 |
 |
Δευτέρα, 12 Μαϊ, 2025 Επιφανίου επισκόπου Κύπρου, Γερμανού αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Θεοδώρου οσίου του εν Κυθήροις, νεομάρτυρος Ιωάννου. |
 |
|
 |
|
|
 |
 |
 |
 |
 |
|
 |
|
 |
 |
Ο «εμφύλιος» πόλεμος της ψυχής κατά τον Ι. Χρυσόστομο, Καθηγητού Σπυρίδωνος Τσιτσίγκου, ΜΑ, DD, PhD
"Συνηγάγομεν συνέδριον ἵνα τόν
χιονόφεγγον μαργαρίτην
πίστει ὑποδεχθῶμεν"[1].
Ὁμολογουμένως ζοῦμε διεθνῶς σέ φάση ἐφαρμογῆς τοῦ λεγόμενου "ἀσύμμετρου πολέμου". Ἡ Πατερική Θεολογία γνωρίζει τριῶν εἰδῶν πολέμους: πνευματικό, ψυχικό καί ὑλικό. Καθένας ἀπ' αὐτούς ἔχει τήν αἰτία του στόν προηγούμενο, σύμφωνα μέ τήν τάξη τῆς δημιουργίας. Ἄν, ὅμως, κάθε (ὑλικός) πόλεμος εἶναι ἀπευκταῖος, καί μάλιστα ὁ ἐμφύλιος, πόσο πιό ὀδυνηρός θά εἶναι ἕνας πνευματικός ἐμφύλιος; Ὅπου πόλεμος, ἐκεῖ καί τραύματα, ἐκεῖ καί θύματα. Οἱ ἥρωες κάθε πολέμου τιμῶνται εἴτε γιά τήν ἀνδρεία, εἴτε γιά τήν αὐτοθυσία, πού ἐπέδειξαν. Ὅσο σκληρότερος εἶναι ἕνας πόλεμος, τόσο μεγαλύτερος ἔπαινος ἁρμόζει στούς μαχητές.
Ἡ πνευματική νοσολογία, πού ἀπορρέει ἀπό ἕναν πνευματικό πόλεμο, εἶναι πάντα ἕνα θέμα τόσο ἐπίκαιρο ὅσο καί ἀνεξάντλητο. Θά προσκομίζαμε "γλαῦκ' ἐς Ἀθήνας", ἄν μιλούσαμε γιά τήν καταπληκτική ἐπικαιρότητα τοῦ χρυσοστομικοῦ ἔργου, πού καλύπτει ὅλη σχεδόν τή γκάμα τοῦ πολιτισμοῦ. Οἱ "εἰς Ἀνδριάντας"[2] λόγοι τοῦ ἱ. Πατρός λ.χ. θά μποροῦσαν, μέ τήν ἴδια ἐνάργεια, νά ἀκουστοῦν καί σήμερα μετά τά τρομοκρατικά χτυπήματα κατά τῆς Ἀμερικῆς, δίνοντας μάλιστα ἀποστομωτική ἀπάντηση στήν "ἐξήγηση" τοῦ S. Huntington πώς γιά τούς πολέμους τοῦ Βυζαντίου ἔφταιγε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος[3]! Μιά συνεδριακή ὅμως Ἡμερίδα σάν τή σημερινή, ὅπου προέχει ἡ ἐπιστημονική ἀνακοίνωση νέων στοιχείων τοῦ Χρυσοστομικοῦ ἔργου, δέ νομίζω ὅτι θά μποροῦσε νά προσλάβει μορφή κηρυγματικῆς ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἄλλωστε θά μείωνε τήν προσφορά τοῦ ἱ. Πατρός, μεταξύ τῶν ἄλλων, καί στό ἀνθρωπολογικό πεδίο.
Ὁ τιμώμενος σήμερα - μνήμη τῆς κοιμήσεώς του - Ἅγιος[4] ὑπῆρξε ὄντως ἀληθινός μάρτυς καί ἥρως καί τῶν τριῶν μορφῶν πολέμου. Ὑπόδειγμα ἱεράρχου, οἰκουμενικοῦ Πατρός, Θεολόγου ἐπιστήμονος καί μεγάλου Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας. "Συντρέχοντες", λοιπόν, "καί ἡμεῖς σήμερον εἰς τήν ἐκείνου τιμήν", τιμήσωμεν τόν Ἰωάννην "τῇ παρουσίᾳ, τῇ ἀκροάσει, τῇ σπουδῇ"[5].
Ι. ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ
Ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, εἶναι δισύνθετος, ἀποτελούμενος ἀπό σῶμα καί ψυχή· τοῦτο νοοῦμεν ὄχι ἀποκλειστικῶς μονιστικά ἤ δυιστικά, ἀλλά κατά ἕναν ὁλιστικό Δυαλισμό. Ἡ ψυχή ἀπό τήν κτίση της περιέχει ἕνα συνειδητό μέρος (τή γνωστή τριμερή Πλατωνική διαίρεση σέ νόηση, βούληση καί συναίσθημα) καί ἕνα ἀσυνείδητο (τή μελανία, κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο). Ὁλόκληρη πάλι αὐτή ἡ ψυχή (Psyche) ἄν μέν, διά τῶν μυστηρίων, κινηθεῖ πρός τό Θεό, μέ βάση τό <καθ' ὁμοίωσιν>, μεταμορφώνεται σέ πνευματική ψυχή (Soul) καί λειτουργεῖ ὑγιῶς, ἄν ὄχι, νοσεῖ καί ὁ ἄνθρωπος καταντᾶ σαρκικός.
Ὡστόσο, μεταξύ τῆς μιᾶς καταστάσεως (δηλ. τῆς θρεπτικῆς ψυχῆς ἤ τοῦ ψυχικοῦ ἀνθρώπου) καί τῆς ἄλλης (δηλ. τῆς νοητικῆς ψυχῆς ἤ τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου) ἡ ὀρθόδοξη Ἀνατολική Πατερική Ἀνθρωπολογία διακρίνει μέν, ἀλλά χωρίς νά διαχωρίζει[6], ἀφοῦ οὔτε ὅλες οἱ ψυχικές ἀσθένειες συνιστοῦν ἁμαρτία[7], οὔτε ἡ ἁμαρτία πάντα ὁδηγεῖ σέ ψυχική πάθηση[8],
ΙΙ. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ
Κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, ἡ ψυχική ὑγεία ἀπορρέει ἀπό τήν πνευματική μακαριότητα, ὅπως, ἀντίθετα, καί ἡ ψυχική ἀσθένεια ἀπό κάποια πνευματική ἀταξία.
Τό ἔσχατο αἴτιο τῶν ψυχοπνευματικῶν νόσων, παράλληλα μέ τήν ἐπενέργεια καί ὁρισμένων ἐξωτερικῶν παραγόντων, πού λειτουργοῦν κυρίως ὡς ἀφορμές στήν πρόκληση τῆς ἀσθένειας, παραμένει ὁ ἴδιος μας ὁ ἑαυτός (ἡ μικροψυχία)[9]. Σ' αὐτό καταλήγει ὁ ἱ. Πατήρ, ἐπειδή δίνει πάντα τό προβάδισμα στήν ἐλευθερία βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐκφραζόμενος συνήθως ὁ Ἅγιος μέ Ἀριστοτελική φρασεολογία, θεωρεῖ πώς ὅλες οἱ ψυχικές ἀνωμαλίες ἀποτελοῦν, λόγω ἀπροσεξίας[10], παρέκλιση ἀπό τό βιοψυχικό φυσιο-λογικό, δηλ. τό μέτρο[11], πού συνιστᾶ τήν ἀρετή τῆς δικαιοσύνης· ὅταν, μέ ἄλλα λόγια, ὁρμές καί συναισθήματα δέν μποροῦν νά δαμασθοῦν ὑπό τοῦ λόγου. Καί στό Στωικισμό τά πάθη γεννιοῦνται εἴτε ἀπό παράλογες σκέψεις, εἴτε ἀπό "ὁρμή πλεονάζουσα"[12]· κι ἐδῶ εἰσερχόμαστε στήν ἔννοια τῆς ἀμετρίας καί πλεονεξίας, πού εἶναι λέξεις-κλειδιά γιά τήν κατανόηση τῆς Χρυσοστομικῆς Ἠθικῆς. Οἱ θλίψεις (πόνος), διδάσκει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, μᾶς καταλαμβάνουν, γιατί ἐπιθυμοῦμε τήν ὑπέρμετρη ἡδονή[13]. Ἄν ἀπό τήν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀτόμου γίνεται λελογισμένη καί μέτρια χρήση τῆς κάθε ἐπιθυμίας, τότε αὐτή λειτουργεῖ ὀρθά (βλ. "μετριοπάθεια"), δηλ. ἀναμάρτητα. Τό ἠθικά κακό εἶναι καί φυσικά φαῦλο: "Οὐδέν γάρ ἐστι φυσικόν κακόν"[14]. Ἡ ὑγεία, ἔτσι, ταυτίζεται μέ τό "κατά φύσιν", ἐνῶ ἡ ἀσθένεια μέ τό "παρά φύσιν"[15]. Λέγοντας αὐτά ὁ ἱ. Πατήρ, οὔτε ταυτίζει (ὅπως πολλά χρόνια ἀργότερα ὁ Βαρλαάμ), οὔτε διαχωρίζει στεγανά μεταξύ ψυχικῆς ("σαρκικῆς" - κλινικῆς) καί πνευματικῆς ὑγείας. Παρόλο πού ἡ ψυχή διαθέτει ἕνα ἱκανό ἀπόθεμα δυνάμεως, ἐντούτοις σέ δύσκολες περιπτώσεις ἐξαντλεῖται κι αὐτό τό δυναμικό, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἄνθρωπος νά καταντᾶ ράκος[16]· γι' αύτό, χρειάζεται πάντα (καί στήν ἀρχή, καί στή μέση, καί στό τέλος τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα) τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ[17].
ΙΙΙ. Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Ἡ ἀσθένεια, κατά τήν Παύλεια Ἠθική, δέν ἀποτελεῖ ἀδυναμία (Nietzsche) καί αἰτία δυστυχίας, ἀλλά δύναμη καί εὐλογία[18]. Κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, ἀσθένεια εἶναι μέν μία "ἡ λέξις, πολλά δέ τά ἐξ αὐτῆς δηλούμενα"· στήν Ἁγία Γραφή δύναται νά σημαίνει: α) τή σωματική ἀρρώστεια, β) "τό μή πεπηγέναι ἐν τῇ πίστει ἁπλῶς, μηδέ τέλειον εἶναι καί ἀπηρτισμένον", καί γ) τίς διάφορες δοκιμασίες (διωγμοί, παγίδες πνευματικές, ἐπιβουλές, ἀπειλές, κίνδυνοι, θάνατοι, ἐπήρειες, πειρασμοί, ἐπαγωγές)[19].
Οἱ Πατέρες κρατοῦν κυριολεκτικά καί συνεκδοχικά τό νοσολογικό χαρακτήρα τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία εὐθύνεται γιά τή νοσηρότητα τόσο τῆς ψυχοσωματικῆς δομῆς, ὅσο καί τῆς πνευματικῆς συστάσεως[20]. Ἐφόσον ἡ ἀνθρώπινη ψυχή εἶναι ἑνιαία, ἑνιαία θά εἶναι καί ἡ ἀσθένεια τῆς ψυχῆς. Ἔτσι, θά πρέπει νά ὁμιλοῦμε γιά τίς ἀσθένειες τῆς ὅλης ψυχῆς, ἐφόσον ἡ ἁμαρτία ἔχει ἄμεση διασύνδεση τόσο μέ τήν "ὀργανική" ὅσο καί μέ τή "διανοητική" ψυχή[21]. Ὁ ἱ. Χρυσόστομος ὡς ἀφορμές τῆς ψυχικῆς νόσου θεωρεῖ σωματικές ἀσθένειες, ψυχολογικοκοινωνικά προβλήματα καί μεταφυσικούς παράγοντες.
Ἀνάλογα σέ ποιό στάδιο[22] τῆς ψυχοπνευματικῆς ἐξέλιξης τοῦ ἀνθρώπου θά ἐπισυμβεῖ ἡ ἀσθένεια, ὁμιλοῦμε γιά (ψυχιατρικῆς/ψυχολογικῆς αἰτιολογίας) νόσους (Psyche) τοῦ λεγόμενου "σαρκικοῦ" ἀνθρώπου, καί γιά τά λεγόμενα πάθη τῆς ψυχῆς - πνευματική νοσολογία (πού ἐνοχλοῦν στήν πορεία πνευματοποιήσεως τῆς ψυχῆς).
Πάντως, κάθε ψυχοπνευματική ἀσθένεια ὀφείλεται σέ κάποια ἐσωτερική σύγκρουση τῆς ψυχῆς. Ἔτσι, ἄν ὑπάρχει ἁρμονία στή σχέση τῆς ψυχῆς μέ τό Θεό, θά ὑπάρχει καί ψυχική γαλήνη - ἠρεμία.
ΙV. Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗ «ΘΥΡΑΘΕΝ» ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ –ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ
Πολύ πρίν τόν S. Freud καί τήν Ψυχολογία τοῦ Βάθους οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες Φιλόσοφοι, ὅπως ὁ Ἡράκλειτος (540-480 π.Χ.) μέ τήν ἐναντιοδρομία του καί τό "πόλεμος πάντων πατήρ", ἤ ὁ Ἐμπεδοκλῆς (483-424 π.Χ.) μέ τή θεωρία του περί φιλότητος καί νίκους εἶχαν ἔμμεσα ἀναφερθεῖ σ' αὐτή τήν ψυχική σύγκρουση. Ὁ Ἀρίστιππος ὁ Κυρηναῖος ὅμως ἦταν ὁ πρῶτος καί στή συνέχεια ὁ Ἐπίκουρος (341-270 π.Χ.), πού ἀνακάλυψαν τή βασική ψυχική σύγκρουση μεταξύ τῆς ἐπιθυμίας ἱκανοποιήσεως μιᾶς ἡδονῆς καί τοῦ δυνατοῦ τῆς πραγματοποιήσεώς της[23]. Ἐπί χριστιανικοῦ ἐδάφους ὅσοι Πατέρες ἀσχολήθηκαν κάπως ἰδιαίτερα μέ τό θέμα τῆς ψυχικῆς σύγκρουσης πρίν τόν ἱ. Χρυσόστομο, ἦσαν οἱ: Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος (300-390), Γρηγόριος Νύσσης (335-394) καί Εὐάγριος Ποντικός (345-399).
I. Η ΔΙΑΣΚΕΨΗ
Α. Γενικά.
Τή σύγκρουση τῆς ψυχῆς ὁ ἱ. Χρυσόστομος ἀποκαλεῖ μέ διάφορα ὀνόματα, ὅπως διάσταση, διάσκεψη, πρόσκρουσμα[24] καί πόλεμο[25].
Β. Διαμάχη μεταξύ «νόμου τῆς ἁμαρτίας» καί «νόμου τοῦ νοός».
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔχει μιλήσει πολύ ἀναλυτικά γιά τή σύγκρουση μεταξύ "νόμου τοῦ σώματος" (ἤ "νόμου τῆς ἁμαρτίας", δηλ. τῶν ἐπιθυμιῶν, τῶν ροπῶν καί κινήσεων τῆς μεταπτωτικῆς ψυχῆς) καί "νόμου τοῦ νοός" (ἤ φυσικοῦ - προπτωτικοῦ "νοός")[26]. Πρόκειται γιά μιά σύγκρουση μεταξύ ἠθικῆς συνείδησης καί μεταπτωτικῆς βιοψυχικῆς ὁρμῆς (ἀνάγκης, ἐνστίκτου, ἐπιθυμίας), ἤ μεταξύ τοῦ λογικοῦ (θεοφόρου νοός) καί τῆς ἀλόγου διαθέσεως (παθῶν) τῆς ψυχῆς. Ὅταν τό ἕνα μέρος τοῦ ἑαυτοῦ μας (ὁ κατ' εἰκόνα τοῦ Θ. Λόγου πλασθείς λόγος) θέλει νά ὑπακούσει στό Θεῖο Νόμο, ἐνῶ τά ὑπόλοιπα μέρη (βουλητικό καί θυμοειδές) ὄχι, τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται πολέμιος (ἐχθρός) τῆς ἴδιας του τῆς ψυχῆς[27]. Τέτοιες συγκρούσεις ἁγιογραφικά συναντᾶμε στήν περίπτωση τῆς Εὔας, τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ (μεταξύ φιλοθεΐας καί φιλοτεκνίας)[28], τοῦ πάγκάλου Ἰωσήφ[29], τῶν Τριῶν Παίδων[30], τῆς μητέρας τῶν Μακκαβαίων[31], τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου (κατά τή νύχτα τῆς συλλήψεως τοῦ Κυρίου)[32], τοῦ διακόνου Φιλίππου (μεταξύ ἐγκόσμιου ἔρωτα καί Θείου ἔρωτα)[33], τοῦ ἁγίου μάρτυρα Λουκιανοῦ[34] κ.ἄ. Ἀναλύοντας ὁ ἱ. Πατήρ τούς πειρασμικούς πολέμους, πού καθημερινά δέχονται οἱ παρθένες, ἐκθέτει πολύ γλαφυρά αὐτή τήν ἐνδοψυχική διαμάχη στήν πιό πρωτογενή της μορφή, δηλ. τή σεξουαλική Libido[35].
Γ. Τό πρόσκρουσμα μεταξύ ἀνθρώπινου καί Θείου θελήματος.
Ἐφόσον ὁ "νόμος τοῦ νοός" (ἠθική συνείδηση) προέρχεται ἀπό τό <κατ' εἰκόνα>, ἕπεται ὅτι, σέ τελευταία ἀνάλυση, ὁποιοδήποτε κακό καί ὁποιαδήποτε σύγκρουση προέρχονται ἀπό τή διά τῆς ἁμαρτίας πρόσκρουση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό[36]. Προπτωτικά ὁ Θεός, μέσω τοῦ <κατ' εἰκόνα> (λογικῆς), εἶχε δώσει τήν ἐξουσία τῆς λογικῆς ψυχῆς πάνω στά ἄλογα μέρη τῆς ψυχῆς. Μεταπτωτικά, μέ τήν ἐξασθένιση τῆς "ἄνωθεν βοηθείας", ἡ ψυχή περιέπεσε σέ μιά ἀφύσικη (ἁμαρτωλή) κατάσταση, ἡ ὁποία καί προκαλεῖ τή διαμάχη σαρκός (κακίας-ἁμαρτίας) καί πνεύματος (θεοείδειας). Σύγκρουση δηλ. δέν (θά πρέπει νά) ὑφίσταται στόν πνευματικό "μετά" καί "ἐν Χριστῷ" ἄνθρωπο, ἀλλά στόν πρό ἤ ἐκτός Χριστοῦ ψυχικό ἄνθρωπο[37]. Τώρα, τό ὅτι ἡ σύγκρουση (ἄν δέν εἶναι φυσική) συμβαίνει καθημερινά καί στούς πιστούς, αὐτό "ἐν πολλοῖς" ὀφείλεται στό ὅτι δέν εἴμαστε ἀκόμα ἤ ὅσο πρέπει "πνευματικοί", ἀλλά ἀκόμα "ψυχικοί". Γιά τόν ἱ. Χρυσόστομο δέν πρέπει φυσικά - φυσιολογικά νά ὑφίσταται στόν "ἐν Χριστῷ" πνευματικό ἄνθρωπο ἡ concupiscentia τοῦ Δυτικοῦ Σχολαστικισμοῦ. Τό "ὅ οὐ θέλω"[38] τοῦ Ἀπ. Παύλου δέν εἰσάγει τήν ψυχολογική ἔννοια τῆς ἀνάγκης (τυφλῆς ὁρμῆς) μοιρολατρικά, λογική ἀκολουθία μιᾶς Αὐγουστινιάνειας ἀντίληψης, ὅσο ἀφορᾶ τή δύναμη τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν μεταπτωτικά (βλ. ἀπαισιοδοξία τῆς Διαλεκτικῆς Θεολογίας τοῦ Κarl Βarth), ἐφόσον τό "αὐτεξούσιον" μέ τίποτα δέν ἀναιρεῖται[39]· ἀλλοιῶς, τά λεγόμενα περί "ἐν Χριστῷ" ἀνδραγωγίας ἤ, ἀντίθετα, περί τιμωριῶν καί κολάσεων θά ἦσαν ἀκατανόητα, ἐφόσον ὁ ἱ. Χρυσόστομος σαφέστατα λέει: "Ὅθεν δῆλον, ὅτι καί τό, Ὅ οὐ θέλω, εἴρηκεν, οὐχί τό αὐτεξούσιον ἀναιρῶν, οὐδέ ἀνάγκην τινά εἰσάγων βεβιασμένην. Εἰ γάρ οὐχ ἑκόντες, ἀλλ' ἀναγκαζόμενοι ἡμαρτάνομεν, πάλιν τά τῶν κολάσεων τῶν ἔμπροσθεν γεγενημένων οὐκ ἄν ἔχοι λόγον. Ἀλλ' ὥσπερ, Οὐ γινώσκω, εἰπών, οὐκ ἄγνοιαν ἐνέφηνεν, ἀλλ' ἅπερ εἰρήκαμεν· οὕτω καί τό Ὅ οὐ θέλω, προσθείς, οὐκ ἀνάγκην ἐδήλωσεν, ἀλλά τό μή ἐπαινεῖν τά γινόμενα"[40]. Συνεπῶς, κατά τόν ἱ. Πατέρα, τό Παύλειο "ὅ οὐ θέλω" σημαίνει "ὅ μή ἐπαινῶ, ὅ μή ἀποδέχομαι, ὅ μή φιλῶ", ἐκεῖνο πού δέν ἐπικροτῶ καί δέν ἐπιδοκιμάζω[41]. Ἐξάλλου, ὅταν ὁ ἴδιος Ἀπόστολος γράφει "τίς με ρύσεται ἀπό τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;", δέν ἀναφέρεται στό ἀνθρώπινο σῶμα γενικά, ἀλλά στό "σῶμα θανάτου, τουτέστι τό θνητόν σῶμα, τό χειρωθέν ὑπό τοῦ θανάτου...(περί) τοῦ θνητοῦ σώματος, αἰνιττόμενος ὅ πολλάκις ἔφην, ὅτι ἐκ τοῦ παθητόν αὐτό γενέσθαι, καί εὐεπιχείρητον γέγονε τῇ ἁμαρτίᾳ"[42].
ΙΙ. Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ
Μιλώντας ὁ ἱ. Χρυσόστομος μέ ἰατρική ὁρολογία καί ἔχοντας πάντοτε ὡς φιλοσοφικό ὑπόβαθρο τήν ἀντίστοιχη Πλατωνική διδασκαλία, ὁμιλεῖ γιά μιά ψυχομαχία, κατά τήν ὁποία τά ἀνθρώπινα πάθη, ἐξ αἰτίας τῆς πλεονεξίας τους, ἐπιτίθενται συνεχῶς κατά τοῦ λογιστικοῦ. Μέ πρώτη ματιά φαίνεται ὅτι ὁ ἱ. Πατήρ ἀναφέρεται μόνο στίς ἐξωτερικές (κοινωνικά) ἐπιθέσεις (προσβολές). Ὁ ὅρος προσκρούσματα, πού χρησιμοποιεῖ λεκτικά, σημαίνει στούς Ἀττικούς κυρίως τήν ὀργή ἤ τό σκάνδαλο. Ὡστόσο, προσεκτικότερη καί βαθύτερη ἐξέταση τῶν χρυσοστομικῶν κειμένων δείχνει ὅτι δέν ἀπουσιάζει καί ἡ ἔννοια τῆς ψυχικῆς ἐπίθεσης. Συγκεκριμένα, ὁ Χρυσορρήμων Πατήρ στήν 7η ὁμιλία του εἰς τήν Α' πρός Τιμόθεον ἐπιστολήν τοῦ Ἀπ. Παύλου μνημονεύει τρία εἴδη πολέμου (ὑλικοῦ, κοινωνικοῦ καί ψυχικοῦ), ὅπως ἀντίστοιχα καί τρία εἴδη εἰρήνης (στρατιωτικῆς, κοινωνικῆς καί ψυχικῆς)[43].
ΙΙΙ. ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ ΠΑΘΩΝ
Μελετώντας κανείς τίς σχετικές μέ τό θέμα μας ἀναφορές τοῦ Ἀπ. Παύλου, διαβλέπει μιά ἰδιαίτερη ἰσχύ τοῦ "νόμου τῆς ἁμαρτίας", καί ὡς ἐκ τούτου μιά κατάσταση ἔντασης ἐνδοψυχικά. Θεολογικά ὅταν μιλᾶμε γιά πόλεμο ψυχῆς, ἀναφερόμαστε σέ τρία εἴδη πολέμου: τό δαιμονικό (πειρασμικές ἐνοχλήσεις), τόν ψυχικό (διαμάχη μεταξύ λογικῆς ἀπ' τή μιά καί ὁρμῶν ἤ καί συναισθημάτων ἀπ' τήν ἄλλη) καί τόν πνευματικό (διαμάχη μεταξύ Θείου καί ἀνθρωπίνου θελήματος). Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως προπτωτικά διέθετε τό αὐτεξούσιον, ἔτσι καί "ἐν Χριστῷ", ἄν καί μέ "στίγματα πταισμάτων", διαθέτει ἐλευθερία βουλήσεως[44], καί μάλιστα τώρα περισσότερο ἐνδυναμωμένη ἀπό τή Θ. Χάρη. Ἔτσι, δύο δυνατότητες ἔχει: νά κάνει εἴτε θεοκεντρική, εἴτε ἀτομοκεντρική (ἐγωκεντρική) χρήση τῆς ἐλευθερίας του. Στήν πρώτη περίπτωση ὁ "νέος" του ἑαυτός, ὁ κατά Χριστόν πνευματικός ἄνθρωπος (δηλ. ἡ Soul) ὑπερισχύει τοῦ "παλιοῦ" μεταπτωτικοῦ (δηλ. ψυχικοῦ) ἀνθρώπου· στή δεύτερη περίπτωση ὁ "παλιός" μεταπτωτικός, δηλ. ψυχικός ἄνθρωπος ὑπερισχύει τοῦ πνευματικοῦ. Ἀλλά, ἐπειδή τά ἄλογα μέρη τῆς ψυχῆς (θά πρέπει νά) ἡνιοχοῦνται ἀπό τό λογιστικό (μέρος), ἀφοῦ αὐτό πλάστηκε <κατ' εἰκόνα> τοῦ Θ. Λόγου, γι' αὐτό καί στό ἑξῆς θά ἀναφερθοῦμε στόν ἀγώνα μεταξύ αὐτοῦ καί τῆς Psyche, δηλ. τῶν παθῶν, τά ὁποῖα (βουλητικό καί τό θυμοειδές) καί βασικῶς διεγείρουν τό σῶμα. Ἔτσι, ἀπό αὐτή τή σύγκρουση μπορεῖ τό λογιστικό νά ἡττηθεῖ, ἄν γίνει ἐσφαλμένη (ἐγωκεντρική) χρήση τῆς ἐλευθερίας βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν, ὅμως, γίνει ὀρθή χρήση τῆς ἐλευθερίας βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου, τότε τό λογιστικό μπορεῖ νά νικήσει· κάτι γιά τό ὁποῖο ὁ Θεός ἔχει φροντίσει νά ἐπισυμβεῖ μέσω καί τῶν τριῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς· ἤτοι: ἡ ἐξέγερση-ἀντίδραση τοῦ συνειδότος προκαλεῖ θυμικῶς τίς λεγόμενες τύψεις. Ἡ κατάσταση αὐτή ὠθεῖ σέ συστηματικότερη ἐνασχόληση μέ τόν προβληματικό ψυχισμό μας (φωτισμός). Τέλος, ἡ καλύτερη αὐτογνωσία καί αὐτοκριτική ὁδηγοῦν εὐκολότερα στήν παραδοχή τῆς ἐνοχῆς καί κατ' ἐπέκταση στή μετάνοια.
IV. Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΥ
Α. Ἡ θυμική λειτουργία τοῦ "συνειδότος" (τύψεις).
Τό λογιστικό (ἤ νοῦς ἤ συνειδός), ὄντας θεοκεντρικά δομημένο (ἄν καί ὄχι στανικά), ὅταν ἔλθει σέ ὁποιαδήποτε σχέση μέ τήν ἁμαρτία, ἐξεγείρεται, καί τήν ἐλέγχει, ἀποτελώντας τή "φωνή τοῦ Θεοῦ" μέσα μας. Τόν ἔλεγχο τῆς "ἀφῆς καρδίας" (Γ' Βασ. 8, 38), δηλ. τῆς ἠθικῆς συνείδησης ὁ ἱ. Χρυσόστομος συνήθιζε νά προσωποποιεῖ μέ ἕναν ἀδέκαστο δικαστή ἤ δήμιο[45], ὁ ὁποῖος παντοῦ[46] καί πάντα ("διηνεκῆ μέν, οὐ μήν συνεχῆ"[47]) ἐξεγείρεται, προκαλώντας "ἀδιάλειπτον τήν ὀδύνην καταξαίνων καί ἄγχων τόν λογισμόν"[48], νύσσοντας "παντός κέντρου σφοδρότερον"[49]. Ἡ ἠθική συνείδηση ἐνεργοποιεῖται ἐπανειλημένα, ὅταν οἱ σκέψεις κατηγοροῦν καί πολεμοῦν ἡ μία τήν ἄλλη[50]. Ὅταν λ.χ. διαπράξουμε μιά ἁμαρτία ἤ δοῦμε ἤ ἀκούσουμε (γιά) ἄλλους νά κάνουν τίς ἴδιες μέ ἐμᾶς ἁμαρτίες, τότε τό συνειδός "διεγείρεται σφοδρῶς καί μετά πολλῆς ἡμῶν καταβοᾷ τῆς εὐτονίας"[51]. Οἱ ἐνοχικές τύψεις, βέβαια, ὑφίστανται καί πρό τῆς διαπράξεως τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά πολύ δυναμικότερα μετά ἀπό αὐτή, ὅπως φαίνεται καθαρά στήν περίπτωση τοῦ βασιλιᾶ Ἀχαάβ[52]. Μάλιστα δέ, ὁ ἔνοχος, ἀκόμα καί ἄν κατηγορεῖται γιά ἄλλη αἰτία, ἐπειδή ἀκριβῶς νοιώθει ἔνοχος, θέλει νά ἀπολογηθεῖ καί γιά τά παλιότερα ἁμαρτήματά του[53]. Ἡ ἐπιτίμηση τοῦ συνειδότος (τύψεις) εἶναι, σύμφωνα μέ τή σοφία τοῦ Θεοῦ, "διηνεκής" μέν, ἀλλ' ὄχι "συνεχής"[54]. Τό συνειδός δείχνει "τῆς ἁμαρτίας τό μέγεθος"[55]· ὁ βαθμός ἐλέγχου, ὅμως, ἐξαρτᾶται ἀπό τό κατά πόσο αὐτό εἶναι θεοφορικά ζωντανό. Ὁ βαθμός δηλ. τῆς ἐνοχῆς ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἠθική εὐαισθησία τοῦ καθενός[56]. Ὅσο συνειδητότερη αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος τήν ὑπάρχουσα μέσα του εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τόσο ὁ πνευματικός του ἀγώνας δυναμώνει[57]. Ὅσο βαθύτερο καί ἰσχυρότερο εἶναι τό συνειδός τοῦ πιστοῦ, τόσο ὁ ἔλεγχός του θά εἶναι ἀκριβέστερος[58], ἀφοῦ ὅσο περισσότερο καθαρός εἶναι ὁ "ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς", τόσο περισσότερο ἐπιτυγχάνεται καλύτερος βαθμός αὐτογνωσίας[59]. Ἄν ὁ νοῦς εἶναι ἐσκωτισμένος ἀπό τά πάθη, δέν μπορεῖ νά φωτίσει στήν ἔνδειξη τῆς ἀλήθειας, ἀλλά παραμένει τυφλός καί μολυσμένος. Ἄν καί τό ἀνθρώπινο συνειδός λειτουργοῦσε, ἔστω καί ἀσθενικότερα, καί πρό Χριστοῦ, μόνο ἀφοῦ προηγουμένως φωτισθεῖ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἱκανοῦται νά ἀσκεῖ καί συνειδητά τόν ὀρθό (ἠθικό) ἔλεγχο πάνω στά ὑπόλοιπα δύο (ἄλογα) μέρη τῆς ψυχῆς. Ἀντίθετα, ὅσο ἀπο-πνευματικοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος, τόσο ἀποδυναμώνεται ὁ πνευματικός του ἀγώνας, μέ ἀποτέλεσμα τήν εὐκολότερη παγίωση στήν ἁμαρτία. Ὁ ἔλεγχος τῆς συνείδησης μειώνεται, ὅταν ἐνεργεῖ ἡ ἐπιθυμία, ἀφοῦ αὐτή εἶναι ἰσχυρότερη ἀπ' αὐτόν. Ὅταν ὅμως ἱκανοποιηθεῖ τό πάθος, μένει ἐλεύθερος ὁ ἔλεγχος· γιατί, ἡ ἡδονή ἀπό τήν ἱκανοποίηση οἱουδήποτε πάθους (λ.χ. φιλαργυρίας τοῦ Ἰούδα) μεθᾶ, ζαλίζει, συσκοτίζει καί ἀποπροσανατολίζει τό νοῦ. Μόνο, λοιπόν, ὅταν λήξει ἡ ἡδονή, ξεγυμνώνεται ψυχικά ὁ ἔνοχος (γι' αὐτό καί αἰσθάνεται αἰσχύνη) καί ἀνοίγει τό βάθος τῆς καρδιᾶς του, ἐφόσον προηγουμένως φοροῦσε τό ἔνδυμα τοῦ πάθους[60]. Πάντως, ὁ ἔλεγχος τῆς συνείδησης προκαλεῖ πολύ ταραχή καί πόνο[61]. Δέν ὑπάρχει πικρότερος κατήγορος ἀπό τή συνείδηση[62], ὅπως Χρυσοστομικά ἀναλύεται ἡ ψυχή τοῦ πλούσιου τῆς σχετικῆς Εὐαγγελικῆς διήγησης[63]. Ὡστόσο, γι' αὐτό τήν ἐπέτρεψε ὁ Θεός, γιά νά μᾶς συγκρατεῖ, ὅπως ἡ ἄγκυρα, ὥστε νά μή καταποντισθοῦμε στό βυθό τῆς ἁμαρτίας[64]. Ἔτσι, ὁ φωτισμός τῆς διάνοιας εἶναι μέν ὀδυνηρός, ἀλλά συνάμα καί σωτήριος[65].
Β. Ἡ γνωστική λειτουργία τοῦ "συνειδότος" (φωτισμός).
Μέ τή βρώση τοῦ ἀπαγορευμένου καρποῦ (Προπατορικό Ἁμάρτημα), γράφει ἡ Ἁγ. Γραφή, "διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί" τῶν Πρωτοπλάστων. Ἡ ἁμαρτία δηλ. συντέλεσε σέ μιά αὐτοσυνειδητοποίηση. Μιλᾶμε γιά πραγματικό πνευματικό φωτισμό, ἐφόσον ὁ ἱ. Πατήρ τόν ἑρμηνεύει μέ τό παράλληλο χωρίο τῆς Γεν. 21, 1-20 (δηλ. τῆς διάνοιξης τῶν ὀφθαλμῶν τῆς Ἄγαρ). Ὁ φωτισμός ὅμως αὐτός δέν ἔγκειται, ὅπως οἱ ἄλλου τύπου "φωτισμοί", στόν πλουτισμό τῶν γνώσεων ἤ στήν ἐνδυνάμωση τῆς λογικῆς καί κριτικῆς ἱκανότητας τοῦ νοῦ· ἔγκειται στήν ἐνοχική λειτουργία τοῦ συνειδότος (τύψεις τῆς ἠθικῆς συνείδησης)[66]. Ἀναλύοντας ὁ ἱ. Χρυσόστομος τό πῶς τό συνειδός, ἀφοῦ "ξυπνήσει", ἐνεργοποιεῖται, παρομοιάζει τήν ἐνοχική συναίσθησή του θετικά μέν ὡς φωτισμό τοῦ νοῦ, ἀρνητικά δέ ὡς σκοτισμό. Οἱ τύψεις δηλ. δημιουργοῦνται μέ τό σκοτισμό τοῦ "ὀφθαλμοῦ τῆς ψυχῆς", δηλ. τοῦ νοός, ὅταν αὐτός, ἀντί νά "βλέπει" (θεᾶται) τό Θεό (βλ. Θεία θέα - θεωρία), βλέπει "διά παντός τά πλημμελήματά" του, καί ἔτσι ἀναλογίζεται, "ἐν φόβῳ ὤν", "τοῦ Θεοῦ τήν ὀργήν"[67]. Πρόκειται γιά ἕνα παιδαγωγικό μέτρο, ὀφειλόμενο στή σοφία καί τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Τοῦτο τό μέτρο λειτουργεῖ ταυτόχρονα καί ὡς "τιμωρία" καί ὡς "φάρμακο", γιατί ὁ Θεός τιμωρεῖ μέν, ἀλλά πάντοτε ἀπό ἀγάπη· γι' αὐτό καί τιμωρεῖ συμπάσχοντας μέ τόν Ἄνθρωπο καί θανατούμενος μέσα στήν ἱστορία.
Γ. Ἡ βουλητική λειτουργία τοῦ "συνειδότος" (ἡ παραδοχή τῆς ἐνοχῆς).
Οἱ συνειδησιακές τύψεις συμβάλλουν στήν παραδοχή τῆς ἐνοχῆς. Ὅπου βίωμα ἁμαρτίας, ἐκεῖ καί βίωση ἐνοχῆς (ἑβρ. ἀβόν = ἁμαρτία, ἀνόμημα, ἐνοχή, τιμωρία), ἀφοῦ ἁμαρτία ἄνευ ἐνοχῆς δέν εἶναι ἁμαρτία, ἀλλά φυσική ἔλλειψη ἤ ἀτέλεια. Μέ τήν ὑπαρξιακή[68] ἔννοια, ἐνοχή εἶναι τό τίμημα (ἠθικό ἄγχος[69]), πού πληρώνει (καί ὄχι μόνο στήν ψυχική σφαῖρα) τό ἄτομο ἐκεῖνο πού δέν ἐπέλεξε νά ζήσει τήν αὐθεντική ζωή τῶν γνήσιων δυνατοτήτων τῆς ὕπαρξής του: "κἄν μή μετίωμεν τήν ἀρετήν, ὅμως ὀδυνώμεθα, ἐπειδή μή μετερχόμεθα..."[70]. Μιλώντας ἐδῶ γιά ἐνοχή, δέν ἀναφερόμαστε στήν Προπατορική (φυσική συλλογικά) ἐνοχή[71], ἀλλά στήν προσωπική-ὑπαρξιακή, ἀφοῦ ὁ ἱ. Χρυσόστομος δέν ἀποδέχεται καμιά τέτοια κληρονομιά. Ὁ ἱ. Πατήρ πολλές φορές ἀναφέρεται στήν ψυχική κατάσταση ἐκείνη, κατά τήν ὁποία ὁ μεταβαπτισματικά ἁμαρτήσας ἄνθρωπος συναισθάνεται τό σφάλμα του (κατάγνωσις)[72]. Ἡ ἐνοχή στήν ἰουδαιοχριστιανική παράδοση δέ νοεῖται ἀσυνείδητα, ὡς κατάλοιπο κάποιας προγονικῆς (προπατορικῆς) ἐνοχοποιητικῆς κατάστασης, ἀλλά ἐνέχει τρεῖς σημασίες: α) τήν παράβαση προκαθορισμένων κανόνων (dolum = ἑκούσιο σφάλμα), β) τήν ὑπαιτιότητα ἤ προσωπική εὐθύνη (culpa = ἀκούσιο σφάλμα) καί γ) τήν ποινή. Ἔτσι, ἐνοχή εἶναι τό να εἶναι κανείς δράστης μιᾶς ἠθικά κολάσιμης πράξης. Ὁ Ὠριγένης κάνει σαφῆ διάκριση μεταξύ τῶν ἠθικῶν σφαλμάτων-παραπτωμάτων (culpae mortales), τά ὁποῖα συνιστοῦν τά κανονικά ἁμαρτήματα (cardinal sins) καί τῶν ἠθικῶν ἐγκλημάτων (crimina mortalia), τά ὁποῖα συνιστοῦν τά λεγόμενα "θανάσιμα ἁμαρτήματα"[73]. Στόν ἱ. Χρυσόστομο ἡ ἔννοια τῆς ἐνοχῆς ἀποδίδεται μέ τό οὐσιαστικό "ἔγκλημα" καί τό ρῆμα "αἰτιάομαι": "ὅπου ἡ παρανομία, ἐκεῖ καί ἡ τιμωρία"[74], συνήθιζε νά λέει ὁ Θεῖος ἱεράρχης. Μπροστά στό Θεό ὄχι μόνο ἡ διαπραχθεῖσα ἁμαρτία, ἀλλά καί ἡ "ἀκόλαστος ἐπιθυμία", ἡ "μητέρα τῆς ἁμαρτίας", συνιστᾶ βδέλυγμα, προκαλεῖ δηλ. ἀποστροφή καί ἀηδία[75]. Ἀλλ' ἐνῶ αὐτή ἡ "ἀκόλαστος ἐπιθυμία" εἶναι "ἐν πολλοῖς" ἀσυνείδητη ἤ προσυνειδητή ("ἐν τῇ καρδίᾳ" καί "κατά διάνοιαν"), ἐντούτοις συνιστᾶ ἁμαρτία καί ἐνοχή. Ὁ ἱ. Πατήρ διακρίνει μεταξύ ἔνοχης ἀλλά μή "ἀπηρτισμένης" ἁμαρτίας, καί ἔνοχης "πεπληρωμένης" ἁμαρτίας[76]. Μέ τήν ψυχαναλυτική ἔννοια ἡ ἐνοχή (δευτερογενές ἀντικειμενικό ἄγχος) γεννιέται λόγω τῶν ὑπερβολικῶν ἀπαιτήσεων (βλ. πρωτογενές ἀντικειμενικό ἄγχος) τοῦ πολιτισμικοῦ περιβάλλοντος (Ὑπερεγώ) πάνω στό ἄτομο. Ἡ πρώτη ἀρχετυπικά ἐμπειρία τῆς ἀνθρώπινης ἐνοχῆς ἀνάγεται στό Προπατορικό Ἁμάρτημα. Ἡ (μεταπτωτική) σύγκρουση τοῦ Ἐγώ μεταξύ Id καί Superego προέρχεται ἀπό τήν, μέσω τοῦ πειρασμοῦ, προπτωτική σύγκρουση τῶν ἐπιλογῶν τοῦ ἀνθρώπου μεταξύ Νόμου τοῦ Θεοῦ καί παραβάσεώς Του[77]. Κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, ὁ Ἀδάμ δέν ἁμάρτησε ἀσυνειδήτως ("ἀνεπαισθήτως"), ἀλλ' ἐνσυνείδητα[78].
V. Η ΗΤΤΑ ΤΟΥ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΥ
Α. Γενικά.
Τά ἄλογα πάθη τῆς ψυχῆς, κατορθώνοντας νά διαβοῦν τή θύρα[79] τοῦ λογιστικοῦ, καί σπάζοντας ἔτσι κάθε ἠθικό φραγμό (ἀντίσταση), ὅπως ἡ χολή ἑνός ἀρρώστου διαρρυγνύει τήν κύστη της, ξεχύνονται πρός τά ἔξω σάν ἐκστρατευτικά ἀγήματα στρατοῦ, μέ ἀποτέλεσμα τήν ὁλοσχερή αἰχμαλωσία τοῦ Ἐγώ[80]. Στήν κατάσταση αὐτή ἔχουμε εἴτε τόν πλήρη ὑπό τῶν ἀλόγων παθῶν ἐξοβελισμό τοῦ λογιστικοῦ, καί ἄρα τήν ἀ-λογική λειτουργία τῆς ψυχῆς, καί βέβαια τήν παντελή ἀπουσία ἐλέγχου τῆς συνειδήσεως (πώρωση), εἴτε τή μίξη ἀλόγων (παθῶν) καί λογιστικοῦ, κατά τήν ὁποία πάλι τά πάθη εἴτε καταπιέζονται (βλ. συνειδητή ἀναστολή, suppression) ἀπό τό λογιστικό, εἴτε καταστέλλονται (δηλ. ἀπωθοῦνται), καί μπορεῖ σέ ἀνύποπτο χρόνο νά "ξαναχτυπήσουν". Ἔτσι, οἱ ἁμαρτωλές ψυχές χαρακτηρίζονται ἀπό τόν ἱ. Πατέρα ὡς ἄλογες, γιατί πολλές φορές (ἀσυνείδητα) ἀναμιγνύουν μέσα τους ἀντιθετικά πάθη· τέτοια λ.χ. μίξη "ἐναντίων παθῶν" (μεταξύ φιλο-τιμίας καί φόβου) συνέβη στόν "ἐναβρυνόμενον" (γιά τό θάνατο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου) βασιλιά Ἠρώδη[81]. Στό μεταξύ, ἡ ὁποιαδήποτε μίξη ἀλόγων (παθῶν) καί λογιστικοῦ μολύνει, ὅπως δίδασκε καί ὁ Πλάτων[82], τήν ψυχή[83], καθιστώντας τη ἠθικά ἀσθενή. Ἀλλά, τό λογιστικό, ἄν καί ἡττώμενο ἤ μολυνόμενο, δέν πεθαίνει καί δέ χάνει ἐντελῶς τήν ἱκανότητά του· μπορεῖ ὁ Θεῖος λόγος πρός στιγμή νά περιφρονηθεῖ ἤ νά λησμονηθεῖ (ἀπωθηθεῖ), ὅμως, ὅταν συντρέξουν ὁρισμένες προϋποθέσεις, "ἀνασταίνεται", ἀνεβαίνει στήν ἐπι-φάνεια (συνείδηση), καί ἀρχίζει πάλι ἀπ' τήν ἀρχή ἕνα σφοδρό ἔλεγχο τοῦ Ἐγώ[84].
Β. Ἡ "ἄμυνα" τοῦ Ἐγώ στόν ἔλεγχο τοῦ συνειδότος.
Λόγω τῆς ὑπάρξεως τῆς ἠθικῆς συνείδησης στήν ψυχή, τό ἁμαρτωλό Ἐγώ ἀναγκάζεται ἀσυνείδητα νά ἀμυνθεῖ γιά τίς πράξεις του. Μόλις τό 1894 ὁ S. Freud ἄρχισε νά ἀσχολεῖται μέ τόν ψυχικό αὐτό μηχανισμό τῆς ἄμυνας. Ὁ ἱ. Χρυσόστομος χρησιμοποιεῖ ἀκριβῶς τό ἴδιο ρῆμα πού χρησιμοποιεῖ σήμερα καί ἡ Ψυχανάλυση. Ἀναλύοντας ὁ ἱ. Πατήρ τήν ψυχική κατάσταση τοῦ λεγόμενου μικρόψυχου ἀνθρώπου, παρατηρεῖ ὅτι ὅταν αὐτός "ἀδικεῖται", ἀμύνεται, χρησιμοποιώντας ὡς ὅπλο του ἄλλους - δικούς του τρόπους γιά νά ξεφύγει ἀπό τόν ἔλεγχο τοῦ ἀμείλικτου συνειδότος του[85]. Ὁ ἱ. Χρυσόστομος ἀπό τούς λεγόμενους σήμερα ἀπό τήν Ψυχολογία τοῦ Βάθους ἀμυντικούς μηχανισμούς φαίνεται ὅτι γνωρίζει ἀρκετούς. Μάλιστα δέ, τέσσερεις ἀπό αὐτούς (τή <ματαίωση>[86], τήν <ἀποζημίωση>[87], τήν <ταυτοποίηση μέ τόν ἐπιτιθέμενο>[88] καί τήν <ἐνδοπροβολή>) ἀποδέχεται ὡς φυσιολογικούς, ὅταν βέβαια τούς συνειδητοποιήσουμε καί τούς ἐκμεταλλευθοῦμε ὀρθά. Τελειώνοντας, παραθέτουμε ἄλλους πέντε ἀμυντικούς μηχανισμούς, πού σχετίζονται μέ τό θέμα μας:
1. Ἀπώθηση.
Κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, ἡ ψυχή συνήθως δέν ἀντέχει νά θυμᾶται τά ἁμαρτήματά της[89]. Ἔπειτα, ὅσοι ἀντιπαθοῦν κάποιους συνανθρώπους τους, σχεδόν πάντα ξεχνοῦν τά ὀνόματά τους[90]. Ἐπίσης, αὐτούς πού κάποιοι ἄλλοι τούς ἔχουν δυσαρεστήσει, συνήθως δέν τούς προσέχουν κἄν, μολονότι ὀπτικά βρίσκονται μπροστά τους[91]. Ἀλλ' ὡς γνωστό, ἡ ἀσυνείδητη αὐτή λειτουργία τῆς ψυχῆς λέγεται ἀπό τήν Ψυχολογία ἀπώθηση[92]. Ποῦ ὀφείλεται, ὅμως, αὐτή ἡ ἀσυνείδητη συμπεριφορά τῆς ψυχῆς; Γιατί δηλ. ἡ ψυχή ἀπωθεῖ κάθετι τό δυσάρεστο γι' αὐτήν; Κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, ἡ ἀπώθηση τῆς θρησκευτικῆς καί ἠθικῆς ἐνοχῆς ὀφείλεται στήν ἐμπαθή ψυχή· πιό συγκεκριμένα, στήν ἀλαζονεία καί τό μίσος, τά ὁποῖα καί δέν ἀφήνουν τό Ἐγώ νά παραδεχθεῖ τήν ἐνοχή του[93]. Ἀλλά, τό "μή μνημονεύειν" (ἀπώθηση) τά ἁμαρτήματα δέν ὠφελεῖ σέ τίποτα· ἀντίθετα, βλάπτει πολύ τήν ψυχή[94].
2. Καταστολή (τῆς ἐνοχῆς).
Ἐξάλλου, κατά τήν ἀπώθηση λαμβάνει χώρα ὁ νοσηρός μηχανισμός τῆς καταστολῆς (repression)[95]. Πρόκειται γιά μιά προσωρινή "ἀπομάκρυνση" τῶν παθῶν ἀπό τή συνειδητότητα. Ὅμως, ἄν τά διάφορα πάθη τῆς ψυχῆς δέν ἀποξηραθοῦν ἐντελῶς, θά ἐξακολουθοῦν εὐκαίρως - ἀκαίρως νά ἐνοχλοῦν. Πολλές φορές μάλιστα, ἐνῶ φαίνεται ὅτι ἔχουμε νικήσει κάποιο πάθος, χωρίς νά τό ἀντιλαμβανόμαστε (ἀσυνείδητα), περιπίπτουμε σέ ἕνα ἄλλο. Σά χαρακτηριστικό παράδειγμα ὁ ἱ. Χρυσόστομος παραθέτει τούς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι, ὅπως λέει, μέ νέα μιάσματα προσπαθοῦσαν νά ἐπικαλύψουν τά προηγούμενα[96].
3. Μετατόπιση/μετάθεση (τῆς ἐνοχῆς).
Μετατόπιση, σύμφωνα μέ τήν Ψυχολογία τοῦ Βάθους, εἶναι ὁ ἀμυντικός μηχανισμός ἐκεῖνος, κατά τόν ὁποῖο ποσό ἰσχυρῆς συναισθηματικῆς φόρτισης, δηλ. συγκρουσιακό ὑλικό μετατίθεται αὐτόματα, εἴτε ἀπό τό πρόσωπο γιά τό ὁποῖο στήν πραγματικότητα προορίζεται, σέ ἄλλο τελείως ἄσχετο ἤ ὁπωσδήποτε ἀδιάφορο, εἴτε ἀπό μιά παράσταση σέ κάποια ἄλλη ἤ σέ κάποια ἄλλα ἀντικείμενα, συναισθήματα ἤ ἰδέες, πού παρότι συνδέονται μέ κάποια ὁμοιότητα μέ τό ἀρχικό ὑλικό, μειώνουν ἤ ἐξουδετερώνουν τό ἄγχος (μέ συμβολική μετατόπιση)[97]. Ἡ μετάθεση ὁρίζεται ἀπό τήν ἑξῆς πρόταση: Ἐπειδή εἶναι ἐπικίνδυνο νά ἐκφράσω τά συναισθήματά μου (ἐχθρότητα ἤ ἀγάπη) σέ ἕνα Α πρόσωπο, τά ἐκφράζω σέ κάτι ἄλλο (πρόσωπο, θεσμό ἤ πρᾶγμα).
Πρῶτοι οἱ Πρωτόπλαστοι ἔρριξαν τήν εὐθύνη τῆς Πτώσης τους στό Θεό. Ὁ ἱ. Χρυσόστομος φαίνεται ὅτι γνωρίζει πολύ καλά τό μηχανισμό αὐτό· ἔτσι, ὡς πρός τή μετάθεση τῶν συναισθημάτων εἰδικά πάνω στούς ἀνθρώπους σημειώνει τίς ἑξῆς δύο περιπτώσεις:
α) ὅταν κάποιος κινδυνεύει, καί στό μεταξύ ἐλέγχεται ἀπό κάποιον κατώτερό του, ἐπιρρίπτει ὅλο τό θυμό του πάνω σέ αὐτόν[98].
β) οἱ περιερχόμενοι σέ δυσχερή θέση, ὅταν δέ βρίσκουν μπροστά τους τούς αἰτίους, ξεσπούν μέ ὀργή στούς παρόντες: "ἔθος τοῖς ὀδυνωμένοις, ὅταν τούς αἰτίους μή λάβωσιν, εἰς τούς παρόντας ἀφιέναι τήν ὀργήν"[99]. Κλασσικό παράδειγμα ὁ Ἡρώδης: "τήν ὀργήν τήν κατά τῶν ἐμπαιξάντων μάγων, κατά τῶν οὐδέν ἠδικηκότων παίδων ἀφίησι"[100]. Τό ἴδιο συμβαίνει δυστυχῶς καθημερινά ἀπό ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἀποδίδουν στό Χριστό, ὑβρίζοντάς Τον, τά δικά τους ὀλισθήματα[101].
Ἐξάλλου, ὡς πρός τή μετάθεση τῶν συναισθημάτων πάνω στά πράγματα, ὁ ἱ. Πατήρ ἀναφέρει ἀπό τήν Π.Δ. τήν περίπτωση τοῦ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος, θρηνώντας τήν ἀπώλεια τῶν φίλων του, ἄφησε νά ξεσπάσει ἡ ὀργή του πάνω στά βουνά, τά ὁποῖα εἶχαν δεχτεῖ τή σφαγή ἐκείνη[102]. Ἐπίσης, παραθέτει ἀπό τήν Ἱστορία τήν περίπτωση τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, ὁ ὁποῖος "πάντα θυμόν εἰς τήν τοῦ μάρτυρος (ἁγίου Βαβύλα) λάρνακα ἀφῆκεν ἄν, εἰ μή φόβῳ κατείχετο μείζονι"[103]. Τέλος, ὁ ἱ. Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι τοῦτο τό φαινόμενο εἶναι συνήθως ἴδιον τῶν μικρῶν παιδιῶν καί τῶν γυναικῶν[104]. Ἀλλά, καί "πατέρες ποιοῦσι πολλάκις, καί τήν οἰκίαν ἀποστρέφονται, καί τόν στενωπόν ἀηδῶς ὁρῶσι, δι' οὗ τόν υἱόν προέπεμψαν"[105].
4. Ταυτοποίηση μέ τό ἀντίθετο.
Εἶναι ὁ μηχανισμός ἐκεῖνος, κατά τόν ὁποῖο γιά νά ἱκανοποιήσουμε ἕνα μας συναίσθημα, δημιουργοῦμε τό ἀντίθετό του. Ἔτσι, λ.χ. ὁ θυμός μεταβάλλεται σέ ἀθυμία[106]. Ἔστω ὡς ἁγιογραφικό παράδειγμα ἡ γυναίκα τοῦ Πετεφρῆ, ἡ ὁποία ἀνέπτυξε ὡς ἀντιστάθμισμα ἕνα ἄλλο πάθος, μιά ἰσχυρότατη ὀργή κατά τοῦ Ἰωσήφ, προκειμένου νά παρηγορήσει μέσα της τήν κακή ἀλλά ἀνεκπλήρωτη ἐπιθυμία της[107].
5. Ἀντιδραστικός σχηματισμός.
Πολλοί ἄνθρωποι, "ἵνα γάρ μή φόβῳ τῶν μελλόντων βασανίζωνται, σπουδάζουσι πεῖσαι τήν ψυχήν, ὅτι ψευδῆ πάντα τά παρ' ἡμῖν"[108].
Εἴδαμε ὅτι ἡ ψυχική νόσος εἶναι ἀπόρροια μιᾶς ψυχοπνευματικῆς σύγκρουσης, κατά τήν ὁποία ἄν μέν νικήσει τό λογιστικό, ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται σέ αὐτογνωσία, μετάνοια καί σωτηρία, ἄν, ὅμως, ἡττηθεῖ ἀπό τά πάθη, τότε ὁ ἄνθρωπος καταντᾶ σαρκικός, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀναπτύσσει ἀσυνείδητα μιά σειρά ἀπό παθολογικούς ψυχικούς μηχανισμούς ὑπεκφυγῆς τοῦ ἐσωτερικοῦ του ἐλέγχου.
Ὁ πλούσιος Θεῖος φωτισμός καί ἡ μακρά ποιμαντική ἐμπειρία τοῦ σήμερα ἑορταζομένου Ἁγίου εἴθε νά ἐπιδαψιλεύσουν καί σέ μᾶς ψιχία ἀνθρωπογνωσίας, ἀπό τήν ἔλλειψη τῆς ὁποίας τόσο δοκιμάζεται ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ὥστε νά ἀπειλεῖται στίς μέρες μας μέ ἕναν πανανθρώπινο ἀλληλοσπαραγμό.
[1] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., PG 59, 525.
[2] Ἐπί αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Α' καί ἐπισκόπου Φλαβιανοῦ, στάση τό 387 μ.Χ. στήν Ἀντιόχεια λόγω ἐπιβολῆς νέων φόρων.
[3] Τήν ἄποψη αὐτή ἀναμασσοῦν στή χώρα μας οἱ Νεοπαγανιστές [βλ. Β. Γ ο ύ σ ι ο υ, "Ὁ θρησκευτικοφανής Ὁλοκληρωτισμός τῆς σήμερον καί αἱ παλαιαί καταβολαί του", ΔΙΕΘΝΕΣ ΒΗΜΑ 11 (2001) 55-60], στηριζόμενοι κυρίως στόν Θ ε ο δ ώ ρ η τ ο Κύρου (Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Πρός Δαμάσιον, 5, 329, 8).
[4] Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (354- 14 Σεπτεμβρίου 407) τοῦ Σεκούνδου καί τῆς Ἀνθούσας.
[5] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., PG 50, 663.
[6] Ἄν δέν κρατήσουμε αὐτή τή διακριτική στάση, κινδυνεύουμε ἀφενός μέν ἀπό τή Ρωμαιοκαθολική, κατά Ἰ. Ρ ω μ α ν ί δ η (Τό Προπατορικόν Ἁμάρτημα, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 148), αἵρεση τῆς ἀποδοχῆς ὡς φυσι(ολογι)κῆς τῆς πρός ἱκανοποίηση ὁρμῆς τοῦ ἀνθρώπου, δηλ. τῆς Libido, καί ἀφετέρου ἀπό τήν Ἐκκοσμίκευση, πού μαζί μέ τή "θύραθεν" Ψυχολογία ἐκλαμβάνει τό "ἔνστικτο τῆς ζωῆς" ὡς φυσιολογική, μέ τή φιλοσοφική καί ψυχοπνευματική τῆς λέξεως ἔννοια, λειτουργία τῆς ψυχῆς. Ἔτσι, κατά τόν ἱ. Αὐγουστῖνο, κάθε ἐγκληματίας εἶναι καί ψυχοπαθής ὑπό τή στενή τοῦ ὅρου ἔννοια. Ἡ ὀρθόδοξη ὅμως Ἐκκλησία, ὡς γνωστό, δέν κηδεύει τούς αὐτόχειρες (ὑπονοώντας ὅτι δέν ἔχουν τό ἀκαταλόγιστο ὡς ψυχοπαθεῖς), ἀλλά κοινωνεῖ καί κηδεύει τούς δαιμονισμένους.
[7] Εἰς Ἰω. 69, 1, PG 59, 377. Πρβλ. Ἰω. 9, 2.
[8] Βλ. Ἰώβ 21, 9, Ψαλμ. 72, 5.
[9] Ὅτι τόν ἑαυτόν μή ἀδικοῦντα οὐδείς παραβλάψαι δύναται 10, PG 52, 465, Εἰς Ματθ. 53, PG 58, 531.
[10] Ἡ ἀπροσεξία (ἀστοχία), ὡς αἰτία τοῦ ἀρχέγονου ἁμαρτήματος καί τῆς ἐμφάνισης στόν κόσμο τοῦ θανάτου, συναντᾶται σέ ὅλους τούς μύθους τῶν Πρωτογόνων (C. J u n g, Archaic Man, σ. 119).
[11] Εἰς Φιλιπ. 10, PG 62, 255, Εἰς Πράξ. 51, 5, PG , 22, 4, PG 60, 358. 60, 175.
[12] Δ ι ο γ. Λ α έ ρ τ., ΦΙΙ, 110, Σ τ ο β α ί ο υ, Ἐκλογαί ΙΙ, 166. Σύμφωνα μέ τή Στοά, ταραχή δημιουργεῖται στήν ψυχή, μόνο ὅταν τά πάθη ξεπεράσουν τό ἥμισυ (50%) τοῦ ὅλου ψυχισμοῦ, ἀναλαμβάνοντας ἔτσι τό γενικό managment τῆς ψυχικῆς ἐπιχείρησης.
[13] Εἰς Ματθ. 53, PG 58, 531. Ἡ διδασκαλία αὐτή διαφέρει ἀπό τήν ἀντίστοιχη βουδδιστική ἀφενός μέν λόγω τῆς ἀπαισιόδοξης γενικά βουδδιστικῆς στάσης ἔναντι τῆς ζωῆς (ὅλη ἡ ζωή εἶναι πόνος) καί ἀφετέρου λόγω τῆς ἀποδοχῆς τοῦ Karma.
[14] Εἰς Ἐφ. 5, 4, PG 62, 41, Περί μετανοίας 6, 5, PG 49, 321.
[15] Εἰς Πράξ. 31, 4, PG 60, 232.
[16] Περί μετανοίας 1, PG 49, 280.
[17] Εἰς Ψαλμ. 143, PG 55, 457.
[18] Βλ. Β' Κορ. 12, 5. 9. 11, 30. 13, 9. Πρβλ. π. Μ. Σ. Κ α ρ δ α μ ά κ η, Ἡ διαλεκτική μεταξύ ἀσθενείας καί δυνάμεως ἐν τῇ Παυλείῳ Θεολογίᾳ, Θεσσαλονίκη 1968, σ. 50.
[19] Εἰς Β' Κορ. 29, 2, PG 61, 597, Περί μετανοίας 1, 1, PG 49, 277. Πρβλ. Ἰω. 11, 3-4, Φιλιπ. 2, 27, Α' Τιμ. 5, 23, Ρωμ. 14, 1-2.
[20] Περί μετανοίας 7, 6, PG 49, 332.
[21] Ὁποιαδήποτε ἀντίθετη γνώμη μέ τό σκεπτικό ὅτι ὁ νοῦς δέ νοσεῖ, καθόσον τυγχάνει πνεῦμα, καί τό πνεῦμα (Θεῖο ἐμφύσημα;) δέ νοσεῖ, ἀπηχεῖ τήν Πλατωνική ἀντίληψη περί "τρισυνθέτου" ὡς Θείου συστατικοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, ὅταν στήν Πατερική Γραμματεία συναντᾶμε λ.χ. τήν ἄποψη ὅτι ὁ νοῦς εἶναι κατοικητήριο μόνο τοῦ Θεοῦ, καί ὄχι καί τοῦ διαβόλου (βλ. Διάδοχου Φωτικῆς, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, τ. 1, σσ. 127, 260, 262, 289, τ. 4, σ. 124) , δέ θά πρέπει νά τό ἑρμηνεύσουμε τρισυνθετικά[21], ἀλλά νά ἐννοήσουμε τόν νοῦν μέ τήν ἄλλη του σημασία, δηλ. τῆς ὅλης πνευματοποιηθείσας (καθαρθείσας) ψυχῆς [κατά τόν Γ ρ η γ ό ρ ι ο Νύσσης, ὁ νοῦς (Soul) ἑδρεύει σέ ὅλα τά μόρια τοῦ σώματος καί συνυπάρχει ἄρρηκτα μέ αὐτά] , τ.ἔ. τοῦ "πνευματικοῦ" ἀνθρώπου ἤ τοῦ "θεοφιλοῦς νοός" (ἤ "νοός Χριστοῦ", ἤ "ὀφθαλμοῦ τῆς πίστεως", πού κινεῖται πρός τήν καρδία), ἀφοῦ στούς Πατέρες ὁ ὅρος παράλληλα ἔχει καί τή σημασία τῆς λογικῆς λειτουργίας τῆς ψυχῆς (δηλ. τοῦ καθαρότερου ἀπό τά ἄλλα δύο μέρη, τήν ἐπιθυμία καί τό θυμό τῆς ψυχῆς, δηλ. τοῦ ἡνίοχου ἤ συνειδότος), καί τῆς ὅλης ἁπλῆς ψυχῆς (Psyche) καί τῆς "καρδίας".
[22] Ὡς πρός τά στάδια ἐξέλιξης τῆς πνευματικῆς νόσου περιλαμβάνονται ἡ κυοφορία τῆς ἁμαρτίας, ὁ τραυματισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό διάβολο καί ἡ διάπραξη/ἐπιτέλεση τῆς ἁμαρτίας.
Ἔπειτα, ὡς πρός τούς βαθμούς τῆς ψυχοπνευματικῆς νοσηρότητας ποικίλουν τόσο ὡς πρός τίς μεταβλητές τους (ἤπιο/βαρύ, ἰάσιμο/ἀνίατο, ὀξύ/βραδύ, ἔκδηλο/λανθάνον, ἐνδημικό/ἰδιοπαθές, συμπτωματολογικό/ἐπίνοσο, ὑποτροπικό/ ἀνεπανάληπτο), ὅσο καί ὡς πρός τό μέγεθός τους (ἁπλή διαταραχή ἤ ἀσθένεια).
Ἐξάλλου, ὡς πρός τά ἀποτελέσματα τῆς πνευματικῆς ἀσθένειας, κατά ἐπιδεινωτική βαθμίδα, ἔχουν ὡς ἑξῆς: ταραχή, ἐπισκότηση (λήμη) τοῦ "ὀφθαλμοῦ τῆς ψυχῆς" (νοός), τύφλωση, πώρωση (σκλήρυνση), (ἐγκόσμιος ψυχικός) θάνατος (τῆς ψυχῆς), γυμνότητα, ἐρημία, σφαγή καί (αἰώνιος πνευματικός) θάνατος τῆς ψυχῆς.
[23] Βλ. E. Z e l l e r – W. N e s t l e, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας, μτφρ. Χ. Θεοδωρίδη, ΑΘΗΝΑ 1942, σ. 144, 305.
[24] Εἰς Ματθ. 38, PG 57, 433.
[25] Εἰς Α' Τιμ. 7, 1, PG 62, 535: "Ὅταν γάρ ἡμῖν διαστασιάζῃ τό σῶμα πρός τήν ψυχήν καί χαλεπάς ἐπιθυμίας ἐγείρῃ καί τάς ἡδονάς ὁπλίζῃ τῶν σωμάτων, τῆς ὀργῆς, τοῦ φθόνου, οὐκ ἔνι, μή τοῦ πολέμου τούτου λυθέντος, ἐπιτυχεῖν τῶν ἐπηγγελμένων ἀγαθῶν, ἀλλ' ἀνάγκη τόν μή καταστέλλοντα ταύτην τήν ταραχήν, πεσεῖν καί τραύματα λαβεῖν, ἐκεῖνον τόν θάνατον τίκτοντα τόν ἐν τῇ γεέννῃ".
[27] Εἰς Πράξ. 7, 3, PG 60, 67.
[28] Βλ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, Ἡ βίωσις τοῦ πάθους, ΑΘΗΝΑΙ 1960, σ. 56-57.
[29] Πρός Σταγείριον 2, PG 47, 470.
[30] Εἰς τόν ἅγιον Ἀπόστολον Παῦλον 6, 4, PG 50, 504.
[31] Εἰς τούς ἁγίους Μακκαβαίους 1, 2, PG 50, 619.
[32] Περί μετανοίας 3, 4, PG 49, 297.
[33] Εἰς τόν Ὀζίαν 3, 4, PG 56, 113.
[34] Εἰς τόν ἅγιον μάρτυρα Λουκιανόν 2, PG 50, 523.
[35] Περί μετανοίας 3, 3, PG 49, 296.
[36] Εἰς Ματθ. 19, 7, PG 57, 283.
[37] Περί Παρθενίας ΠΔ' 2, PG 48, 595.
[39] Κατά τόν καθηγητή Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, στήν περίπτωση τοῦ Ἀπ. Παύλου "ἔχομεν ὄχι διχασμόν, ἀλλά κατάργησιν τῆς βουλητικῆς του ἐνεργείας" (βλ. Ἡ βίωσις τοῦ πάθους, σ. 59). Ἀντίθετα, κατά τόν καθηγητή π. Θ. Ζ ή σ η, τό "ὅ οὐ θέλω" δέν "ἀναιρεῖ τό αὐτεξούσιον" (βλ. Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 114).
[40] Εἰς Ρωμ. 14, 100, PG 60, 508.
[41] Εἰς Ρωμ. 14, 100, PG 60, 508.
[42] Εἰς Ρωμ. 13, 3, PG 60, 512. Πρβλ. Ρωμ. 7, 23-24.
[43] Εἰς Α' Τιμ. 7, 1, PG 62, 533.
[44] Δέν πρόκειται γιά ξεχωριστά "κέντρα" (μέρη) τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἀλλά γιά ψυχοπνευματικές καταστάσεις τῆς ὅλης ψυχῆς, ἡ ὁποία ἄν μέν κινηθεῖ θεοκεντρικά, θά παραμείνει φυσιολογική καί ὑγιής χωρίς δηλ. ψυχικές συγκρούσεις· ἄν ὅμως κινηθεῖ ἐγωκεντρικά, τότε θά προκύψουν τά, σέ διάφορα ἐπίπεδα, προβλήματα.
[45] Εἰς Γέν. 20, PG 53, 170.
[46] Εἰς τόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον 4, 4, PG 48, 1012.
[47] Εἰς τόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον 4, 5, PG 48, 1012.
[48] Κατήχ. 1, 28, ΕΠΕ 30, 343.
[49] Εἰς τόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον 4, 5, PG 48, 1012.
[50] Βλ. Ρωμ. 2, 15. Πρβλ. E. L o h s e, Ἐπίτομη Θεολογία τῆς Κ.Δ., μτφρ. Σ. Ἀγουρίδη, ΑΘΗΝΑ 1980, σ. 132.
[51] Εἰς τόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον 4, 5, PG 48, 1012, Περί μετανοίας 1, 1, PG 49, 277.
[52] Περί μετανοίας 2, 3, PG 49, 287.
[53] Πρός Ὀλυμπ., ἐπιστ. 13, 2.
[54] Εἰς τόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον 4, PG 48, 1011-1012, Εἰς Α' Κορ. 16, PG 61, 138. Πρβλ. Δ. Ε. Χ α - τ ζ η ι ω ά ν ν ο υ, Αἱ κοσμοθεωρητικαί ἀπόψεις τοῦ Χρυσοστόμου ἐν σχέσει πρός τάς ἀντιλήψεις τῶν ἱστορικῶν τοῦ Σοσιαλισμοῦ M. Beer, R. Pöhlman καί ἄλλων, Ἀθῆναι 1948, σ. 77.
[55] Κατήχ. 1, 28, ΕΠΕ 30, 343.
[56] Περί μετανοίας 5, 3, PG 49, 312: "Οἱ γάρ εὐγνώμονες τῶν οἰκετῶν ταχέως αἰσθάνονται τῶν ἁμαρτημάτων". Πρβλ. Ἀρχιμ. Σ. Π α π α κ ώ σ τ α, Ἡ μετάνοια, Ἀθῆναι 1940, σ. 5.
[57] Εἰς Ματθ. 8, 2, PG 57, 85.
[58] "Κανείς", λέει ὁ J u n g, "δέν μπορεῖ νά πληγεῖ ἤ νά πονέσει ὑπαρξιακά καί νά ἀρρωστήσει ψυχικά τόσο βαθιά, ἄν δέ διαθέτει, πραγματικά ἤ δυνητικά, μεγάλο (ὑπαρξιακο-πνευματικά) βάθος" [“Ueber die wiedererziehung des deutschen volkes”, Basler Nachrichten, 486 (10/11/1946)]. Ὅσο "πνευματικότερος" εἶναι κανείς, τόσο ἡ ἐσωτερική του ἀντινομία μεταξύ ἀνάγκης καί ἐλευθερίας, Θείου καί ἰδίου θελήματος, ἐντείνεται, γιατί καθίσταται συνειδητότερη ἡ ἠθική του ἀτέλεια ἔναντι τοῦ ἠθικοῦ μεγαλείου τοῦ Θεοῦ (Εἰς τούς Ἀνδριάντας 1, 3, PG 49, 20, Εἰς τόν παραλυτικόν, PG 51, 58, Εἰς Γέν. 31, 2, PG 53, 285) . Ἡ τέλεια κάθοδος προϋποθέτει τήν τέλεια ἄνοδο· μόνο ὁ ἅγιος γνωρίζει καλύτερα τά ἀσυνείδητα βάθη τῆς ψυχῆς του (C. J u n g, "Στό ἡλιοστάσιο τῆς Ζωῆς", Τά προβλήματα τῆς σύγχρονης ψυχῆς, μτφρ. Ε. Ἀνδρουλιδάκη, ΑΘΗΝΑ χ.χ., σ. 175)
[59] Εἰς Ψαλμ. 6, PG 55, 71.
[60] Εἰς Ὀλυμπ., ἐπιστ. 13, 2γ.
[61] Εἰς Ματθ. 38, PG 57, 432, Εἰς Ἰω. 88, 3, PG 59, 481, Περί μετανοίας 5, 3, PG 49, 313.
[62] Εἰς Ἑβρ. 31, 1, PG 63, 213.
[63] Εἰς τόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον 1, 11, PG 48, 978.
[64] Εἰς τόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον 4, 5, PG 48, 1012.
[65] Εἰς Ψαλμ. 6, 47, PG 55, 77: "Ἡ τοιαύτη ταραχή γαλήνης μήτηρ ἐστίν· ὁ τοιοῦτος φόβος ἀδείας ὑπόθεσις. Ὁ οὕτω τεταραγμένος πάντα χειμῶνα ἐκβάλλει".
[66] Εἰς Γέν. 17, 1, PG 53, 135: "Ὁ γάρ ἀδέκαστος δικαστής, τό συνειδός λέγω, κατεξανιστάμενος λαμπρᾷ τῇ φωνῇ ἐβόα, καί κατηγόρει καί ἐδείκνυ, καί ὡσανεί πρό τῶν ὀφθαλμῶν ὑπέγραφεν αὐτοῖς τῶν ἁμαρτημάτων τό μέγεθος...Ἀλλά κἄν πάντας ἀνθρώπους λαθεῖν τις δυνηθείη τήν ἁμαρτίαν ἐργασάμενος, καί τήν ἄτοπον πρᾶξιν ἐπιτελέσας, ἐκεῖνον τόν κατήγορον λαθεῖν οὐ δύναται, ἀλλά περιέρχεται διηνεκῶς αὐτόν ἔνδον ἔχων ἐνοχλοῦντα, καταξαίνοντα, μαστίζοντα, οὐδέποτε ἠρεμοῦντα, ἀλλά καί ἐν οἰκίᾳ, καί ἐν ἀγορᾷ, καί ἐν συλλόγοις, καί ἐν τραπέζῃ, καί καθεύδοντι, καί διανισταμένῳ ἐπιτιθέμενον, καί δίκην ἀπαιτοῦντα τῶν πεπλημμελημένων, καί ὑπ' ὄψιν ἄγοντα καί τῶν ἡμαρτημένων τήν ἀτοπίαν, καί τήν ἑπομένην αὐτῷ κόλασιν, καί καθάπερ ἰατρός ἄριστος οὐ παύεται τά παρ' ἑαυτοῦ φάρμακα ἐπιτιθείς· κἄν ἴδῃ διακρουόμενον, οὐδέ οὕτως ἀφίσταται, ἀλλά διηνεκῆ τήν ἐπιμέλειαν ποιεῖται".
[67] Εἰς Ψαλμ. 6, PG 55, 77.
[68] Ὁ χριστιανικός Ὑπαρξισμός, πού βλέπει τήν ἁμαρτία ὄχι τόσο σάν (νομική) παράβαση, ὅσο σάν ἀστοχία, διακρίνει μεταξύ προσωπικῆς καί ὑπαρξιακῆς ἐνοχῆς.
[69] Ὁ μέν S. K i e r k e g a a r d τονίζει ὅτι τό ἄγχος εἶναι καρπός τῆς ἁμαρτίας, ὁ δέ S. F r e u d τῆς ἀπώθησης τῆς Libido. Ἔτσι, οὕτως ἤ ἄλλως, τό νευρωτικό ἄγχος εἶναι καρπός τῆς ἀπώθησης τοῦ αἰσθήματος τῆς ἐνοχῆς (βλ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, Ἡ νεύρωσις ὡς Ἀδαμικόν πλέγμα, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 61).
[70] Εἰς τόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον 1, 11, PG 48, 978.
[71] Ἀντίθετα, ὁ καθηγητής Ἰ. Κ α ρ μ ί ρ η ς (Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, σ. 190) καί ὁ Ἀρχιμανδρίτης Χ. Σ τ α υ ρ ό π ο υ λ ο ς (Ποιμαντική τῆς μετανοίας, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 1983, σ. 41), μιλώντας γιά Προπατορική καί προσωπική ἁμαρτία, ἀποδέχονται καί κληρονομική καί ὑπαρξιακή ἐνοχή.
[72] Εἰς Ματθ. 2, 6, PG 57, 32.
[73] Τά λεγόμενα "θανάσιμα ἁμαρτήματα" (πρβλ. Μ. B l o o m f i e l d, The Seven Deadly Sins, Michigan 1952), πού ξεκινοῦν ἀπό τή σχετική διάκριση τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη (Α' Ἰω. 5, 16), κατά μέν τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (15, 29) καί τήν Ἀρχαία Ἐκκλησία ἦταν στήν ἀρχή τρία (φόνος, πορνεία καί εἰδωλολατρία - εἰδωλόθυτα) καί στή συνέχεια ὁρίστηκαν ἀπό (τή Διαθήκη τῶν 12 Πατριαρχῶν) τό Γ ρ η- γ ό ρ ι ο τό Μέγα καί τόν B o n a v e n t u r a (1274) σέ ἑπτά (ἀκηδία, γαστριμαργία, ὀργή, πορνεία, ὑπερηφάνεια, φθόνος καί φιλαργυρία) ἀπό ὀκτώ (+ λύπη) τοῦ Εὐάγριου, κατά δέ τόν Εὐαγγελιστή Μ α τ- θ α ῖ ο, ἡ "βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος" (12, 31), δηλ., κατά τόν ἱ. Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο (καί τούς Ε ὐ - σ έ β ι ο καί Ἰ ο υ σ τ ῖ ν ο, βλ. Ἠσ. 6, 9), ἡ ἄρνηση τῆς μαρτυρίας τοῦ Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰ ω ά ν -ν ο υ γιά τή θεότητα τοῦ Ἰ. Χριστοῦ, καί κατ' ἐπέκταση ὁποιαδήποτε διαστρεβλωτική διδασκαλία - αἵρεση, καί μάλιστα μέ ἐπίταση, δηλ. ἡ ἀμετανοησία (5ος Κανών τῆς Ζ' Οἰκ. Συνόδου).
[74] Περί μετανοίας 1, 2, PG 49, 279. 2, 3, PG 49, 287.
[75] Περί μετανοίας 6, 2, PG 49, 316.
[76] Περί μετανοίας 6, 2, PG 49, 316.
[77] Βλ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, Ἐγχειρίδιον Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 79-82, 87.
[78] Βλ. G. D. D r a g a s, “St. John Chrysostom’s Doctrine of God’s Providence”, Εκκλησιαστικοσ Φαροσ, τόμ. ΝΖ', iii- iv (1975) 399.
[79] Κατά τόν S. F r e u d, τό Ἐγώ παίζει τό ρόλο τοῦ θυρωροῦ, ὁ ὁποῖος βρίσκεται μεταξύ τοῦ "μεγάλου προθαλάμου" (ἀσυνειδήτου) καί τοῦ "δωματίου ὑποδοχῆς", λογοκρίνοντας τίς διάφορες ψυχικές διεγέρσεις γιά νά τίς ἐπιτρέψει ἤ ὄχι νά περάσουν στή συνειδητότητα. Πολλούς ὅμως αἰῶνες πρίν τήν Ψυχανάλυση ἡ Ἀνατολική Πατερική παράδοση εἶχε παρομοιάσει τό ρόλο τῆς (ἠθικῆς) συνείδησης (νοός) μέ τό ἔργο τοῦ θυρωροῦ ("πυλωροῦ") στή "διάνοια" (= πύλη) τῆς "καρδίας" (= ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος). Βλ. Μ. Ἀ ν τ ω ν ί ο υ, Φιλοκαλια, τ. Α', σ. κ': "Ὁ γάρ θεοφιλής νοῦς αὐτῶν, πυλωρός νηφάλιος ὑπάρχων, ἀποκλείει τάς εἰσόδους τῶν κακῶν καί αἰσχρῶν ἐνθυμήσεων". Πρβλ. Ἰωσήφ Βρυέννιου, ἀπό: Ν ι κ ο δ ή - μ ο υ Ἁγιορείτου, Νέα Κλῖμαξ, ἐν Βόλῳ 1956, σ. 89.
[80] Εἰς τούς Ἀνδριάντας 15, 3, PG 49, 157.
[81] Εἰς Ματθ. 48, PG 58, 488.
[82] Βλ. Ἰ. Ν. Θ ε ο δ ω ρ α κ ό π ο υ λ ο υ, Εἰσαγωγή στόν Πλάτωνα, ἐν Ἀθήναις 1947, σ. 180.
[83] Εἰς Ἐφ. 15, 1, PG 62, 9.
[84] Εἰς τόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον 1, 2, PG 48, 964.
[85] Εἰς Ἰω. 71, 3, PG 59, 388.
[86] Ματαίωση ὀνομάζεται ἡ παρεμπόδιση τῆς πραγματοποίησης μιᾶς ἐπιθυμίας λόγω παρεμβαλλόμενων ἐμποδίων.
[87] Ἀποζημίωση ἤ ἀντιστάθμιση ἤ ἀντιρρόπηση ὀνομάζεται ὁ ἀσυνείδητος μηχανισμός προσαρμογῆς, κατά τόν ὁποῖο τό ἄτομο, τοῦ ὀποίου ματαιώνεται κάποια ἀνάγκη, ἀντικατασταίνει (ἀσυνείδητα) τήν ἀνάγκη αὐτή μέ μιά ἄλλη ἤ ἀντικατασταίνει τόν τρόπο ἱκανοποίησης τῆς ματαιωμένης ἀνάγκης μέ ἄλλο τρόπο.
[88] Κινησιακά, λεκτικά ἤ νοηματικά ταυτίζεται κάποιος μέ τόν (πραγματικό, φανταστικό ἤ φαντασιακό) "ἀντίπαλό" του, οἰκειοποιούμενος τήν ξένη ἐπιθετικότητα, μέ τό νά μιμεῖται τίς μεθόδους καί τίς τεχνικές τοῦ "ἀντιπάλου".
[89] Εἰς Ψαλμ. 4, PG 55, 52.
[90] Εἰς τούς Ἀνδριάντας 7, 3, PG 49, 95: "οἵ γε μισοῦντες καί ἀπεχθῶς πρός τινας ἔχοντες, οὐδέ τά ὀνόματα ἀναμνησθῆναι τῶν λελυπηκότων ἀνέχονται".
[91] Λόγος ταῖς Καλάνδαις 1, PG 48, 953: "ἄν πρός τινα ἀηδῶς ἔχωμεν, οὐδ' ἐγγύς ἑστῶτα βλέπειν δοκοῦμεν πολλάκις".
[92] Ἡ ἀπώθηση εἶναι ἕνας ἀσυνείδητος ἀμυντικός μηχανισμός μέ τόν ὁποῖο ἀποκλείονται [μέ βάση τή λεγόμενη λειτουργία τῆς λογοκρισίας τοῦ Ὑπερεγώ, κατά τήν ὁποία τό Ὑπερεγώ λειτουργεῖ τρόπον τινά ὡς θυρωρός μεταξύ τοῦ Id (ἀσυνειδήτου) καί τοῦ προσυνειδήτου] σκέψεις, ἐπιθυμίες ἤ συναισθήματα ἀπό τή συνείδηση.
[93] Εἰς Ἰω. 49, 1, PG 59, 273.
[94] Εἰς Ψαλμ. 4, PG 55, 52.
[95] Ἡ καταστολή γίνεται παθολογική, ὅταν χρησιμοποιεῖται γιά καταστροφή ἤ κακή προσαρμογή τοῦ Ἐγώ στή λύση τῶν ἐσωτερικῶν του ἐντάσεων.
[96] Εἰς Ματθ. 68, PG 58, 640. Πρβλ. Ματθ. 23, 32, Ὠσ. 4, 2, Μιχ. 3, 10.
[97] Βλ. Κ. Σ τ ε φ α ν ῆ, Μαθήματα Ψυχιατρικῆς μέ στοιχεῖα Ψυχολογίας, τεῦχ. Α', ΑΘΗΝΑΙ 1973, σ. 278-279.
[98] Εἰς Πράξ. 41, 1, PG 60, 287.
[99] Περί μετανοίας 6, 1, PG 49, 313, Εἰς τόν μακάριον Βαβύλαν 1, 17, PG 50, 532, Περί κατανύξεως 1, 2, PG 47, 396. Πρβλ. Λ. Σ τ α ύ ρ ο υ, Εἰσαγωγή στήν Ψυχοπαθολογία, ΑΘΗΝΑ 1984, σ. 119.
[100] Εἰς Ματθ. 9, 1, PG 57, 175.
[101] Περί μετανοίας 6, 3, PG 49, 317.
[102] Εἰς τά κατά τόν Δαυίδ καί τόν Σαούλ 2, 5, PG 54, 693. Πρβλ. Β' Βασ. 1, 21.
[103] Εἰς τόν μακάριον Βαβύλαν 1, 19, PG 50, 533.
[104] Εἰς Πράξ. 41, 5, PG 60, 294.
[105] Εἰς τά κατά τόν Δαυίδ καί τόν Σαούλ 2, 5, PG 54, 693.
[106] Πρός Σταγείριον 1, PG 47, 430.
[107] Εἰς Ὀλυμπ., ἐπιστ. 10, 13.
[108] Εἰς Α' Τιμ. 5, 1, PG 62, 526.
|
 |
|
 |
|
 |