφορά των κατοίκων της Σάμου, Αθήνα 1992, σ.119-121.

[10] Πρβλ.Ν.Γ.ΠΟΛΙΤΗΣ, «Άγιος Ηλίας», Λαογραφικά Σύμμεικτα 1, εν Αθήναις 1920, σ.89-92.Γ.ΜΕΓΑΣ,. Ελληνικαι εορταί…..,ο.π., σ.223-227.Δ.Σ.ΛΟΥΚΑΤΟΣ, Τα καλοκαιρινά, Αθήνα 1981, σ.87-95.ΣΤ.ΗΜΕΜΜΟΣ,Λαογραφικά 3.Ποικίλα,Άθηνα 1994,σ.20-30.Μ.Γ.ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ,Λαϊκή λατρεία…,ο.π.,σ.227, όπου και η παλαιότερη σχετική βιβλιογραφία.

[11] .Γ.Α.ΜΕΓΑΣ, Ελληνικαί εορταί και έθιμα λαϊκής λατρείας, Αθήναι 1956, σ. 87-88. Δ.Σ.ΛΟΥΚΑΤΟΣ, Συμπληρωματικά του χειμώνα και της άνοιξης, Αθήνα 1985, σ. 107-109, με την παλαιότερη βιβλιογραφία. Επίσης βλ. Μ.Γ.ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ, «Δημώδεις παραδόσεις για τον άγιο Τρύφωνα από τη Θράκη», Θρακικά 7 (1991-1992) 287-294.

[12] Βλ.σχετικές πληροφορίες στους ΑΣΤΕΡ. ΘΗΛΥΚΟΣ, «Δύο παλαιά έθιμα της Νιγρίτας», Σερραϊκά Χρονικά 6 (1973) 289-290.Δ.Σ.ΛΟΥΚΑΤΟΣ, «Το ελληνικό Πάσχα», Ελεύθερα Γράμματα 64 (1947) 104-105.Γ.Ν.ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΙΔΗΣ, «Συνοπτική λαογραφική θεώρηση της Χαλκιδικής», Πρακτικά Γ’Διεθνούς Συμποσίου, Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Χαλκιδικής, Θεσσαλονίκη 1993, σ.235.Δ.ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ-Δ.ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Η λαϊκή λατρεία των Φαράσων, Αθήνα 1949,σ.51.




ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
Powered by active³ CMS - 29/03/2024 1:27:23 πμ