"Ευδαιμονία και μακαριότητα", Αικατερίνης Διαμαντοπούλου,PhD Φιλοσοφίας

Α. Γενικά

Ως γνωστό, το δέον σε κάθε αξιακό σύστημα απορρέει από το ον. Η πλατωνική Ηθική βασίζεται «εν πολλοίς» στην αρχαιοελληνική Ανθρωπολογία, κατά την οποία ο άν­θρω­πος εί­ναι ον δε­ο­ντο­λο­γι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου και η­θι­κής τά­ξε­ως[1]. Στο σύ­νο­λό της η ελ­λη­νι­κή Φιλο­σο­φί­α θέ­τει ως προ­ϋ­πό­θε­ση ό­τι ο άν­θρω­πος έ­χει την ι­κα­νό­τη­τα να θε­ω­ρεί με το νου τα πράγ­μα­τα, να τα διε­ρευ­νά και να τα α­να­γνω­ρί­ζει. Συνεπώς, οι η­θι­κές αρ­χές τού Πλατωνισμού προ­ϋ­πο­θέ­τουν μια λο­γο­κρα­τι­κή και νο­η­σιαρ­χι­κή Αν­θρω­πο­λο­γί­α[2]. Γενικά, η ελ­λη­νι­κή Παι­δεί­α στά­θη­κε ορ­θο­λο­γι­κή, βλέ­πο­ντας τον άν­θρω­πο ως θη­ρευ­τή τής α­λή­θειας, ως ι­δα­νι­κό πρό­τυ­πο, που δι­ψά να πραγ­μα­τώ­σει[3]. Κάθε η­θι­κή α­πό­φα­ση προϋ­πο­θέ­τει λο­γι­κή κρί­ση και ο­ξεί­α α­ντί­λη­ψη. Μόνο ο άν­θρω­πος «λό­γον ἔχει τῶν ζώ­ων», γι’ αυ­τό και ο­ρί­ζεται ως «ζῶον λο­γι­κόν»[4]. Μια πρά­ξη α­ρε­τής, υ­πο­στη­ρί­ζει ο Πλά­τω­ν, πρέ­πει να έ­χει μέ­σα της τη σφραγί­δα τής νό­η­σης. Ο λό­γος ε­δώ καθίσταται το όρ­γα­νο, που μας βο­η­θά­ να διευρύ­νου­με και ε­λέγ­ξου­με το κά­θετι.

Παράλληλα, ο άνθρωπος α­πο­κα­λύ­πτε­ται στους συ­ναν­θρώ­πους του μέ­σα α­πό μια σει­ρά εκ­δη­λώ­σε­ων και ε­νερ­γειών, που, κατά κύριο λόγο, αποτελούν ε­νέρ­γειες ε­νός πνευ­μα­τι­κού έμ­βι­ου όντος[5]. Η ε­νό­ρα­ση, που μας κα­τα­το­πί­ζει άμε­σα[6], αλλά και η α­πλή έκ­φρα­ση των αι­σθή­σεων εί­ναι οι πρώ­τες - πρώ­τες μαρτυρίες, που συ­γκρο­τούν την πνευ­μα­τι­κό­τητα τού ανθρώπου, δηλ. οι ι­διαί­τε­ρες ε­κεί­νες ποιό­τη­τες και ι­κα­νό­τη­τες, που συντείνουν στην «αν­θρω­πινό­τη­τά» (Humanita) του[7]. Με τον ό­ρο πνευματικότητα δη­λώ­νε­ται το «ί­διον» ποιόν, που, κα­τά τη Φι­λο­σο­φί­α, συνιστά τον άν­θρω­πο. Έ­χο­ντας κανείς κα­θα­ρή συ­νεί­δη­ση της πνευ­μα­τι­κό­τη­τάς του, α­να­κα­λύ­πτει τις πλού­σιες δυ­νά­μεις, που δια­θέ­τει, ε­πι­διώ­κο­ντας τον ε­ξαν­θρω­πι­σμό του[8]. Τώρα, όλος αυτός ο πνευ­μα­τι­κός πλούτος τού ανθρώπου δηλώνει μια υ­πέρ­βα­ση. Η υ­πέρβα­ση, που ενέχει αξιολογικό πε­ριε­χό­με­νο, χα­ρα­κτη­ρί­ζει ό­λα τα δια­βή­μα­τα του ανθρώπου. Ο Πλά­των ο­ρί­ζει τον άν­θρω­πο, τον οποίο αλλού πα­ρο­μοιά­ζε­ι με την πολι­τεί­α[9], ως «ζῶον, δί­πουν, ἄπτε­ρον»[10]. Ο άν­θρω­πος ξεπερνώντας, με τις πρά­ξεις του, το φυ­σι­κό του «εί­ναι», δη­μιουρ­γεί τον κό­σμο τού πνεύ­μα­τος: «Αυ­τή α­κρι­βώς η δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα, η πο­λύμορ­φη και πο­λύ­πλο­κη εί­ναι η έκ­φρα­ση της ου­σί­ας τής πνευ­μα­τι­κής φύ­σης τού αν­θρώ­που»[11].

Όμοια, κατά τούς Πατέρες, ο άνθρωπος συνιστά μια δε­ο­ντο­λο­γι­κή ύπαρ­ξη· έ­χει κλη­θεί για να πραγματώσει το δέ­ον[12]. Κατά συνέπεια, η παρούσα ανθρώπινη ζωή αποτελεί μια δο­κι­μα­σί­α και μια μα­θη­τεί­α[13]. Το ανθρώπινο πρόσωπο, λόγω τού <κατ’ εικόνα>, έχει προικιστεί από το δημιουργό με τη δυνατότητα της πνευματικής αύξησης. Υπάρχει μέσα στον άνθρωπο η δύ­να­μη, η σο­φί­α, η έλ­λο­γη φο­ρά αλ­λά και η α­να­γκαί­α τε­χνι­κή για να α­να­ζη­τά την αρ­μο­νί­α τής Φύ­σης[14]. Ο Θε­ός έχει δημιουργήσει το πλάσμα Του κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι δεκτικό στο να ακούει το Λόγο Του, προκειμένου να αναπτυχθεί πνευματικά, χωρίς, ωστόσο, ν’ α­πο­προ­σα­να­το­λι­στεί απ’ τον αρ­χι­κό του σκο­πό, που δεν εί­ναι άλ­λος απ’ τη με­το­χή του στην Αιώ­νι­α Ζωή. Έτσι, ο άνθρωπος καλείται προς υπέρβαση της φύσης του. Γρη­γό­ριος ο Θε­ο­λό­γος διδάσκ­ει ό­τι ο άν­θρω­πος αποτελεί ο­ρια­κή φύ­ση, αφού βρίσκεται στο σύ­νο­ρο των δύο κό­σμων[15]. Το πέ­ρα­σμα απ’ την σάρ­κα στο πνεύ­μα δεν γί­νε­ται με βί­αιο α­πο­χω­ρι­σμό των δύο, αλλά με την ε­πι­κρά­τη­ση του ε­νός πά­νω στο άλ­λο. Ο άν­θρω­πος α­πο­μα­κρύ­νε­ται απ’ την αυθεντική φύ­ση του, αν ε­πι­κρα­τή­σει το σαρκικό φρόνημα. Αν, ό­μως, κυ­ριαρ­χή­σει το πνεύ­μα, τό­τε με­τα­σκευά­ζε­ται, υ­περ­βαί­νει την ο­ρια­κή του φύ­ση και με­θί­στα­ται στο χώ­ρο τής θε­ό­τη­τας[16]. Απαι­τεί­ται, λοιπόν, ένας θε­ο­κε­ντρι­κός και χρι­στο­κε­ντρι­κός προσανατολισμός τής όλης ζω­ής.

Αλλ’ ας μη νομισθεί ότι η χριστιανική ζωή, αντίθετα προς την αρχαιοελληνική ευδαιμονία, είναι απαισιόδοξη, διακηρύσσοντας γενικά μια πένθιμη βιοτή. Οι ποικίλες κοσμικές α­πο­λαύ­σεις και τα υ­λι­κά α­γα­θά αυ­τά καθαυ­τά δεν εί­ναι, κατά τούς Πατέρες, α­μαρ­τί­α, αλ­λ’ ευ­λο­γί­α τού Θε­ού, ό­ταν κανείς δεν δίδεται ολόψυχα σ’ αυτά και δεν θε­ω­ρεί τον ε­αυ­τό του ευ­τυ­χι­σμέ­νο μό­νο απ’ αυ­τά[17]. Ο άν­θρω­πος ως πρό­σω­πο υ­πάρ­χει και ζει τη βα­θειά ει­ρή­νη, πα­ρά τις υ­πάρ­χου­σες κοι­νω­νι­κές αναστατώσεις· α­γα­πά τη ζω­ή, πα­ρά την τρα­γι­κό­τη­τά της· ε­ξέρ­χε­ται α­πό τη φυ­λα­κή των αι­σθη­τών, τα οποία υ­περ­βαί­νει. Ά­πει­ρες εί­ναι οι α­φορ­μές για την αυθεντική χα­ρά[18]. Ο Θεός μάς έ­φε­ρε στο «εἶναι» εκ του «μὴ ὄντος», μας έ­πλα­σε <κατ’ εἰ­κό­να> Του, μας έ­κανε να διακρίνου­με το κα­λό απ’ το κα­κό, τέλος δε, μας ε­λευ­θέ­ρω­σε απ’ τη δου­λεί­α[19]. Ο Χρι­στια­νι­σμός, λοιπόν, στις υλικές και γήινες απολαύσεις προτάσσει άλλες μό­νι­μες και πνευ­μα­τι­κές, όπως και άλ­λου (ποιοτικού) εί­δους ευτυ­χί­α και μα­κα­ριό­τη­τα, την ο­ποί­α δεν πα­ρέ­χουν ού­τε ο κό­σμος, ού­τε τα υ­λι­κά αγα­θά του. Η Εκκλησία από τη στιγμή τής συστάσεώς της ε­πι­δί­ω­ξε να στρέ­ψει τον κό­σμο και τα ε­γκό­σμια α­γα­θά προς τα «ά­νω», προς τα ου­ρά­νια και αιώ­νια α­γα­θά, πλη­σί­ον ενός υπερβατικού, αόρατου, πνευματικού και προσωπικού Θε­ού[20].

 

Β. Ο σκοπός τής ζωής τού ανθρώπου.

Κλασσικό ιδεώδες σύμπαντος τού αρχαιοελληνικού πνεύματος μπορεί να θεωρηθεί γενικά η επίτευξη του μοντέλου τού «καλοῦ κἀγαθοῦ», που πε­ριέχει ι­διαί­τε­ρο νό­η­μα για τη ζωή τού αν­θρώ­που[21]. Τό­σο στην αρχαία Σπάρ­τη, ό­σο και στην αρχαία Αθή­να, η σω­μα­τι­κή ά­σκη­ση ο­δηγούσε στη δη­μιουρ­γί­α τού ι­δα­νι­κού αν­θρώ­που, το πρότυ­πο του ο­ποί­ου υπήρξε ο γνωστός Ερμής τού Πραξιτέλη[22]. Εντούτοις, η πραγμάτωση του ιδεώδους αυτού κατανοήθηκε διαφορετικά μεταξύ, τουλάχιστον, των δυο μεγαλυτέρων Ελλήνων φιλοσόφων, Πλάτωνα και Αριστοτέλη, για να περιοριστούμε μόνο σ’ αυτούς ως τα αντιπροσωπευτικότερα πνεύματα και σχολές τής αρχαίας ελληνικής Φιλοσοφίας. Για τον Πλάτωνα η ηθική αναγωγή ε­πι­χει­ρείται μέσω μιας συ­νει­δη­τής προσπά­θειας ε­σω­τε­ρι­κής α­να­νέ­ω­σης του ανθρώπου· πρόκειται για μια ε­ξι­λεω­τι­κή δο­κι­μα­σί­α, μια θε­λη­μα­τι­κή ε­πι­στρο­φή προς το δί­καιο, μια φυ­γή α­πό τον κό­σμο και μια ε­πι­θυ­μί­α προς τον Θε­ό, πράγματα που ο φιλόσοφος αποδέ­χε­ται με χα­ρά[23]. Ο γνωστός Πλατωνιστής T. Robinson, αναλύοντας αυτή την πλατωνική ψυχολογία, παρατηρεί: πρόκειται για ένα «μα­κά­ριο ό­ρα­μα, μια υ­πο­μο­νε­τι­κή ανα­λυ­τι­κή δου­λειά, μια ε­πι­στή­μη α­λά­θευ­τη και μια α­λη­θι­νή γνώ­μη, μια φυ­γή απ’ τον κό­σμο και μια προ­σαρ­μο­γή στο πραγ­μα­τι­κό, ένα βί­ο α­σκη­τι­κό· υ­πο­χρε­ω­τι­κό κή­ρυγ­μα και­νούρ­γιων ι­δε­ών εί­ναι οι ου­σια­στι­κές α­ντι­θέ­σεις σε κά­θε φι­λο­σο­φι­κή ή θρη­σκευ­τι­κή σκέ­ψη, που δο­κι­μά­ζει και ε­ξυ­ψώ­νει τον άν­θρω­πο πά­νω απ’ τον εαυ­τό του»[24]. Έτσι, οι άν­θρω­ποι, που πα­ρου­σιά­ζο­νται με πνευ­μα­τι­κές και η­θι­κές ανατά­σεις, διαθέτουν α­νώ­τε­ρα ι­δα­νι­κά, τα οποία εί­ναι ξέ­να προς την ύ­λη[25]. Γι’ αυ­τό, και, κα­τά την α­ντί­λη­ψή τους, η τε­κνο­ποί­η­ση πα­ρέ­χει την αθα­να­σί­α, την α­νά­μνη­ση της ζω­ής και την ευ­δαι­μο­νί­α[26]· ευ­δαι­μο­νί­α, η ο­ποί­α α­πο­κτά­ται με το α­γα­θό, που ι­σο­δυ­να­μεί προς ό,τι το κα­λό, το ω­ραί­ο, το α­λη­θινό, το δί­καιο και το ορ­θό[27].

Από την άλλη μεριά, ο Α­ρι­στο­τέ­λης ε­νι­σχύ­οντας τη συ­νέ­χεια της ελ­λη­νι­κής σκέ­ψης, θε­ω­ρεί ό­τι το «εὖ πράτ­τειν» και, γε­νι­κό­τε­ρα, το «εὖ ζῆν» συνιστούν την ε­πί της γης ευ­δαιμο­νί­α. Η η­θι­κή ε­νέρ­γεια του αν­θρώπου εί­ναι υ­πο­ταγ­μέ­νη σε έ­να φυ­σι­κό νό­μο, σε μια γε­νι­κό­τε­ρη φυ­σι­κή σκο­πι­μότη­τα. Ο άν­θρω­πος υπα­κού­ει στη φω­νή τής ζω­ής, που δια­βι­βά­ζε­ται εν­στι­κτω­δώς[28]. Απ’ ό­λα, βέβαια, τα α­γα­θά που υ­πάρ­χουν στην ψυ­χή, προκρίνονται οι α­ρε­τές, ε­νώ από αυ­τά που υ­πάρ­χουν στο σώ­μα, επαινούνται η υ­γεί­α και το κάλ­λος. Ο Α­ρι­στο­τέ­λης, δια­κρίνοντας του νου σε ποι­η­τι­κό και πα­θη­τι­κό[29], διαιρεί και αντίστοιχα τις α­ρετές σε δια­νο­η­τι­κές και η­θι­κές[30], α­πο­φαινόμενος ό­τι «ἐκ τῆς νο­η­τικῆς ψυχῆς προ­ερ­χό­με­να θε­ω­ρη­τι­κά ἔργα τοῦ πνεύ­μα­τος εἶναι σπου­δαιό­τε­ρα τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν»[31]. Αυ­τή η θε­ω­ρη­τι­κή, η κα­θα­ρά νο­η­τι­κή - ηθι­κή[32] ε­νέρ­γεια, θε­με­λιώ­νει, κατά τον Αριστοτέλη, την ευ­δαι­μο­νί­α τού αν­θρώ­που[33]. Η ευτυχία εκλαμβάνεται ως το σπου­δαιό­τε­ρο α­γα­θό, το οποίο έ­γκει­ται στη σω­στή ζω­ή, δη­λα­δή στο να πράτ­τει, να δρα και να ε­νερ­γεί κανείς σω­στά[34]. Ωστόσο, σύμφωνα με τη θρη­σκεί­α των αρ­χαί­ων Ελ­λή­νων, στον άνθρωπο έ­χει δο­θεί ο­ρι­σμέ­νο μέ­τρο μα­κα­ριό­τη­τας, η υ­πέρ­βα­ση του ο­ποί­ου (βλ. Ύβρις) προ­κα­λεί τη φθο­νε­ρή ε­πέμ­βα­ση των θε­ών, η ο­ποί­α εμ­φανί­ζε­ται τότε στο προ­σκή­νιο ε­κρη­κτι­κά[35].

 Όσο αφορά στο Χριστιανισμό, ο έσχατος σκοπός όλων των κτισμάτων ούτε εντοπίζεται μέσα στην ίδια τους την ουσία ―μολονότι όλα τα κτιστά όντα διαθέτουν λόγο <κατ’ εικόνα> τού Θ. Λόγου―, ούτε περιορίζεται μόνο σ’ αυτά. Ε­νώ ο Πλάτων υποστηρίζει ό­τι η η φυσική τά­ση τής ψυ­χής και η έκ­στα­ση αποτελούν τις άριστες καταστασιακές προϋποθέσεις για να μεθέξει κανείς, «ἐρῶν τῶν καλῶν» τού από­λυ­του αγαθού τού Θε­ού, τού «ὄντως ὄντος»[36] ο α­πό­στο­λος των ε­θνών, Παύ­λος, αρ­νεί­ται το δι­καί­ω­μα της τε­λεί­ω­σης αποκλειστικά και μόνο στις έμφυτες δυνάμεις τού αν­θρώ­που, θε­ω­ρώ­ντας ό­τι κάτι τέτοιο εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα της Θεί­ας συμμαχίας[37]. Ο άν­θρω­πος εί­ναι προ­ϊ­όν τού αι­σθητού κό­σμου και ο τε­λι­κός σκο­πός τής ύ­παρ­ξής του δεν μπο­ρεί να ε­πι­τευ­χθεί μέ­σα σ’ αυ­τόν τον κό­σμο. Ο προ­ο­ρι­σμός του υ­περ­βαί­νει το χώ­ρο και το χρό­νο και κάθε­τι που εί­ναι αι­σθη­τό. Αν η διεύρυνση της συνείδησης δεν ξεπερνά το υλικό σώμα, επόμενο είναι η όλη φιλοσοφία τής ζωής να εξαντλείται στην ερ­μη­νεί­α αυτού τού υ­λι­κού σώ­μα­τος[38]. Κατά την Πατερική Θεολογία, σκοπός τής όλης «πεπτωκυίας» δημιουργίας είναι η πραγματοποίηση της «καινής κτίσης». Η Α­γί­α Γρα­φή ξε­κι­νά­ει με τη δη­μιουρ­γί­α τού κό­σμου και του αν­θρώ­που και τε­λειώ­νει με την υ­πό­σχε­ση της «και­νής» κτί­σε­ως[39]. Σύμ­φω­να με το πνεύ­μα τής Κ. Δια­θή­κης, ο άν­θρω­πος, με βάση το <κατ’ εικόνα>, καλείται να ε­πι­στρέ­ψει και να λυτρωθεί από την αμαρτία, να α­να­και­νι­σθεί και, γενικά, να σωθεί από την πνευματική του απώλεια. Τούτο μπορεί να επιτευχθεί με την, όσο το δυνατό, ομοίωσή του προς το Θείο του αρχέτυπο, η δε ο­μοί­ω­ση του ανθρώ­που προς το αρ­χέ­τυ­πο φαί­νε­ται με την προ­σοι­κεί­ω­ση των α­γα­θών. Συναφής όρος τής ομοίωσης είναι και ο όρος τελείωση. Όλη η Θεολογία τού αγίου Γρηγορίου μπορούμε να πούμε ότι χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό δυο τά­σεις: τη λα­χτά­ρα τής α­πό­λυτης τε­λειό­τη­τας ως προς τη γνώ­ση και την πρά­ξη, και την υ­πο­τα­γή στους α­να­γκαί­ους συμ­βι­βα­σμούς για να κατορθώσει ο άνθρωπος ―με όλες του τις αδυναμίες― να επιτύχει, στο μεγαλύτερο δυνατό όριο, αυτή την ιδανική τελειότητα[40]. Τε­λεί­ω­ση εί­ναι μια χω­ρίς τέ­λος (αδιάκοπη) κί­νη­ση του πε­πε­ρασμέ­νου αν­θρώ­που προς το ά­πει­ρο του Θε­ού. Η προ­σπά­θεια για την τε­λεί­ω­ση δεν ε­ξα­ντλεί­ται στις η­θι­κές ε­ντο­λές, αλ­λά συνιστά μια ευρύτερη σω­μα­τι­κο-πνευ­μα­τι­κή πά­λη[41]. Η όλη, συνεπώς, αυτή πο­ρεί­α προ­ϋ­πο­θέ­τει πνευματική διέ­λευ­ση μέ­σα απ’ τον ί­διο μας τον ε­αυ­τό. Η στρο­φή προς τον ε­σω­τε­ρι­κό άν­θρω­πο επιβάλλεται, προκειμένου ο άνθρωπος να γνω­ρί­σει τον ε­αυ­τό του, αλ­λά και την ει­κό­να τού Θεί­ου του Αρ­χε­τύ­που. Ο Μ. Βα­σί­λειος προτρέπει να στρέ­φου­με διαρ­κώς το βλέμ­μα μας προς την α­λη­θινή μας φύ­ση. Ο έ­ξω κό­σμος και ο έ­ξω άν­θρω­πος διαρ­κώς φθεί­ρο­νται, ε­νώ ο «έ­σω», η πνευ­μα­τι­κή μας φύ­ση, έ­χει τη δυ­να­τό­τη­τα της συ­νε­χούς α­να­νέ­ω­σης. Αναμ­φί­βο­λα, το φθαρ­τό τού­το και θνη­τό στοι­χεί­ο τής αν­θρώ­πι­νης ύ­παρ­ξης θα με­τα­σκευα­σθεί σε α­θά­να­το και α­διά­λυ­το. Ε­πί τού πα­ρό­ντος, ό­μως, το σώ­μα εξακολουθεί να φθείρε­ται και να κα­τα­στρέ­φε­ται[42]. Κα­θαι­ρού­με­νους, έτσι, η­θι­κά, ο άνθρωπος «τε­λειούται» και «ικανούται» να θε­άται τον Θε­ό, που εί­ναι α­κα­τά­λη­πτος, ά­χρο­νος και αιώ­νιος.

Ωστόσο, μεταξύ Θεού δημιουργού και έλλογου δημιουργήματος (ανθρώπου) δεν υφίσταται, απ’ αυτή την πρώτη δημιουργία, διάσταση, αφού τόσο η ουσία, όσο και οι ενέργειες του ανθρώπου, έχουν δημιουργηθεί θεοπρεπώς. Η Πρόνοια, λοιπόν, του Θεού δεν α­ντι­τί­θε­ται προς το σκοπό τής ίδιας τής ζωής του ανθρώπου. Αμφότερα εί­ναι α­μοιβαί­ως λει­τουρ­γι­κά στην οι­κο­νο­μί­α τής σω­τη­ρί­ας: «Η θέ­ω­ση α­πο­τε­λεί έ­να βραβεί­ο και η σω­τη­ρί­α μπο­ρεί να κερ­δι­θεί με η­θι­κή προ­σπά­θεια»[43]. Ό,τι α­να­δύ­ε­ται απ' τα κεί­με­να του Γρη­γο­ρί­ου εί­ναι μια σύλ­λη­ψη της χρι­στια­νι­κής ζω­ής, στην ο­ποί­α η λύ­τρω­ση με τα έρ­γα και η λύ­τρω­ση με τη Θ. Χά­ρη δεν α­ντι­μάχο­νται, αλ­λ’ α­πο­τε­λούν τις εμ­φα­νείς πλευ­ρές τής μιας και μό­νης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Ο Άγιος ε­πι­χει­ρεί να ε­πι­τύ­χει μια ι­σορ­ρο­πί­α με­τα­ξύ αυ­τού που εί­ναι φυ­σι­κό θέ­λη­μα για αυ­τόν, και αυ­τού που ε­πι­λέ­γει ε­λεύ­θε­ρα, π.χ. α­νά­με­σα σε αυ­τό που του δί­δε­ται, και σ’ αυ­τό που ο ί­διος ε­πι­τυγ­χά­νει[44]. Μό­νο τό­τε μπο­ρεί η λύ­τρω­ση να εί­ναι και έ­να δώ­ρο και έ­να α­ντάλ­λαγ­μα της ανθρώ­πι­νης και της Θεί­ας πη­γής. Ο Γρη­γό­ριος δεν α­ποδί­δει τα πά­ντα στον άν­θρω­πο ή σε ένα μέρος του, ούτε τα πάντα στον Θε­ό, αλ­λά μπο­ρεί ταυ­τό­χρο­να να πει ό­τι η λύ­τρω­ση του αν­θρώ­που είναι η ί­δια του η ε­νέρ­γεια. Και, ε­πί­σης, ό­τι όλο αυ­τό εί­ναι ο­λο­κλη­ρω­τι­κά η ε­νέρ­γεια του Θε­ού. Ο άν­θρω­πος, ό­σο αγωνίζε­ται, λαμ­βά­νει κατ’ α­να­λο­γί­α· και αγωνίζε­ται με τη δύ­να­μη του Θε­ού, που λαμ­βά­νει[45].

Ειδικότερα, οι στόχοι τού ανθρώπου στην επίγεια αυτή ζωή του είναι αφενός μεν να εργασθεί προς την κατεύθυνση της συμβολής στην hic et nunc αποκατάσταση των προσωπικών και διανθρωπίνων σχέσεών του με το δημιουργό Θεό και τη δημιουργία Του, και αφετέρου να γνωρίσει εγγύτερα και βαθύτερα τον Θεό[46]. Κατά τον α­εί­μνη­στο κα­θη­γη­τή Νι­κό­λα­ο Νη­σιώ­τη, συνιστά υ­πο­χρέ­ω­ση του αν­θρώ­που να ο­δη­γη­θεί στην ε­πί­γνωσή του για το α­κα­τά­λη­πτο του Θε­ού, αλ­λά και υ­πο­χρέ­ω­σή του να γνω­ρί­σει τον Θε­ό, ό­σο τού εί­ναι δυ­να­τό, με τη με­τά­νοια και τη με­το­χή του στη Θεί­α Ευ­χα­ρι­στί­α, που α­πο­τε­λεί α­πό­φα­ση αλ­λα­γής στη σκέ­ψη και την πρά­ξη του[47]. Το βί­ω­μα της με­τά­νοι­ας, ό­ταν εί­ναι γνή­σιο και βα­θύ, ει­σά­γει τον άν­θρω­πο α­πευ­θεί­ας στη σφαί­ρα τού Θε­ού. Το μυστήριο της ι. Εξο­μο­λο­γή­σεως δεν εί­ναι το τέ­λος μιας ―από όλες τις πλευρές― α­πο­τυ­χη­μέ­νης ζω­ής, αλ­λ’ η α­παρ­χή μιάς νέ­ας και ελεύθερης, χωρίς φόβο, ζω­ής[48]· μιας ζω­ής, που ο­δη­γεί σε α­πό­λυ­τη αρ­μο­νί­α το σώ­μα με την ψυ­χή.

 


 [1] J. Brunet, Greek Philosophy, 1, Platonism 1928, σ. 342-345.

[2] H. A. Wolfson, Philosophy of the Church Fathers, Cambridge 1964, p. 132.

[3] Πλάτω­νος, Συ­μπό­σιον 209 BC: «Tὶ οὖν προ­σή­κει, φρό­νη­σιν τε καὶ τὴν ἄλλην ἀρε­τήν. Ὧν δὴ εἰσὶ καὶ οἱ ποι­ητὲς πά­ντες γε­νή­το­ρες καὶ τῶν δη­μιουρ­γῶν ὅσοι λέ­γο­νται εὑρε­τι­κοὶ εἶναι». Ο Σω­κρά­της πι­στεύ­ει ό­τι ο άν­θρω­πος ω­θεί­ται στο ορ­θό α­πό τον έμ­φυ­το έ­ρω­τά του για το αγαθό. Δεν παύ­ει να ταυ­τί­ζει και πά­λι την α­ρε­τή με την α­λή­θεια. Θε­ω­ρεί τη φρό­νη­ση (σο­φί­α) και τα άλ­λα μέ­ρη τής α­ρε­τής (την αν­δρεί­α και τη δι­καιο­σύ­νη), χα­ρα­κτη­ριστι­κά των ποι­η­τών και των ε­φευ­ρε­τών.

[4]Πλάτωνος, Συμπόσιον  207C

[5] Ο.π., σ. 43.

[6] Paul Νatorp, Ἡ περὶ τῶν ἰδεῶν Θε­ω­ρί­α τοῦ Πλά­τω­νος, Α­θή­ναι 1929, σ. 59. Πρβλ. Martin Gottfried, Πλά­των, Πλέ­θρον, Φι­λο­σο­φί­α 1991, σ. 23.

[7] Β. Ν. Τα­τά­κη, Φι­λο­σο­φι­κά Με­λε­τή­μα­τα, Ερ­μής, Α­θή­να 1972, κεφ. Η πνευ­μα­τι­κή φύ­ση του αν­θρώ­που, σ. 43 και εξ.

[8] James Adams, Σω­κρά­της –Πλά­τω­νας, Ει­σα­γω­γή στη φι­λο­σο­φι­κή τους σκέ­ψη, Α­θή­να 1996, σ.  59. 

[9] Πλά­τω­νος, Τί­μαιος 46d, 45b, Φαί­δρος 264C 266b, Φαί­δων 250 c. Πρβλ. Von A. K. Danassis, Johannes Chrysostomos, Pädagogisch-Psychologische Ideen in Seinem Werk, Bouvier Verlag Herbert Grundmann, Bonn 1971, σ. 200 ἑξ.

[10]Πλάτωνος ,Τίμαιος 157c

[11] Gr. Vlastos, Πλα­τω­νι­κές Με­λέ­τες, μετ. Ιορ­δάνης Αρ­ζό­γλου Μ.Ι.Ε.Τ Α­θή­να 1994, σ. 95.

[12] Dimitru Staniloae, Δο­κί­μια, Σύ­να­ξη 1982, σ. 19.

[13] D. F. Winslow, Christology and Exegesis in the Cappadocians, London 1971, σ. 57-59.

[14] Γρη­γο­ρί­ου Νύσ­σης, Εἰς τὴν Ἑξα­ή­με­ρον, P.G. 44, 73A.

[15] Γρη­γο­ρί­ου Θε­ο­λό­γου, Λό­γος 45, 7: «Νοῦς μὲν πέ­ρας τοῦ μυ­στη­ρί­ου, τῇ πρὸς Θεὸν νεύ­σει θε­ού­με­νον».

[16] Όπ. σ. 193.

[17] Snell Bruno, H α­να­κά­λυ­ψη του πνεύ­μα­τος, Ελ­λη­νι­κές ρίζες τής Ευ­ρω­παι­κής σκέ­ψης, ΜΙΕΤ Α­θή­να 1984, σ. 40 και εξ. 

[18] Γρη­γορί­ου Νύσ­σης, ΡG 44,213C: «Ἡμεῖς ἐπὶ τὴν πί­στην ἐπα­να­κτέ­ον τὸν λό­γον, δι’ ἧς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ὑπο­στῆναι τὸ πᾶν ἐδε­ξά­με­θα, καὶ πά­λιν εἰς ἄλλην τινὰ μα­τα­στοι­χειοῦσθαι κα­τά­στα­σιν».

[19] M. Φα­ρά­ντου,   Δογ­μα­τι­κή II, Α­θή­να 1997, σ. 79 και  εξ.

[20] Κολ. 3, 1: «Τὰ ἄνω ζη­τεῖτε, τὰ ἄνω φρο­νεῖτε, μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς».

[21] Πλά­τω­νος, Γορ­γί­ας 470 e.

[22] W. D. Ross, Plato΄ς Theory of ideas, Oxford 1951, p. 79.

[23] Auguste Dies, Πλά­των, Ο άν­θρω­πος, η ε­πο­χή του και το έρ­γο του, VI. Πνευ­μα­τι­κές Με­ταλ­λα­γές, Εκ­δ. Κα­ρα­βά­κος, Α­θή­να 1955, σ. 117.

[24] T. M. Robinson, Platos Psychology, University of Toronto Press, σ. 69.

[25] Πλά­τω­νος, Συ­μπό­σιον 208e: «Οἱ ἐγκύ­μο­νες καὶ τὰ σώ­μα­τα μᾶλλον πρὸς τὰς γυ­ναῖκας τρέ­πο­νται, καὶ ταύτῃ ἐρω­τι­κοὶ εἰσί(ν)».

[26] Δημ. Σα­κορ­ρά­φου, Έ­ρως προ­ϊ­στο­ρι­κός, πλα­τω­νι­κός, Ε­στί­α-Αθή­να, σ. 245.

[27] Πλά­τω­νος, Συ­μπό­σιον, 211a,b.

[28] Β. Ν.     Τα­τά­κη, Φι­λο­σο­φι­κά Με­λε­τή­μα­τα, Α­θή­να 1972, σ. 47 και εξ.

[29] Α­ρι­στο­τέ­λους, Πε­ρί ψυχῆς 430a «Ἐπεὶ δ' ὥσπερ ἐν ἁπάςῃ τῇ φύσει καὶ ἄνευ  τού­του οὐδὲν νο­εῖ».

[30] Α­ρι­στο­τέ­λους, Ἠθι­κά Νι­κο­μά­χεια, 1103a «Διο­ρί­ζε­ται δὲ καὶ ἡ α­ρετὴ κατὰ τὴν  δια­φορὰν ταύ­την.»

[31] Aρι­στο­τέ­λους, Ἠθι­κά Νι­κο­μά­χεια, 1178a. «Δευ­τέ­ρως δι’ ὅ κατὰ τῶν ἄλλων ἀρε­τήν. Ἡ δὲ τοῦ νοῦ κε­χω­ρι­σμέ­νη».

[32] Α­ρι­στoτέ­λους, Ἠθι­κά Νι­κο­μά­χεια, 1177a.

[33] Α­ρι­στο­τέ­λους, Με­τα­φυ­σι­κά ΧΙ­Ι,7 «Ἡ θε­ω­ρί­α τὸ ἥδι­στον καὶ ἄρι­στον».

[34] Χαρ. Θε­ο­δω­ρί­δη, Ει­σα­γω­γή στη Φι­λο­σο­φί­α, Α­θή­να 1933, σ. 203-229.

[35] Ο.π., σ. 11.

[36] Κ.Ι. Δε­σπο­τό­που­λου, Με­λε­τήμα­τα φι­λο­σο­φί­ας, Ι­Ι 1980 σ. 36. και εξ.

[37] Α' πρὸς Κο­ριν­θί­ους. Ἐπι­στολ. Ἀπο­στό­λου Παύ­λου Α 21-22: «Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σο­φίᾳ τοῦ Θε­οῦ οὐκ ἔγνω ὁ κό­σμος διὰ τῆς σο­φί­ας τὸν Θε­όν, εὐδό­κη­σεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μω­ρίας τοῦ κη­ρύγ­μα­τος σῶσαι τοὺς πι­στεύ­ο­ντας». 

[38] K. T. Ware, Η με­τα­μόρ­φω­ση του σώ­μα­τος, Α­θή­να 1971, σ. 50-80.

[39] Κα­τά Ἰω­άν­νην 1, 14: «Καὶ ὁ Λό­γος σὰρξ ἐγέ­νε­το καὶ ἐσκή­νω­σεν ἐν ἡμῖν καὶ ἐθε­α­σά­με­θα τὴν δό­ξαν αὐτοῦ, δό­ξαν μο­νο­γε­νοῦς παρὰ πα­τρὸς πλή­ρης χά­ρι­τος καὶ ἀλη­θεί­ας». Οι εκ­φρά­σεις «πᾶσα σάρ­ξ» και «πᾶσα ψυ­χή» εί­ναι ταυ­τό­ση­μες και τί­θε­νται α­ντί τής εκ­φρά­σε­ως «πᾶς ἄνθρω­πος». Πρβλ. Γρη­γο­ρί­ου Νύσ­σης, Κα­τά Εὐνο­μί­ου Γ, P.G. 29, 396Β. Ο άγιος Γρη­γό­ριος α­να­φέ­ρει: «Ὁ Λό­γος σὰρξ γε­νό­με­νος ὅλην μετὰ τῆς σαρ­κὸς τὴν ἀνθρώ­πι­νην συ­νέ­λα­βεν φύ­σιν, ὅθεν καὶ τὸ πεινῆν καὶ τὸ διψῆν καὶ τὸ δει­λιᾶν καὶ τὸ φο­βεῖσθαι καὶ τὸ ἐπι­θυ­μεῖν καὶ τὸ κα­θεύ­δειν καὶ τὸ τα­ράτ­τε­σθαι καὶ τὸ δα­κρύ­ειν καὶ πά­ντα τὰ τοιαῦτα γί­νο­νται»  Πρβλ. Μ. Α­θα­να­σί­ου,  Mαρτυρίαι έκ της Γραφής, της κατά φύσιν κοινωνίας,εκ του ομοίως είναι τον Πατέρα, και τον  Υιόν και το Άγιον Πνεύμα προς Θεωρίαν δυσέφικτον, και μίαν έχειν ενέργειαν,τόμος 28,σ.29

[40] H. F. Cherniss, The Platonism of Gregory of Nyssa, (University of California Publication in Classical Philology,11),  Berkeley, California 1930, σ. 75.

[41] Χ. Γιαν­να­ρά, Η Με­ταφυ­σι­κή του Σώ­μα­τος, Α­θή­να 1971, σ. 91- 94. Η α­γα­θή ε­πι­κοι­νω­νί­α και σχέ­ση με το Θε­ό συ­νε­πά­γε­ται ευ­τυ­χί­α, ε­νώ α­ντί­θετα η κα­τα­πά­τη­ση του θε­λή­μα­τός του ση­μαί­νει ε­γκα­τά­λει­ψη, πε­ρι­φρό­νη­ση έ­χοντας σαν ε­πα­κό­λου­θο τη φθο­ρά και το θά­να­το. Πρβλ. Ιερ. 2, 13, Ιακ. 4, 16, Ε­ξοδ. 15, 286: «Ἐγὼ γὰρ εἰμὶ Κύ­ριος ὁ Θε­ός σου, ὁ ἰώ­με­νος». «Ἐμὲ ἐγκα­τέ­λιπον πηγὴν ὕδα­τος ζωῆς καὶ ὤρυ­ξαν ἑαυ­τοῖς λάκ­κους συ­ντε­τριμ­μένους, οἱ οὐ ζω­ή­σο­νται ὕδωρ συ­νέ­χειν».

[42] Γρη­γο­ρί­ου Νύσ­σης, Πρὸς πεν­θοῦντας, P.G. 46, 508D – 509A.

[43]  Χ. Γιανναρά, Η Μεταφυσική του Σώματος, Αθήνα 1971,σ. 95-103

[44] S. Loeuchli, The Ser pet and the Dov: Five Essays in Early Christianity, New York 1966, σ. 186-188. Πρβλ. Μα­ξί­μου του Ο­μο­λο­γη­τού, Φι­λο­κα­λί­α 15Α, Θε­ο­λο­γι­κά -Πο­λε­μι­κά Θεσ­σα­λο­νί­κη  1995, σ. 375 (Α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου ε­πι­σκό­που Νύσ­σης α­πό τον λό­γο του κα­τά  Α­πο­λι­να­ρί­ου): «Θέ­λη­ση της νο­ερής ψυχής είναι το να εκλέ­γει με εξου­σί­α όσα συμ­φω­νούν με τη γνώ­μη της με αυτο­προ­αί­ρε­τη θέ­λη­ση. Θέ­λη­ση είναι η φυ­σικὴ ζωὴ κά­θε λο­γικής φύ­σης. Η στέ­ρη­ση της ζωής αυτού τού είδους είναι αναί­ρε­ση τής ουσί­ας».

[45] Ο.π., σ. 187, 188.

[46]Τοαίτημααυτόείχεεπισημάνει,απόανθρωπολογικής/φιλοσοφικής σκοπιάς, ο Fichte, λέγοντας ότι ο άνθρωπος αυ­τό που εί­ναι και αυ­τό που ο­φεί­λει να γίνει με την προ­σπά­θειά του, πρέ­πει να το γνωρίζει. Ομοίως, πρέ­πει η σκέ­ψη του να μπο­ρεί, με τρό­πο γε­νι­κό, να υ­ψω­θεί πά­νω απ’ τα ό­ρια του αι­σθη­τού κό­σμου (βλ. G. H. Fichte, Ο προ­ο­ρι­σμός του αν­θρώ­που, εκ­δ. Α­να­γνω­στί­δη, Α­θήνα χχ., σ. 5).

[47] Μι­χά­λη Μα­κράκη, Η Αρ­μο­νί­α ψυ­χής και σώ­μα­τος στο Νικ. Νη­σιώ­τη και η ορ­θό­δο­ξη Φι­λο­σο­φι­κή Θε­ο­λο­γί­α του, Α­θή­να 1989, σ. 13 και εξ. Στο έρ­γο «Προ­λε­γό­με­να εἰς τὴν θε­ο­λο­γικὴ ἀγνω­σί­α» δια­κρί­νει τρεις ορ­θό­δο­ξες κα­τη­γο­ρί­ες της γνώ­σε­ως του Θε­ού. «Τὴν με­τά­νοια καὶ τὸ φῶς, τὴν δυ­να­μικὴ πί­στη ἐν ἐλευ­θε­ρίᾳ ὡς ἔργον ἀγά­πης ἐν τῷ κό­σμῳ, καὶ τέ­λος ὡς ἔκφρα­σι(ν) αὐτῶν τὴν εὐχα­ρι­στί­αν ἐν δο­ξο­λο­γίᾳ».

[48]  Ο.π., σ. 59.

 

Πηγή υλικού

Αικατερίνη Κ. Διαμαντοπούλου, Πλάτων και Καππαδόκες πατέρες. Περί σώματος: Συγκριτική θεώρηση, Αθήνα 2007

 

Επιλογή υλικού

Αικατερίνη Διαμαντοπούλου, Υπεύθυνη υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων




ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
Powered by active³ CMS - 28/03/2024 8:08:17 μμ