Κυριακή, 19 Μαϊ, 2024
ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ. Πατρικίου ιερομάρτυρος, επισκόπου Προύσης και των συν αυτώ, μαρτύρων Ακακίου, Μενάνδρου, Πολυαίνου και Φιλεταίρου, Θεοτίμης μάρτυρος.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Ο «εμφύλιος» πόλεμος της ψυχής κατά τον Ι. Χρυσόστομο, Καθηγητού Σπυρίδωνος Τσιτσίγκου, ΜΑ, DD, PhD


"Συ­νη­γά­γο­μεν συ­νέ­δρι­ον ἵ­να τόν

χι­ο­νό­φεγ­γον μαρ­γα­ρί­την

πί­στει ὑ­πο­δε­χθῶ­μεν"[1].

 

Ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως ζοῦ­με δι­ε­θνῶς σέ φά­ση ἐ­φαρ­μο­γῆς τοῦ λε­γό­με­νου "ἀ­σύμ­με­τρου πο­λέ­μου". Ἡ Πα­τε­ρι­κή Θε­ο­λο­γί­α γνω­ρί­ζει τρι­ῶν εἰ­δῶν πο­λέ­μους: πνευ­μα­τι­κό, ψυ­χι­κό καί ὑ­λι­κό. Κα­θέ­νας ἀ­π' αὐ­τούς ἔ­χει τήν αἰ­τί­α του στόν προ­η­γού­με­νο, σύμ­φω­να μέ τήν τά­ξη τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας. Ἄν, ὅ­μως, κά­θε (ὑ­λι­κός) πό­λε­μος εἶ­ναι ἀ­πευ­κταῖ­ος, καί μά­λι­στα ὁ ἐμ­φύ­λι­ος, πό­σο πι­ό ὀ­δυ­νη­ρός θά εἶ­ναι ἕ­νας πνευ­μα­τι­κός ἐμ­φύ­λι­ος; Ὅ­που πό­λε­μος, ἐ­κεῖ καί τραύ­μα­τα, ἐ­κεῖ καί θύ­μα­τα. Οἱ ἥ­ρω­ες κά­θε πο­λέ­μου τι­μῶ­νται εἴ­τε γι­ά τήν ἀν­δρεί­α, εἴ­τε γι­ά τήν αὐ­το­θυ­σί­α, πού ἐ­πέ­δει­ξαν. Ὅ­σο σκλη­ρό­τε­ρος εἶ­ναι ἕ­νας πό­λε­μος, τό­σο με­γα­λύ­τε­ρος ἔ­παι­νος ἁρ­μό­ζει στούς μα­χη­τές.

Ἡ πνευ­μα­τι­κή νο­σο­λο­γί­α, πού ἀ­πορ­ρέ­ει ἀ­πό ἕ­ναν πνευ­μα­τι­κό πό­λε­μο, εἶ­ναι πά­ντα ἕ­να θέ­μα τό­σο ἐ­πί­και­ρο ὅ­σο καί ἀ­νε­ξά­ντλη­το. Θά προ­σκο­μί­ζα­με "γλαῦ­κ' ἐς Ἀ­θή­νας", ἄν μι­λού­σα­με γι­ά τήν κα­τα­πλη­κτι­κή ἐ­πι­και­ρό­τη­τα τοῦ χρυ­σο­στο­μι­κοῦ ἔρ­γου, πού κα­λύ­πτει ὅ­λη σχε­δόν τή γκά­μα τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ. Οἱ "εἰς Ἀν­δρι­ά­ντας"[2] λό­γοι τοῦ ἱ. Πα­τρός λ.χ. θά μπο­ροῦ­σαν, μέ τήν ἴ­δι­α ἐ­νάρ­γει­α, νά ἀ­κου­στοῦν καί σή­με­ρα με­τά τά τρο­μο­κρα­τι­κά χτυ­πή­μα­τα κα­τά τῆς Ἀ­με­ρι­κῆς, δί­νο­ντας μά­λι­στα ἀ­πο­στο­μω­τι­κή ἀ­πά­ντη­ση στήν "ἐ­ξή­γη­ση" τοῦ S. Huntington πώς γι­ά τούς πο­λέ­μους τοῦ Βυ­ζα­ντί­ου ἔ­φται­γε ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ωάν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος[3]! Μι­ά συ­νε­δρι­α­κή ὅ­μως Ἡ­με­ρί­δα σάν τή ση­με­ρι­νή, ὅ­που προ­έ­χει ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἀ­να­κοί­νω­ση νέ­ων στοι­χεί­ων τοῦ Χρυ­σο­στο­μι­κοῦ ἔρ­γου, δέ νο­μί­ζω ὅ­τι θά μπο­ροῦ­σε νά προσ­λά­βει μορ­φή κη­ρυ­γμα­τι­κῆς ὁ­μι­λί­ας, ἡ ὁ­ποί­α ἄλ­λω­στε θά μεί­ω­νε τήν προ­σφο­ρά τοῦ ἱ. Πα­τρός, με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων, καί στό ἀν­θρω­πο­λο­γι­κό πε­δί­ο.

Ὁ τι­μώ­με­νος σή­με­ρα - μνή­μη τῆς κοι­μή­σε­ώς του - Ἅ­γι­ος[4] ὑ­πῆρ­ξε ὄ­ντως ἀ­λη­θι­νός μάρ­τυς καί ἥ­ρως καί τῶν τρι­ῶν μορ­φῶν πο­λέ­μου. Ὑ­πό­δει­γμα ἱ­ε­ράρ­χου, οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρός, Θε­ο­λό­γου ἐ­πι­στή­μο­νος καί με­γά­λου Ἁ­γί­ου τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας μας. "Συ­ντρέ­χο­ντες", λοι­πόν, "καί ἡ­μεῖς σή­με­ρον εἰς τήν ἐ­κεί­νου τι­μήν", τι­μή­σω­μεν τόν Ἰ­ωάν­νην "τῇ πα­ρου­σί­ᾳ, τῇ ἀ­κρο­ά­σει, τῇ σπου­δῇ"[5].

           

Ι. ΑΝ­ΘΡΩ­ΠΟ­ΛΟ­ΓΙ­Α

Ὁ ἄν­θρω­πος, κα­τά τόν ἱ. Χρυ­σό­στο­μο, εἶ­ναι δι­σύν­θε­τος, ἀ­πο­τε­λού­με­νος ἀ­πό σῶ­μα καί ψυ­χή· τοῦ­το νο­οῦ­μεν ὄ­χι ἀ­πο­κλει­στι­κῶς μο­νι­στι­κά ἤ δυι­στι­κά, ἀλ­λά κα­τά ἕ­ναν ὁ­λι­στι­κό Δυ­α­λι­σμό. Ἡ ψυ­χή ἀ­πό τήν κτί­ση της πε­ρι­έ­χει ἕ­να συ­νει­δη­τό μέ­ρος (τή γνω­στή τρι­με­ρή Πλα­τω­νι­κή δι­αί­ρε­ση σέ νό­η­ση, βού­λη­ση καί συ­ναί­σθη­μα) καί ἕ­να ἀ­συ­νεί­δη­το (τή με­λα­νί­α, κα­τά τόν ἱ. Χρυ­σό­στο­μο). Ὁ­λό­κλη­ρη πά­λι αὐ­τή ἡ ψυ­χή (Psyche) ἄν μέν, δι­ά τῶν μυ­στη­ρί­ων, κι­νη­θεῖ πρός τό Θε­ό, μέ βά­ση τό <κα­θ' ὁ­μοί­ω­σιν>, με­τα­μορ­φώ­νε­ται σέ πνευ­μα­τι­κή ψυ­χή (Soul) καί λει­τουρ­γεῖ ὑ­γι­ῶς, ἄν ὄ­χι, νο­σεῖ καί ὁ ἄν­θρω­πος κα­τα­ντᾶ σαρ­κι­κός.

Ὡ­στό­σο, με­τα­ξύ τῆς μι­ᾶς κα­τα­στά­σε­ως (δηλ. τῆς θρε­πτι­κῆς ψυ­χῆς ἤ τοῦ ψυ­χι­κοῦ ἀν­θρώ­που) καί τῆς ἄλ­λης (δηλ. τῆς νο­η­τι­κῆς ψυ­χῆς ἤ τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ ἀν­θρώ­που) ἡ ὀρ­θό­δο­ξη Ἀ­να­το­λι­κή Πα­τε­ρι­κή Ἀν­θρω­πο­λο­γί­α δι­α­κρί­νει μέν, ἀλ­λά χω­ρίς νά δι­α­χω­ρί­ζει[6], ἀ­φοῦ οὔ­τε ὅ­λες οἱ ψυ­χι­κές ἀ­σθέ­νει­ες συ­νι­στοῦν ἁ­μαρ­τί­α[7], οὔ­τε ἡ ἁ­μαρ­τί­α πά­ντα ὁ­δη­γεῖ σέ ψυ­χι­κή πά­θη­ση[8],

 

Ι­Ι. ΠΝΕΥ­ΜΑ­ΤΙ­ΚΗ ΚΑΙ ΨΥ­ΧΙ­ΚΗ Υ­ΓΕΙ­Α

Κα­τά τόν ἱ. Χρυ­σό­στο­μο, ἡ ψυ­χι­κή ὑ­γεί­α ἀ­πορ­ρέ­ει ἀ­πό τήν πνευ­μα­τι­κή μα­κα­ρι­ό­τη­τα, ὅ­πως, ἀ­ντί­θε­τα, καί ἡ ψυ­χι­κή ἀ­σθέ­νει­α ἀ­πό κά­ποι­α πνευ­μα­τι­κή ἀ­τα­ξί­α.

Τό ἔ­σχα­το αἴ­τι­ο τῶν ψυ­χο­πνευ­μα­τι­κῶν νό­σων, πα­ράλ­λη­λα μέ τήν ἐ­πε­νέρ­γει­α καί ὁ­ρι­σμέ­νων ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν πα­ρα­γό­ντων, πού λει­τουρ­γοῦν κυ­ρί­ως ὡς ἀ­φορ­μές στήν πρό­κλη­ση τῆς ἀ­σθέ­νει­ας, πα­ρα­μέ­νει ὁ ἴ­δι­ος μας ὁ ἑ­αυ­τός (ἡ μι­κρο­ψυ­χί­α)[9]. Σ' αὐ­τό κα­τα­λή­γει ὁ ἱ. Πα­τήρ, ἐ­πει­δή δί­νει πά­ντα τό προ­βά­δι­σμα στήν ἐ­λευ­θε­ρί­α βου­λή­σε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που.

Ἐκ­φρα­ζό­με­νος συ­νή­θως ὁ Ἅ­γι­ος μέ Ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή φρα­σε­ο­λο­γί­α, θε­ω­ρεῖ πώς ὅ­λες οἱ ψυ­χι­κές ἀ­νω­μα­λί­ες ἀ­πο­τε­λοῦν, λό­γω ἀ­προ­σε­ξί­ας[10], πα­ρέ­κλι­ση ἀ­πό τό βι­ο­ψυ­χι­κό φυ­σι­ο-λο­γι­κό, δηλ. τό μέ­τρο[11], πού συ­νι­στᾶ τήν ἀ­ρε­τή τῆς δι­και­ο­σύ­νης· ὅ­ταν, μέ ἄλ­λα λό­γι­α, ὁρ­μές καί συ­ναι­σθή­μα­τα δέν μπο­ροῦν νά δα­μα­σθοῦν ὑ­πό τοῦ λό­γου. Καί στό Στω­ι­κι­σμό τά πά­θη γεν­νι­οῦ­νται εἴ­τε ἀ­πό πα­ρά­λο­γες σκέ­ψεις, εἴ­τε ἀ­πό "ὁρ­μή πλε­ο­νά­ζου­σα"[12]· κι ἐ­δῶ εἰ­σερ­χό­μα­στε στήν ἔν­νοι­α τῆς ἀ­με­τρί­ας καί πλε­ο­νε­ξί­ας, πού εἶ­ναι λέ­ξεις-κλει­δι­ά γι­ά τήν κα­τα­νό­η­ση τῆς Χρυ­σο­στο­μι­κῆς Ἠ­θι­κῆς. Οἱ θλί­ψεις (πό­νος), δι­δά­σκει ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος, μᾶς κα­τα­λαμ­βά­νουν, γι­α­τί ἐ­πι­θυ­μοῦ­με τήν ὑ­πέρ­με­τρη ἡ­δο­νή[13]. Ἄν ἀ­πό τήν ἐ­λεύ­θε­ρη βού­λη­ση τοῦ ἀ­τό­μου γί­νε­ται λε­λο­γι­σμέ­νη καί μέ­τρι­α χρή­ση τῆς κά­θε ἐ­πι­θυ­μί­ας, τό­τε αὐ­τή λει­τουρ­γεῖ ὀρ­θά (βλ. "με­τρι­ο­πά­θει­α"), δηλ. ἀ­να­μάρ­τη­τα. Τό ἠ­θι­κά κα­κό εἶ­ναι καί φυ­σι­κά φαῦ­λο: "Οὐ­δέν γάρ ἐ­στι φυ­σι­κόν κα­κόν"[14]. Ἡ ὑ­γεί­α, ἔ­τσι, ταυ­τί­ζε­ται μέ τό "κα­τά φύ­σιν", ἐ­νῶ ἡ ἀ­σθέ­νει­α μέ τό "πα­ρά φύ­σιν"[15]. Λέ­γο­ντας αὐ­τά ὁ ἱ. Πα­τήρ, οὔ­τε ταυ­τί­ζει (ὅ­πως πολ­λά χρό­νι­α ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Βαρ­λα­άμ), οὔ­τε δι­α­χω­ρί­ζει στε­γα­νά με­τα­ξύ ψυ­χι­κῆς ("σαρ­κι­κῆς" - κλι­νι­κῆς) καί πνευ­μα­τι­κῆς ὑ­γεί­ας. Πα­ρό­λο πού ἡ ψυ­χή δι­α­θέ­τει ἕ­να ἱ­κα­νό ἀ­πό­θε­μα δυ­νά­με­ως, ἐ­ντού­τοις σέ δύ­σκο­λες πε­ρι­πτώ­σεις ἐ­ξα­ντλεῖ­ται κι αὐ­τό τό δυ­να­μι­κό, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ὁ ἄν­θρω­πος νά κα­τα­ντᾶ ρά­κος[16]· γι­' αύ­τό, χρει­ά­ζε­ται πά­ντα (καί στήν ἀρ­χή, καί στή μέ­ση, καί στό τέ­λος τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ ἀ­γώ­να) τή βο­ή­θει­α τοῦ Θε­οῦ[17].

 

Ι­ΙΙ. Η Α­ΣΘΕ­ΝΕΙ­Α ΤΗΣ ΨΥ­ΧΗΣ

Ἡ ἀ­σθέ­νει­α, κα­τά τήν Παύ­λει­α Ἠ­θι­κή, δέν ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­δυ­να­μί­α (Nietzsche) καί αἰ­τί­α δυ­στυ­χί­ας, ἀλ­λά δύ­να­μη καί εὐ­λο­γί­α[18]. Κα­τά τόν ἱ. Χρυ­σό­στο­μο, ἀ­σθέ­νει­α εἶ­ναι μέν μί­α "ἡ λέ­ξις, πολ­λά δέ τά ἐξ αὐ­τῆς δη­λού­με­να"· στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή δύ­να­ται νά ση­μαί­νει: α) τή σω­μα­τι­κή ἀρ­ρώ­στει­α, β) "τό μή πε­πη­γέ­ναι ἐν τῇ πί­στει ἁ­πλῶς, μη­δέ τέ­λει­ον εἶ­ναι καί ἀ­πηρ­τι­σμέ­νον", καί γ) τίς δι­ά­φο­ρες δο­κι­μα­σί­ες (δι­ω­γμοί, πα­γί­δες πνευ­μα­τι­κές, ἐ­πι­βου­λές, ἀ­πει­λές, κίν­δυ­νοι, θά­να­τοι, ἐ­πή­ρει­ες, πει­ρα­σμοί, ἐ­πα­γω­γές)[19].

Οἱ Πα­τέ­ρες κρα­τοῦν κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά καί συ­νεκ­δο­χι­κά τό νο­σο­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Ἡ ἁ­μαρ­τί­α εὐ­θύ­νε­ται γι­ά τή νο­ση­ρό­τη­τα τό­σο τῆς ψυ­χο­σω­μα­τι­κῆς δο­μῆς, ὅ­σο καί τῆς πνευ­μα­τι­κῆς συ­στά­σε­ως[20]. Ἐ­φό­σον ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ψυ­χή εἶ­ναι ἑ­νι­αί­α, ἑ­νι­αί­α θά εἶ­ναι καί ἡ ἀ­σθέ­νει­α τῆς ψυ­χῆς. Ἔ­τσι, θά πρέ­πει νά ὁ­μι­λοῦ­με γι­ά τίς ἀ­σθέ­νει­ες τῆς ὅ­λης ψυ­χῆς, ἐ­φό­σον ἡ ἁ­μαρ­τί­α ἔ­χει ἄ­με­ση δι­α­σύν­δε­ση τό­σο μέ τήν "ὀρ­γα­νι­κή" ὅ­σο καί μέ τή "δι­α­νο­η­τι­κή" ψυ­χή[21]. Ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος ὡς ἀ­φορ­μές τῆς ψυ­χι­κῆς νό­σου θε­ω­ρεῖ σω­μα­τι­κές ἀ­σθέ­νει­ες, ψυ­χο­λο­γι­κο­κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα καί με­τα­φυ­σι­κούς πα­ρά­γο­ντες.

Ἀ­νά­λο­γα σέ ποι­ό στά­δι­ο[22] τῆς ψυ­χο­πνευ­μα­τι­κῆς ἐ­ξέ­λι­ξης τοῦ ἀν­θρώ­που θά ἐ­πι­συμ­βεῖ ἡ ἀ­σθέ­νει­α, ὁ­μι­λοῦ­με γι­ά (ψυ­χι­α­τρι­κῆς/ψυ­χο­λο­γι­κῆς αἰ­τι­ο­λο­γί­ας) νό­σους (Psyche) τοῦ λε­γό­με­νου "σαρ­κι­κοῦ" ἀν­θρώ­που, καί γι­ά τά λε­γό­με­να πά­θη τῆς ψυ­χῆς - πνευ­μα­τι­κή νο­σο­λο­γί­α (πού ἐ­νο­χλοῦν στήν πο­ρεί­α πνευ­μα­το­ποι­ή­σε­ως τῆς ψυ­χῆς).

Πά­ντως, κά­θε ψυ­χο­πνευ­μα­τι­κή ἀ­σθέ­νει­α ὀ­φεί­λε­ται σέ κά­ποι­α ἐ­σω­τε­ρι­κή σύ­γκρου­ση τῆς ψυ­χῆς. Ἔ­τσι, ἄν ὑ­πάρ­χει ἁρ­μο­νί­α στή σχέ­ση τῆς ψυ­χῆς μέ τό Θε­ό, θά ὑ­πάρ­χει καί ψυ­χι­κή γα­λή­νη - ἠ­ρε­μί­α.

 

Ι­V. Η ΣΥ­ΓΚΡΟΥ­ΣΗ ΚΑ­ΤΑ ΤΗ «ΘΥ­ΡΑ­ΘΕΝ» ΦΙ­ΛΟ­ΣΟ­ΦΙ­ΚΗ –ΨΥ­ΧΟ­ΛΟ­ΓΙ­ΚΗ ΓΡΑΜ­ΜΑ­ΤΕΙ­Α

Πο­λύ πρίν τόν S. Freud καί τήν Ψυ­χο­λο­γί­α τοῦ Βά­θους οἱ Ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες Φι­λό­σο­φοι, ὅ­πως ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος (540-480 π.Χ.) μέ τήν ἐ­να­ντι­ο­δρο­μί­α του καί τό "πό­λε­μος πά­ντων πα­τήρ", ἤ ὁ Ἐ­μπε­δο­κλῆς (483-424 π.Χ.) μέ τή θε­ω­ρί­α του πε­ρί φι­λό­τη­τος καί νί­κους εἶ­χαν ἔμ­με­σα ἀ­να­φερ­θεῖ σ' αὐ­τή τήν ψυ­χι­κή σύ­γκρου­ση. Ὁ Ἀ­ρί­στιπ­πος ὁ Κυ­ρη­ναῖ­ος ὅ­μως ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος καί στή συ­νέ­χει­α ὁ Ἐ­πί­κου­ρος (341-270 π.Χ.), πού ἀ­να­κά­λυ­ψαν τή βα­σι­κή ψυ­χι­κή σύ­γκρου­ση με­τα­ξύ τῆς ἐ­πι­θυ­μί­ας ἱ­κα­νο­ποι­ή­σε­ως μι­ᾶς ἡ­δο­νῆς καί τοῦ δυ­να­τοῦ τῆς πρα­γμα­το­ποι­ή­σε­ώς της[23]. Ἐ­πί χρι­στι­α­νι­κοῦ ἐ­δά­φους ὅ­σοι Πα­τέ­ρες ἀ­σχο­λή­θη­καν κά­πως ἰ­δι­αί­τε­ρα μέ τό θέ­μα τῆς ψυ­χι­κῆς σύ­γκρου­σης πρίν τόν ἱ. Χρυ­σό­στο­μο, ἦ­σαν οἱ: Μα­κά­ρι­ος ὁ Αἰ­γύ­πτι­ος (300-390), Γρη­γό­ρι­ος Νύσ­σης (335-394) καί Εὐ­ά­γρι­ος Πο­ντι­κός (345-399).

        

I. Η ΔΙ­Α­ΣΚΕ­ΨΗ

Α. Γε­νι­κά.

Τή σύ­γκρου­ση τῆς ψυ­χῆς ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος ἀ­πο­κα­λεῖ μέ δι­ά­φο­ρα ὀ­νό­μα­τα, ὅ­πως δι­ά­στα­ση, δι­ά­σκε­ψη, πρό­σκρου­σμα[24] καί πό­λε­μο[25].

  

Β. Δι­α­μά­χη με­τα­ξύ «νό­μου τῆς ἁ­μαρ­τί­ας» καί «νό­μου τοῦ νο­ός».

Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἔ­χει μι­λή­σει πο­λύ ἀ­να­λυ­τι­κά γι­ά τή σύ­γκρου­ση με­τα­ξύ "νό­μου τοῦ σώ­μα­τος" (ἤ "νό­μου τῆς ἁ­μαρ­τί­ας", δηλ. τῶν ἐ­πι­θυ­μι­ῶν, τῶν ρο­πῶν καί κι­νή­σε­ων τῆς με­τα­πτω­τι­κῆς ψυ­χῆς) καί "νό­μου τοῦ νο­ός" (ἤ φυ­σι­κοῦ - προ­πτω­τι­κοῦ "νο­ός")[26]. Πρό­κει­ται γι­ά μι­ά σύ­γκρου­ση με­τα­ξύ ἠ­θι­κῆς συ­νεί­δη­σης καί με­τα­πτω­τι­κῆς βι­ο­ψυ­χι­κῆς ὁρ­μῆς (ἀ­νά­γκης, ἐν­στί­κτου, ἐ­πι­θυ­μί­ας), ἤ με­τα­ξύ τοῦ λο­γι­κοῦ (θε­ο­φό­ρου νο­ός) καί τῆς ἀ­λό­γου δι­α­θέ­σε­ως (πα­θῶν) τῆς ψυ­χῆς. Ὅ­ταν τό ἕ­να μέ­ρος τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας (ὁ κα­τ' εἰ­κό­να τοῦ Θ. Λό­γου πλα­σθείς λό­γος) θέ­λει νά ὑ­πα­κού­σει στό Θεῖ­ο Νό­μο, ἐ­νῶ τά ὑ­πό­λοι­πα μέ­ρη (βου­λη­τι­κό καί θυ­μο­ει­δές) ὄ­χι, τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος γί­νε­ται πο­λέ­μι­ος (ἐ­χθρός) τῆς ἴ­δι­ας του τῆς ψυ­χῆς[27]. Τέ­τοι­ες συ­γκρού­σεις ἁ­γι­ο­γρα­φι­κά συ­να­ντᾶ­με στήν πε­ρί­πτω­ση τῆς Εὔ­ας, τοῦ πα­τρι­άρ­χου Ἀ­βρα­άμ (με­τα­ξύ φι­λο­θεΐ­ας καί φι­λο­τε­κνί­ας)[28], τοῦ πά­γκά­λου Ἰ­ω­σήφ[29], τῶν Τρι­ῶν Παί­δων[30], τῆς μη­τέ­ρας τῶν Μακ­κα­βαί­ων[31], τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Πέ­τρου (κα­τά τή νύ­χτα τῆς συλ­λή­ψε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου)[32], τοῦ δι­α­κό­νου Φι­λίπ­που (με­τα­ξύ ἐ­γκό­σμι­ου ἔ­ρω­τα καί Θεί­ου ἔ­ρω­τα)[33], τοῦ ἁ­γί­ου μάρ­τυ­ρα Λου­κι­α­νοῦ[34] κ.ἄ. Ἀ­να­λύ­ο­ντας ὁ ἱ. Πα­τήρ τούς πει­ρα­σμι­κούς πο­λέ­μους, πού κα­θη­με­ρι­νά δέ­χο­νται οἱ παρ­θέ­νες, ἐκ­θέ­τει πο­λύ γλα­φυ­ρά αὐ­τή τήν ἐν­δο­ψυ­χι­κή δι­α­μά­χη στήν πι­ό πρω­το­γε­νή της μορ­φή, δηλ. τή σε­ξου­α­λι­κή Libido[35].

 

Γ. Τό πρό­σκρου­σμα με­τα­ξύ ἀν­θρώ­πι­νου καί Θεί­ου θε­λή­μα­τος.

Ἐ­φό­σον ὁ "νό­μος τοῦ νο­ός" (ἠ­θι­κή συ­νεί­δη­ση) προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τό <κα­τ' εἰ­κό­να>, ἕ­πε­ται ὅ­τι, σέ τε­λευ­ταί­α ἀ­νά­λυ­ση, ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε κα­κό καί ὁ­ποι­α­δή­πο­τε σύ­γκρου­ση προ­έρ­χο­νται ἀ­πό τή δι­ά τῆς ἁ­μαρ­τί­ας πρό­σκρου­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τό Θε­ό[36]. Προ­πτω­τι­κά ὁ Θε­ός, μέ­σω τοῦ <κα­τ' εἰ­κό­να> (λο­γι­κῆς), εἶ­χε δώ­σει τήν ἐ­ξου­σί­α τῆς λο­γι­κῆς ψυ­χῆς πά­νω στά ἄ­λο­γα μέ­ρη τῆς ψυ­χῆς. Με­τα­πτω­τι­κά, μέ τήν ἐ­ξα­σθέ­νι­ση τῆς "ἄ­νω­θεν βο­η­θεί­ας", ἡ ψυ­χή πε­ρι­έ­πε­σε σέ μι­ά ἀ­φύ­σι­κη (ἁ­μαρ­τω­λή) κα­τά­στα­ση, ἡ ὁ­ποί­α καί προ­κα­λεῖ τή δι­α­μά­χη σαρ­κός (κα­κί­ας-ἁ­μαρ­τί­ας) καί πνεύ­μα­τος (θε­οεί­δει­ας). Σύ­γκρου­ση δηλ. δέν (θά πρέ­πει νά) ὑ­φί­στα­ται στόν πνευ­μα­τι­κό "με­τά" καί "ἐν Χρι­στῷ" ἄν­θρω­πο, ἀλ­λά στόν πρό ἤ ἐ­κτός Χρι­στοῦ ψυ­χι­κό ἄν­θρω­πο[37]. Τώ­ρα, τό ὅ­τι ἡ σύ­γκρου­ση (ἄν δέν εἶ­ναι φυ­σι­κή) συμ­βαί­νει κα­θη­με­ρι­νά καί στούς πι­στούς, αὐ­τό "ἐν πολ­λοῖς" ὀ­φεί­λε­ται στό ὅ­τι δέν εἴ­μα­στε ἀ­κό­μα ἤ ὅ­σο πρέ­πει "πνευ­μα­τι­κοί", ἀλ­λά ἀ­κό­μα "ψυ­χι­κοί". Γι­ά τόν ἱ. Χρυ­σό­στο­μο δέν πρέ­πει φυ­σι­κά - φυ­σι­ο­λο­γι­κά νά ὑ­φί­στα­ται στόν "ἐν Χρι­στῷ" πνευ­μα­τι­κό ἄν­θρω­πο ἡ concupiscentia τοῦ Δυ­τι­κοῦ Σχο­λα­στι­κι­σμοῦ. Τό "ὅ οὐ θέ­λω"[38] τοῦ Ἀπ. Παύ­λου δέν εἰ­σά­γει τήν ψυ­χο­λο­γι­κή ἔν­νοι­α τῆς ἀ­νά­γκης (τυ­φλῆς ὁρ­μῆς) μοι­ρο­λα­τρι­κά, λο­γι­κή ἀ­κο­λου­θί­α μι­ᾶς Αὐ­γου­στι­νι­ά­νει­ας ἀ­ντί­λη­ψης, ὅ­σο ἀ­φο­ρᾶ τή δύ­να­μη τῶν ἀν­θρω­πί­νων πα­θῶν με­τα­πτω­τι­κά (βλ. ἀ­παι­σι­ο­δο­ξί­α τῆς Δι­α­λε­κτι­κῆς Θε­ο­λο­γί­ας τοῦ Κarl Βarth), ἐ­φό­σον τό "αὐ­τε­ξού­σι­ον" μέ τί­πο­τα δέν ἀ­ναι­ρεῖ­ται[39]· ἀλ­λοι­ῶς, τά λε­γό­με­να πε­ρί "ἐν Χρι­στῷ" ἀν­δρα­γω­γί­ας ἤ, ἀ­ντί­θε­τα, πε­ρί τι­μω­ρι­ῶν καί κο­λά­σε­ων θά ἦ­σαν ἀ­κα­τα­νό­η­τα, ἐ­φό­σον ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος σα­φέ­στα­τα λέ­ει: "Ὅ­θεν δῆ­λον, ὅ­τι καί τό, Ὅ οὐ θέ­λω, εἴ­ρη­κεν, οὐ­χί τό αὐ­τε­ξού­σι­ον ἀ­ναι­ρῶν, οὐ­δέ ἀ­νά­γκην τι­νά εἰ­σά­γων βε­βι­α­σμέ­νην. Εἰ γάρ οὐχ ἑ­κό­ντες, ἀλ­λ' ἀ­να­γκα­ζό­με­νοι ἡ­μαρ­τά­νο­μεν, πά­λιν τά τῶν κο­λά­σε­ων τῶν ἔ­μπρο­σθεν γε­γε­νη­μέ­νων οὐκ ἄν ἔ­χοι λό­γον. Ἀλ­λ' ὥ­σπερ, Οὐ γι­νώ­σκω, εἰ­πών, οὐκ ἄ­γνοι­αν ἐ­νέ­φη­νεν, ἀλ­λ' ἅ­περ εἰ­ρή­κα­μεν· οὕ­τω καί τό Ὅ οὐ θέ­λω, προ­σθείς, οὐκ ἀ­νά­γκην ἐ­δή­λω­σεν, ἀλ­λά τό μή ἐ­παι­νεῖν τά γι­νό­με­να"[40]. Συ­νε­πῶς, κα­τά τόν ἱ. Πα­τέ­ρα, τό Παύ­λει­ο "ὅ οὐ θέ­λω" ση­μαί­νει "ὅ μή ἐ­παι­νῶ, ὅ μή ἀ­πο­δέ­χο­μαι, ὅ μή φι­λῶ", ἐ­κεῖ­νο πού δέν ἐ­πι­κρο­τῶ καί δέν ἐ­πι­δο­κι­μά­ζω[41]. Ἐ­ξάλ­λου, ὅ­ταν ὁ ἴ­δι­ος Ἀ­πό­στο­λος γρά­φει "τίς με ρύ­σε­ται ἀ­πό τοῦ σώ­μα­τος τοῦ θα­νά­του τού­του;", δέν ἀ­να­φέ­ρε­ται στό ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα γε­νι­κά, ἀλ­λά στό "σῶ­μα θα­νά­του, του­τέ­στι τό θνη­τόν σῶ­μα, τό χει­ρω­θέν ὑ­πό τοῦ θα­νά­του...(πε­ρί) τοῦ θνη­τοῦ σώ­μα­τος, αἰ­νιτ­τό­με­νος ὅ πολ­λά­κις ἔ­φην, ὅ­τι ἐκ τοῦ πα­θη­τόν αὐ­τό γε­νέ­σθαι, καί εὐ­ε­πι­χεί­ρη­τον γέ­γο­νε τῇ ἁ­μαρ­τί­ᾳ"[42].

 

Ι­Ι. Η Ε­ΠΙ­ΘΕ­ΣΗ ΤΩΝ ΠΑ­ΘΩΝ

Μι­λώ­ντας ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος μέ ἰ­α­τρι­κή ὁ­ρο­λο­γί­α καί ἔ­χο­ντας πά­ντο­τε ὡς φι­λο­σο­φι­κό ὑ­πό­βα­θρο τήν ἀ­ντί­στοι­χη Πλα­τω­νι­κή δι­δα­σκα­λί­α, ὁ­μι­λεῖ γι­ά μι­ά ψυ­χο­μα­χί­α, κα­τά τήν ὁ­ποί­α τά ἀν­θρώ­πι­να πά­θη, ἐξ αἰ­τί­ας τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας τους, ἐ­πι­τί­θε­νται συ­νε­χῶς κα­τά τοῦ λο­γι­στι­κοῦ. Μέ πρώ­τη μα­τι­ά φαί­νε­ται ὅ­τι ὁ ἱ. Πα­τήρ ἀ­να­φέ­ρε­ται μό­νο στίς ἐ­ξω­τε­ρι­κές (κοι­νω­νι­κά) ἐ­πι­θέ­σεις (προ­σβο­λές). Ὁ ὅ­ρος προ­σκρού­σμα­τα, πού χρη­σι­μο­ποι­εῖ λε­κτι­κά, ση­μαί­νει στούς Ἀτ­τι­κούς κυ­ρί­ως τήν ὀρ­γή ἤ τό σκάν­δα­λο. Ὡ­στό­σο, προ­σε­κτι­κό­τε­ρη καί βα­θύ­τε­ρη ἐ­ξέ­τα­ση τῶν χρυ­σο­στο­μι­κῶν κει­μέ­νων δεί­χνει ὅ­τι δέν ἀ­που­σι­ά­ζει καί ἡ ἔν­νοι­α τῆς ψυ­χι­κῆς ἐ­πί­θε­σης. Συ­γκε­κρι­μέ­να, ὁ Χρυ­σορ­ρή­μων Πα­τήρ στήν 7η ὁ­μι­λί­α του εἰς τήν Α­' πρός Τι­μό­θε­ον ἐ­πι­στο­λήν τοῦ Ἀπ. Παύ­λου μνη­μο­νεύ­ει τρί­α εἴ­δη πο­λέ­μου (ὑ­λι­κοῦ, κοι­νω­νι­κοῦ καί ψυ­χι­κοῦ), ὅ­πως ἀ­ντί­στοι­χα καί τρί­α εἴ­δη εἰ­ρή­νης (στρα­τι­ω­τι­κῆς, κοι­νω­νι­κῆς καί ψυ­χι­κῆς)[43].

 

Ι­ΙΙ. ΟΙ ΔΥ­ΝΑ­ΜΕΙΣ ΤΩΝ Α­ΛΟ­ΓΩΝ ΠΑ­ΘΩΝ

Με­λε­τώ­ντας κα­νείς τίς σχε­τι­κές μέ τό θέ­μα μας ἀ­να­φο­ρές τοῦ Ἀπ. Παύ­λου, δι­α­βλέ­πει μι­ά ἰ­δι­αί­τε­ρη ἰ­σχύ τοῦ "νό­μου τῆς ἁ­μαρ­τί­ας", καί ὡς ἐκ τού­του μι­ά κα­τά­στα­ση ἔ­ντα­σης ἐν­δο­ψυ­χι­κά. Θε­ο­λο­γι­κά ὅ­ταν μι­λᾶ­με γι­ά πό­λε­μο ψυ­χῆς, ἀ­να­φε­ρό­μα­στε σέ τρί­α εἴ­δη πο­λέ­μου: τό δαι­μο­νι­κό (πει­ρα­σμι­κές ἐ­νο­χλή­σεις), τόν ψυ­χι­κό (δι­α­μά­χη με­τα­ξύ λο­γι­κῆς ἀ­π' τή μι­ά καί ὁρ­μῶν ἤ καί συ­ναι­σθη­μά­των ἀ­π' τήν ἄλ­λη) καί τόν πνευ­μα­τι­κό (δι­α­μά­χη με­τα­ξύ Θεί­ου καί ἀν­θρω­πί­νου θε­λή­μα­τος). Ὁ ἄν­θρω­πος, ὅ­πως προ­πτω­τι­κά δι­έ­θε­τε τό αὐ­τε­ξού­σι­ον, ἔ­τσι καί "ἐν Χρι­στῷ", ἄν καί μέ "στί­γμα­τα πται­σμά­των", δι­α­θέ­τει ἐ­λευ­θε­ρί­α βου­λή­σε­ως[44], καί μά­λι­στα τώ­ρα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐν­δυ­να­μω­μέ­νη ἀ­πό τή Θ. Χά­ρη. Ἔ­τσι, δύ­ο δυ­να­τό­τη­τες ἔ­χει: νά κά­νει εἴ­τε θε­ο­κε­ντρι­κή, εἴ­τε ἀ­το­μο­κε­ντρι­κή (ἐ­γω­κε­ντρι­κή) χρή­ση τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας του. Στήν πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση ὁ "νέ­ος" του ἑ­αυ­τός, ὁ κα­τά Χρι­στόν πνευ­μα­τι­κός ἄν­θρω­πος (δηλ. ἡ Soul) ὑ­πε­ρι­σχύ­ει τοῦ "πα­λι­οῦ" με­τα­πτω­τι­κοῦ (δηλ. ψυ­χι­κοῦ) ἀν­θρώ­που· στή δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση ὁ "πα­λι­ός" με­τα­πτω­τι­κός, δηλ. ψυ­χι­κός ἄν­θρω­πος ὑ­πε­ρι­σχύ­ει τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ. Ἀλ­λά, ἐ­πει­δή τά ἄ­λο­γα μέ­ρη τῆς ψυ­χῆς (θά πρέ­πει νά) ἡ­νι­ο­χοῦ­νται ἀ­πό τό λο­γι­στι­κό (μέ­ρος), ἀ­φοῦ αὐ­τό πλά­στη­κε <κα­τ' εἰ­κό­να> τοῦ Θ. Λό­γου, γι­' αὐ­τό καί στό ἑ­ξῆς θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με στόν ἀ­γώ­να με­τα­ξύ αὐ­τοῦ καί τῆς Psyche, δηλ. τῶν πα­θῶν, τά ὁ­ποῖ­α (βου­λη­τι­κό καί τό θυ­μο­ει­δές) καί βα­σι­κῶς δι­ε­γεί­ρουν τό σῶ­μα. Ἔ­τσι, ἀ­πό αὐ­τή τή σύ­γκρου­ση μπο­ρεῖ τό λο­γι­στι­κό νά ἡτ­τη­θεῖ, ἄν γί­νει ἐ­σφαλ­μέ­νη (ἐ­γω­κε­ντρι­κή) χρή­ση τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας βου­λή­σε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἄν, ὅ­μως, γί­νει ὀρ­θή χρή­ση τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας βου­λή­σε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που, τό­τε τό λο­γι­στι­κό μπο­ρεῖ νά νι­κή­σει· κά­τι γι­ά τό ὁ­ποῖ­ο ὁ Θε­ός ἔ­χει φρο­ντί­σει νά ἐ­πι­συμ­βεῖ μέ­σω καί τῶν τρι­ῶν δυ­νά­με­ων τῆς ψυ­χῆς· ἤ­τοι: ἡ ἐ­ξέ­γερ­ση-ἀ­ντί­δρα­ση τοῦ συ­νει­δό­τος προ­κα­λεῖ θυ­μι­κῶς τίς λε­γό­με­νες τύ­ψεις. Ἡ κα­τά­στα­ση αὐ­τή ὠ­θεῖ σέ συ­στη­μα­τι­κό­τε­ρη ἐ­να­σχό­λη­ση μέ τόν προ­βλη­μα­τι­κό ψυ­χι­σμό μας (φω­τι­σμός). Τέ­λος, ἡ κα­λύ­τε­ρη αὐ­το­γνω­σί­α καί αὐ­το­κρι­τι­κή ὁ­δη­γοῦν εὐ­κο­λό­τε­ρα στήν πα­ρα­δο­χή τῆς ἐ­νο­χῆς καί κα­τ' ἐ­πέ­κτα­ση στή με­τά­νοι­α.

 

IV. Η ΝΙ­ΚΗ ΤΟΥ ΛΟ­ΓΙ­ΣΤΙ­ΚΟΥ

Α. Ἡ θυ­μι­κή λει­τουρ­γί­α τοῦ "συ­νει­δό­τος" (τύ­ψεις).

Τό λο­γι­στι­κό (ἤ νοῦςσυ­νει­δός), ὄ­ντας θε­ο­κε­ντρι­κά δο­μη­μέ­νο (ἄν καί ὄ­χι στα­νι­κά), ὅ­ταν ἔλ­θει σέ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε σχέ­ση μέ τήν ἁ­μαρ­τί­α, ἐ­ξε­γεί­ρε­ται, καί τήν ἐ­λέγ­χει, ἀ­πο­τε­λώ­ντας τή "φω­νή τοῦ Θε­οῦ" μέ­σα μας. Τόν ἔ­λεγ­χο τῆς "ἀ­φῆς καρ­δί­ας" (Γ' Βασ. 8, 38), δηλ. τῆς ἠ­θι­κῆς συ­νεί­δη­σης ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος συ­νή­θι­ζε νά προ­σω­πο­ποι­εῖ μέ ἕ­ναν ἀ­δέ­κα­στο δι­κα­στή ἤ δή­μι­ο[45], ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ντοῦ[46] καί πά­ντα ("δι­η­νε­κῆ μέν, οὐ μήν συ­νε­χῆ"[47]) ἐ­ξε­γεί­ρε­ται, προ­κα­λώ­ντας "ἀ­δι­ά­λει­πτον τήν ὀ­δύ­νην κα­τα­ξαί­νων καί ἄγ­χων τόν λο­γι­σμόν"[48], νύσ­σο­ντας "πα­ντός κέ­ντρου σφο­δρό­τε­ρον"[49]. Ἡ ἠ­θι­κή συ­νεί­δη­ση ἐ­νερ­γο­ποι­εῖ­ται ἐ­πα­νει­λη­μέ­να, ὅ­ταν οἱ σκέ­ψεις κα­τη­γο­ροῦν καί πο­λε­μοῦν ἡ μί­α τήν ἄλ­λη[50]. Ὅ­ταν λ.χ. δι­α­πρά­ξου­με μι­ά ἁ­μαρ­τί­α ἤ δοῦ­με ἤ ἀ­κού­σου­με (γι­ά) ἄλ­λους νά κά­νουν τίς ἴ­δι­ες μέ ἐ­μᾶς ἁ­μαρ­τί­ες, τό­τε τό συ­νει­δός "δι­ε­γεί­ρε­ται σφο­δρῶς καί με­τά πολ­λῆς ἡ­μῶν κα­τα­βο­ᾷ τῆς εὐ­το­νί­ας"[51]. Οἱ ἐ­νο­χι­κές τύ­ψεις, βέ­βαι­α, ὑ­φί­στα­νται καί πρό τῆς δι­α­πρά­ξε­ως τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀλ­λά πο­λύ δυ­να­μι­κό­τε­ρα με­τά ἀ­πό αὐ­τή, ὅ­πως φαί­νε­ται κα­θα­ρά στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ βα­σι­λι­ᾶ Ἀ­χα­άβ[52]. Μά­λι­στα δέ, ὁ ἔ­νο­χος, ἀ­κό­μα καί ἄν κα­τη­γο­ρεῖ­ται γι­ά ἄλ­λη αἰ­τί­α, ἐ­πει­δή ἀ­κρι­βῶς νοι­ώ­θει ἔ­νο­χος, θέ­λει νά ἀ­πο­λο­γη­θεῖ καί γι­ά τά πα­λι­ό­τε­ρα ἁ­μαρ­τή­μα­τά του[53]. Ἡ ἐ­πι­τί­μη­ση τοῦ συ­νει­δό­τος (τύ­ψεις) εἶ­ναι, σύμ­φω­να μέ τή σο­φί­α τοῦ Θε­οῦ, "δι­η­νε­κής" μέν, ἀλ­λ' ὄ­χι "συ­νε­χής"[54]. Τό συ­νει­δός δεί­χνει "τῆς ἁ­μαρ­τί­ας τό μέ­γε­θος"[55]· ὁ βα­θμός ἐ­λέγ­χου, ὅ­μως, ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τό κα­τά πό­σο αὐ­τό εἶ­ναι θε­ο­φο­ρι­κά ζω­ντα­νό. Ὁ βα­θμός δηλ. τῆς ἐ­νο­χῆς ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τήν ἠ­θι­κή εὐ­αι­σθη­σί­α τοῦ κα­θε­νός[56]. Ὅ­σο συ­νει­δη­τό­τε­ρη αἰ­σθά­νε­ται ὁ ἄν­θρω­πος τήν ὑ­πάρ­χου­σα μέ­σα του εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ, τό­σο ὁ πνευ­μα­τι­κός του ἀ­γώ­νας δυ­να­μώ­νει[57]. Ὅ­σο βα­θύ­τε­ρο καί ἰ­σχυ­ρό­τε­ρο εἶ­ναι τό συ­νει­δός τοῦ πι­στοῦ, τό­σο ὁ ἔ­λεγ­χός του θά εἶ­ναι ἀ­κρι­βέ­στε­ρος[58], ἀ­φοῦ ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο κα­θα­ρός εἶ­ναι ὁ "ὀ­φθαλ­μός τῆς ψυ­χῆς", τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται κα­λύ­τε­ρος βα­θμός αὐ­το­γνω­σί­ας[59]. Ἄν ὁ νοῦς εἶ­ναι ἐ­σκω­τι­σμέ­νος ἀ­πό τά πά­θη, δέν μπο­ρεῖ νά φω­τί­σει στήν ἔν­δει­ξη τῆς ἀ­λή­θει­ας, ἀλ­λά πα­ρα­μέ­νει τυ­φλός καί μο­λυ­σμέ­νος. Ἄν καί τό ἀν­θρώ­πι­νο συ­νει­δός λει­τουρ­γοῦ­σε, ἔ­στω καί ἀ­σθε­νι­κό­τε­ρα, καί πρό Χρι­στοῦ, μό­νο ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως φω­τι­σθεῖ ἀ­πό τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, ἱ­κα­νοῦ­ται νά ἀ­σκεῖ καί συ­νει­δη­τά τόν ὀρ­θό (ἠ­θι­κό) ἔ­λεγ­χο πά­νω στά ὑ­πό­λοι­πα δύ­ο (ἄ­λο­γα) μέ­ρη τῆς ψυ­χῆς. Ἀ­ντί­θε­τα, ὅ­σο ἀ­πο-πνευ­μα­τι­κο­ποι­εῖ­ται ὁ ἄν­θρω­πος, τό­σο ἀ­πο­δυ­να­μώ­νε­ται ὁ πνευ­μα­τι­κός του ἀ­γώ­νας, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τήν εὐ­κο­λό­τε­ρη πα­γί­ω­ση στήν ἁ­μαρ­τί­α. Ὁ ἔ­λεγ­χος τῆς συ­νεί­δη­σης μει­ώ­νε­ται, ὅ­ταν ἐ­νερ­γεῖ ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α, ἀ­φοῦ αὐ­τή εἶ­ναι ἰ­σχυ­ρό­τε­ρη ἀ­π' αὐ­τόν. Ὅ­ταν ὅ­μως ἱ­κα­νο­ποι­η­θεῖ τό πά­θος, μέ­νει ἐ­λεύ­θε­ρος ὁ ἔ­λεγ­χος· γι­α­τί, ἡ ἡ­δο­νή ἀ­πό τήν ἱ­κα­νο­ποί­η­ση οἱ­ου­δή­πο­τε πά­θους (λ.χ. φι­λαρ­γυ­ρί­ας τοῦ Ἰ­ού­δα) με­θᾶ, ζα­λί­ζει, συ­σκο­τί­ζει καί ἀ­πο­προ­σα­να­το­λί­ζει τό νοῦ. Μό­νο, λοι­πόν, ὅ­ταν λή­ξει ἡ ἡ­δο­νή, ξε­γυ­μνώ­νε­ται ψυ­χι­κά ὁ ἔ­νο­χος (γι­' αὐ­τό καί αἰ­σθά­νε­ται αἰ­σχύ­νη) καί ἀ­νοί­γει τό βά­θος τῆς καρ­δι­ᾶς του, ἐ­φό­σον προ­η­γου­μέ­νως φο­ροῦ­σε τό ἔν­δυ­μα τοῦ πά­θους[60]. Πά­ντως, ὁ ἔ­λεγ­χος τῆς συ­νεί­δη­σης προ­κα­λεῖ πο­λύ τα­ρα­χή καί πό­νο[61]. Δέν ὑ­πάρ­χει πι­κρό­τε­ρος κα­τή­γο­ρος ἀ­πό τή συ­νεί­δη­ση[62], ὅ­πως Χρυ­σο­στο­μι­κά ἀ­να­λύ­ε­ται ἡ ψυ­χή τοῦ πλού­σι­ου τῆς σχε­τι­κῆς Εὐ­αγ­γε­λι­κῆς δι­ή­γη­σης[63]. Ὡ­στό­σο, γι­' αὐ­τό τήν ἐ­πέ­τρε­ψε ὁ Θε­ός, γι­ά νά μᾶς συ­γκρα­τεῖ, ὅ­πως ἡ ἄ­γκυ­ρα, ὥ­στε νά μή κα­τα­πο­ντι­σθοῦ­με στό βυ­θό τῆς ἁ­μαρ­τί­ας[64]. Ἔ­τσι, ὁ φω­τι­σμός τῆς δι­ά­νοι­ας εἶ­ναι μέν ὀ­δυ­νη­ρός, ἀλ­λά συ­νά­μα καί σω­τή­ρι­ος[65].

 

Β. Ἡ γνω­στι­κή λει­τουρ­γί­α τοῦ "συ­νει­δό­τος" (φω­τι­σμός).

Μέ τή βρώ­ση τοῦ ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νου καρ­ποῦ (Προ­πα­το­ρι­κό Ἁ­μάρ­τη­μα), γρά­φει ἡ Ἁγ. Γρα­φή, "δι­η­νοί­χθη­σαν οἱ ὀ­φθαλ­μοί" τῶν Πρω­το­πλά­στων. Ἡ ἁ­μαρ­τί­α δηλ. συ­ντέ­λε­σε σέ μι­ά αὐ­το­συ­νει­δη­το­ποί­η­ση. Μι­λᾶ­με γι­ά πρα­γμα­τι­κό πνευ­μα­τι­κό φω­τι­σμό, ἐ­φό­σον ὁ ἱ. Πα­τήρ τόν ἑρ­μη­νεύ­ει μέ τό πα­ράλ­λη­λο χω­ρί­ο τῆς Γεν. 21, 1-20 (δηλ. τῆς δι­ά­νοι­ξης τῶν ὀ­φθαλ­μῶν τῆς Ἄ­γαρ). Ὁ φω­τι­σμός ὅ­μως αὐ­τός δέν ἔ­γκει­ται, ὅ­πως οἱ ἄλ­λου τύ­που "φω­τι­σμοί", στόν πλου­τι­σμό τῶν γνώ­σε­ων ἤ στήν ἐν­δυ­νά­μω­ση τῆς λο­γι­κῆς καί κρι­τι­κῆς ἱ­κα­νό­τη­τας τοῦ νοῦ· ἔ­γκει­ται στήν ἐ­νο­χι­κή λει­τουρ­γί­α τοῦ συ­νει­δό­τος (τύ­ψεις τῆς ἠ­θι­κῆς συ­νεί­δη­σης)[66]. Ἀ­να­λύ­ο­ντας ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος τό πῶς τό συ­νει­δός, ἀ­φοῦ "ξυ­πνή­σει", ἐ­νερ­γο­ποι­εῖ­ται, πα­ρο­μοι­ά­ζει τήν ἐ­νο­χι­κή συ­ναί­σθη­σή του θε­τι­κά μέν ὡς φω­τι­σμό τοῦ νοῦ, ἀρ­νη­τι­κά δέ ὡς σκο­τι­σμό. Οἱ τύ­ψεις δηλ. δη­μι­ουρ­γοῦ­νται μέ τό σκο­τι­σμό τοῦ "ὀ­φθαλ­μοῦ τῆς ψυ­χῆς", δηλ. τοῦ νο­ός, ὅ­ταν αὐ­τός, ἀ­ντί νά "βλέ­πει" (θε­ᾶ­ται) τό Θε­ό (βλ. Θεί­α θέ­α - θε­ω­ρί­α), βλέ­πει "δι­ά πα­ντός τά πλημ­με­λή­μα­τά" του, καί ἔ­τσι ἀ­να­λο­γί­ζε­ται, "ἐν φό­βῳ ὤν", "τοῦ Θε­οῦ τήν ὀρ­γήν"[67]. Πρό­κει­ται γι­ά ἕ­να παι­δα­γω­γι­κό μέ­τρο, ὀ­φει­λό­με­νο στή σο­φί­α καί τή φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Θε­οῦ. Τοῦ­το τό μέ­τρο λει­τουρ­γεῖ ταυ­τό­χρο­να καί ὡς "τι­μω­ρί­α" καί ὡς "φάρ­μα­κο", γι­α­τί ὁ Θε­ός τι­μω­ρεῖ μέν, ἀλ­λά πά­ντο­τε ἀ­πό ἀ­γά­πη· γι­' αὐ­τό καί τι­μω­ρεῖ συ­μπά­σχο­ντας μέ τόν Ἄν­θρω­πο καί θα­να­τού­με­νος μέ­σα στήν ἱ­στο­ρί­α.

 

Γ. Ἡ βου­λη­τι­κή λει­τουρ­γί­α τοῦ "συ­νει­δό­τος" (ἡ πα­ρα­δο­χή τῆς ἐ­νο­χῆς).

Οἱ συ­νει­δη­σι­α­κές τύ­ψεις συμ­βάλ­λουν στήν πα­ρα­δο­χή τῆς ἐ­νο­χῆς. Ὅ­που βί­ω­μα ἁ­μαρ­τί­ας, ἐ­κεῖ καί βί­ω­ση ἐ­νο­χῆς (ἑ­βρ. ἀ­βόν = ἁ­μαρ­τί­α, ἀ­νό­μη­μα, ἐ­νο­χή, τι­μω­ρί­α), ἀ­φοῦ ἁ­μαρ­τί­α ἄ­νευ ἐ­νο­χῆς δέν εἶ­ναι ἁ­μαρ­τί­α, ἀλ­λά φυ­σι­κή ἔλ­λει­ψη ἤ ἀ­τέ­λει­α. Μέ τήν ὑ­παρ­ξι­α­κή[68] ἔν­νοι­α, ἐ­νο­χή εἶ­ναι τό τί­μη­μα (ἠ­θι­κό ἄγ­χος[69]), πού πλη­ρώ­νει (καί ὄ­χι μό­νο στήν ψυ­χι­κή σφαῖ­ρα) τό ἄ­το­μο ἐ­κεῖ­νο πού δέν ἐ­πέ­λε­ξε νά ζή­σει τήν αὐ­θε­ντι­κή ζω­ή τῶν γνή­σι­ων δυ­να­το­τή­των τῆς ὕ­παρ­ξής του: "κἄν μή με­τί­ω­μεν τήν ἀ­ρε­τήν, ὅ­μως ὀ­δυ­νώ­με­θα, ἐ­πει­δή μή με­τερ­χό­με­θα..."[70]. Μι­λώ­ντας ἐ­δῶ γι­ά ἐ­νο­χή, δέν ἀ­να­φε­ρό­μα­στε στήν Προ­πα­το­ρι­κή (φυ­σι­κή συλ­λο­γι­κά) ἐ­νο­χή[71], ἀλ­λά στήν προ­σω­πι­κή-ὑ­παρ­ξι­α­κή, ἀ­φοῦ ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος δέν ἀ­πο­δέ­χε­ται κα­μι­ά τέ­τοι­α κλη­ρο­νο­μι­ά. Ὁ ἱ. Πα­τήρ πολ­λές φο­ρές ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν ψυ­χι­κή κα­τά­στα­ση ἐ­κεί­νη, κα­τά τήν ὁ­ποί­α ὁ με­τα­βα­πτι­σμα­τι­κά ἁ­μαρ­τή­σας ἄν­θρω­πος συ­ναι­σθά­νε­ται τό σφάλ­μα του (κα­τά­γνω­σις)[72]. Ἡ ἐ­νο­χή στήν ἰ­ου­δαι­ο­χρι­στι­α­νι­κή πα­ρά­δο­ση δέ νο­εῖ­ται ἀ­συ­νεί­δη­τα, ὡς κα­τά­λοι­πο κά­ποι­ας προ­γο­νι­κῆς (προ­πα­το­ρι­κῆς) ἐ­νο­χο­ποι­η­τι­κῆς κα­τά­στα­σης, ἀλ­λά ἐ­νέ­χει τρεῖς ση­μα­σί­ες: α) τήν πα­ρά­βα­ση προ­κα­θο­ρι­σμέ­νων κα­νό­νων (dolum = ἑ­κού­σι­ο σφάλ­μα), β) τήν ὑ­παι­τι­ό­τη­τα ἤ προ­σω­πι­κή εὐ­θύ­νη (culpa = ἀ­κού­σι­ο σφάλ­μα) καί γ) τήν ποι­νή. Ἔ­τσι, ἐ­νο­χή εἶ­ναι τό να εἶ­ναι κα­νείς δρά­στης μι­ᾶς ἠ­θι­κά κο­λά­σι­μης πρά­ξης. Ὁ Ὠ­ρι­γέ­νης κά­νει σα­φῆ δι­ά­κρι­ση με­τα­ξύ τῶν ἠ­θι­κῶν σφαλ­μά­των-πα­ρα­πτω­μά­των (culpae mortales), τά ὁ­ποῖ­α συ­νι­στοῦν τά κα­νο­νι­κά ἁ­μαρ­τή­μα­τα (cardinal sins) καί τῶν ἠ­θι­κῶν ἐ­γκλη­μά­των (crimina mortalia), τά ὁ­ποῖ­α συ­νι­στοῦν τά λε­γό­με­να "θα­νά­σι­μα ἁ­μαρ­τή­μα­τα"[73]. Στόν ἱ. Χρυ­σό­στο­μο ἡ ἔν­νοι­α τῆς ἐ­νο­χῆς ἀ­πο­δί­δε­ται μέ τό οὐ­σι­α­στι­κό "ἔ­γκλη­μα" καί τό ρῆ­μα "αἰ­τι­άο­μαι": "ὅ­που ἡ πα­ρα­νο­μί­α, ἐ­κεῖ καί ἡ τι­μω­ρί­α"[74], συ­νή­θι­ζε νά λέ­ει ὁ Θεῖ­ος ἱ­ε­ράρ­χης. Μπρο­στά στό Θε­ό ὄ­χι μό­νο ἡ δι­α­πρα­χθεῖ­σα ἁ­μαρ­τί­α, ἀλ­λά καί ἡ "ἀ­κό­λα­στος ἐ­πι­θυ­μί­α", ἡ "μη­τέ­ρα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας", συ­νι­στᾶ βδέ­λυ­γμα, προ­κα­λεῖ δηλ. ἀ­πο­στρο­φή καί ἀ­η­δί­α[75]. Ἀλ­λ' ἐ­νῶ αὐ­τή ἡ "ἀ­κό­λα­στος ἐ­πι­θυ­μί­α" εἶ­ναι "ἐν πολ­λοῖς" ἀ­συ­νεί­δη­τη ἤ προ­συ­νει­δη­τή ("ἐν τῇ καρ­δί­ᾳ" καί "κα­τά δι­ά­νοι­αν"), ἐ­ντού­τοις συ­νι­στᾶ ἁ­μαρ­τί­α καί ἐ­νο­χή. Ὁ ἱ. Πα­τήρ δι­α­κρί­νει με­τα­ξύ ἔ­νο­χης ἀλ­λά μή "ἀ­πηρ­τι­σμέ­νης" ἁ­μαρ­τί­ας, καί ἔ­νο­χης "πε­πλη­ρω­μέ­νης" ἁ­μαρ­τί­ας[76]. Μέ τήν ψυ­χα­να­λυ­τι­κή ἔν­νοι­α ἡ ἐ­νο­χή (δευ­τε­ρο­γε­νές ἀ­ντι­κει­με­νι­κό ἄγ­χος) γεν­νι­έ­ται λό­γω τῶν ὑ­περ­βο­λι­κῶν ἀ­παι­τή­σε­ων (βλ. πρω­το­γε­νές ἀ­ντι­κει­με­νι­κό ἄγ­χος) τοῦ πο­λι­τι­σμι­κοῦ πε­ρι­βάλ­λο­ντος (Ὑ­πε­ρε­γώ) πά­νω στό ἄ­το­μο. Ἡ πρώ­τη ἀρ­χε­τυ­πι­κά ἐ­μπει­ρί­α τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἐ­νο­χῆς ἀ­νά­γε­ται στό Προ­πα­το­ρι­κό Ἁ­μάρ­τη­μα. Ἡ (με­τα­πτω­τι­κή) σύ­γκρου­ση τοῦ Ἐ­γώ με­τα­ξύ Id καί Superego προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τήν, μέ­σω τοῦ πει­ρα­σμοῦ, προ­πτω­τι­κή σύ­γκρου­ση τῶν ἐ­πι­λο­γῶν τοῦ ἀν­θρώ­που με­τα­ξύ Νό­μου τοῦ Θε­οῦ καί πα­ρα­βά­σε­ώς Του[77]. Κα­τά τόν ἱ. Χρυ­σό­στο­μο, ὁ Ἀ­δάμ δέν ἁ­μάρ­τη­σε ἀ­συ­νει­δή­τως ("ἀ­νε­παι­σθή­τως"), ἀλ­λ' ἐν­συ­νεί­δη­τα[78]

 

V. Η ΗΤ­ΤΑ ΤΟΥ ΛΟ­ΓΙ­ΣΤΙ­ΚΟΥ

Α. Γε­νι­κά.

Τά ἄ­λο­γα πά­θη τῆς ψυ­χῆς, κα­τορ­θώ­νο­ντας νά δι­α­βοῦν τή θύ­ρα[79] τοῦ λο­γι­στι­κοῦ, καί σπά­ζο­ντας ἔ­τσι κά­θε ἠ­θι­κό φρα­γμό (ἀ­ντί­στα­ση), ὅ­πως ἡ χο­λή ἑ­νός ἀρ­ρώ­στου δι­αρ­ρυ­γνύ­ει τήν κύ­στη της, ξε­χύ­νο­νται πρός τά ἔ­ξω σάν ἐκ­στ­ρα­τευ­τι­κά ἀ­γή­μα­τα στρα­τοῦ, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τήν ὁ­λο­σχε­ρή αἰ­χμα­λω­σί­α τοῦ Ἐ­γώ[80]. Στήν κα­τά­στα­ση αὐ­τή ἔ­χου­με εἴ­τε τόν πλή­ρη ὑ­πό τῶν ἀ­λό­γων πα­θῶν ἐ­ξο­βε­λι­σμό τοῦ λο­γι­στι­κοῦ, καί ἄ­ρα τήν ἀ-λο­γι­κή λει­τουρ­γί­α τῆς ψυ­χῆς, καί βέ­βαι­α τήν πα­ντε­λή ἀ­που­σί­α ἐ­λέγ­χου τῆς συ­νει­δή­σε­ως (πώ­ρω­ση), εἴ­τε τή μί­ξη ἀ­λό­γων (πα­θῶν) καί λο­γι­στι­κοῦ, κα­τά τήν ὁ­ποί­α πά­λι τά πά­θη εἴ­τε κα­τα­πι­έ­ζο­νται (βλ. συ­νει­δη­τή ἀ­να­στο­λή, suppression) ἀ­πό τό λο­γι­στι­κό, εἴ­τε κα­τα­στέλ­λο­νται (δηλ. ἀ­πω­θοῦ­νται), καί μπο­ρεῖ σέ ἀ­νύ­πο­πτο χρό­νο νά "ξα­να­χτυ­πή­σουν". Ἔ­τσι, οἱ ἁ­μαρ­τω­λές ψυ­χές χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται ἀ­πό τόν ἱ. Πα­τέ­ρα ὡς ἄ­λο­γες, γι­α­τί πολ­λές φο­ρές (ἀ­συ­νεί­δη­τα) ἀ­να­μι­γνύ­ουν μέ­σα τους ἀ­ντι­θε­τι­κά πά­θη· τέ­τοι­α λ.χ. μί­ξη "ἐ­να­ντί­ων πα­θῶν" (με­τα­ξύ φι­λο-τι­μί­ας καί φό­βου) συ­νέ­βη στόν "ἐ­να­βρυ­νό­με­νον" (γι­ά τό θά­να­το τοῦ Ἰ­ωάν­νου τοῦ Προ­δρό­μου) βα­σι­λι­ά Ἠ­ρώ­δη[81]. Στό με­τα­ξύ, ἡ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε μί­ξη ἀ­λό­γων (πα­θῶν) καί λο­γι­στι­κοῦ μο­λύ­νει, ὅ­πως δί­δα­σκε καί ὁ Πλά­των[82], τήν ψυ­χή[83], κα­θι­στώ­ντας τη ἠ­θι­κά ἀ­σθε­νή. Ἀλ­λά, τό λο­γι­στι­κό, ἄν καί ἡτ­τώ­με­νο ἤ μο­λυ­νό­με­νο, δέν πε­θαί­νει καί δέ χά­νει ἐ­ντε­λῶς τήν ἱ­κα­νό­τη­τά του· μπο­ρεῖ ὁ Θεῖ­ος λό­γος πρός στι­γμή νά πε­ρι­φρο­νη­θεῖ ἤ νά λη­σμο­νη­θεῖ (ἀ­πω­θη­θεῖ), ὅ­μως, ὅ­ταν συ­ντρέ­ξουν ὁ­ρι­σμέ­νες προϋ­πο­θέ­σεις, "ἀ­να­σταί­νε­ται", ἀ­νε­βαί­νει στήν ἐ­πι-φά­νει­α (συ­νεί­δη­ση), καί ἀρ­χί­ζει πά­λι ἀ­π' τήν ἀρ­χή ἕ­να σφο­δρό ἔ­λεγ­χο τοῦ Ἐ­γώ[84].  

 

Β. Ἡ "ἄ­μυ­να" τοῦ Ἐ­γώ στόν ἔ­λεγ­χο τοῦ συ­νει­δό­τος.

Λό­γω τῆς ὑ­πάρ­ξε­ως τῆς ἠ­θι­κῆς συ­νεί­δη­σης στήν ψυ­χή, τό ἁ­μαρ­τω­λό Ἐ­γώ ἀ­να­γκά­ζε­ται ἀ­συ­νεί­δη­τα νά ἀ­μυν­θεῖ γι­ά τίς πρά­ξεις του. Μό­λις τό 1894 ὁ S. Freud ἄρ­χι­σε νά ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ τόν ψυ­χι­κό αὐ­τό μη­χα­νι­σμό τῆς ἄ­μυ­νας. Ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος χρη­σι­μο­ποι­εῖ ἀ­κρι­βῶς τό ἴ­δι­ο ρῆ­μα πού χρη­σι­μο­ποι­εῖ σή­με­ρα καί ἡ Ψυ­χα­νά­λυ­ση. Ἀ­να­λύ­ο­ντας ὁ ἱ. Πα­τήρ τήν ψυ­χι­κή κα­τά­στα­ση τοῦ λε­γό­με­νου μι­κρό­ψυ­χου ἀν­θρώ­που, πα­ρα­τη­ρεῖ ὅ­τι ὅ­ταν αὐ­τός "ἀ­δι­κεῖ­ται", ἀ­μύ­νε­ται, χρη­σι­μο­ποι­ώ­ντας ὡς ὅ­πλο του ἄλ­λους - δι­κούς του τρό­πους γι­ά νά ξε­φύ­γει ἀ­πό τόν ἔ­λεγ­χο τοῦ ἀ­μεί­λι­κτου συ­νει­δό­τος του[85]. Ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος ἀ­πό τούς λε­γό­με­νους σή­με­ρα ἀ­πό τήν Ψυ­χο­λο­γί­α τοῦ Βά­θους ἀ­μυ­ντι­κούς μη­χα­νι­σμούς φαί­νε­ται ὅ­τι γνω­ρί­ζει ἀρ­κε­τούς. Μά­λι­στα δέ, τέσ­σε­ρεις ἀ­πό αὐ­τούς (τή <μα­ταί­ω­ση>[86], τήν <ἀ­πο­ζη­μί­ω­ση>[87], τήν <ταυ­το­ποί­η­ση μέ τόν ἐ­πι­τι­θέ­με­νο>[88] καί τήν <ἐν­δο­προ­βο­λή>) ἀ­πο­δέ­χε­ται ὡς φυ­σι­ο­λο­γι­κούς, ὅ­ταν βέ­βαι­α τούς συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με καί τούς ἐ­κμε­ταλ­λευ­θοῦ­με ὀρ­θά. Τε­λει­ώ­νο­ντας, πα­ρα­θέ­του­με ἄλ­λους πέ­ντε ἀ­μυ­ντι­κούς μη­χα­νι­σμούς, πού σχε­τί­ζο­νται μέ τό θέ­μα μας:

1. Ἀ­πώ­θη­ση.

Κα­τά τόν ἱ. Χρυ­σό­στο­μο, ἡ ψυ­χή συ­νή­θως δέν ἀ­ντέ­χει νά θυ­μᾶ­ται τά ἁ­μαρ­τή­μα­τά της[89]. Ἔ­πει­τα, ὅ­σοι ἀ­ντι­πα­θοῦν κά­ποι­ους συ­ναν­θρώ­πους τους, σχε­δόν πά­ντα ξε­χνοῦν τά ὀ­νό­μα­τά τους[90]. Ἐ­πί­σης, αὐ­τούς πού κά­ποι­οι ἄλ­λοι τούς ἔ­χουν δυ­σα­ρε­στή­σει, συ­νή­θως δέν τούς προ­σέ­χουν κἄν, μο­λο­νό­τι ὀ­πτι­κά βρί­σκο­νται μπρο­στά τους[91]. Ἀλ­λ' ὡς γνω­στό, ἡ ἀ­συ­νεί­δη­τη αὐ­τή λει­τουρ­γί­α τῆς ψυ­χῆς λέ­γε­ται ἀ­πό τήν Ψυ­χο­λο­γί­α ἀ­πώ­θη­ση[92]. Ποῦ ὀ­φεί­λε­ται, ὅ­μως, αὐ­τή ἡ ἀ­συ­νεί­δη­τη συ­μπε­ρι­φο­ρά τῆς ψυ­χῆς; Γι­α­τί δηλ. ἡ ψυ­χή ἀ­πω­θεῖ κά­θε­τι τό δυ­σά­ρε­στο γι­' αὐ­τήν; Κα­τά τόν ἱ. Χρυ­σό­στο­μο, ἡ ἀ­πώ­θη­ση τῆς θρη­σκευ­τι­κῆς καί ἠ­θι­κῆς ἐ­νο­χῆς ὀ­φεί­λε­ται στήν ἐ­μπα­θή ψυ­χή· πι­ό συ­γκε­κρι­μέ­να, στήν ἀ­λα­ζο­νεί­α καί τό μί­σος, τά ὁ­ποῖ­α καί δέν ἀ­φή­νουν τό Ἐ­γώ νά πα­ρα­δε­χθεῖ τήν ἐ­νο­χή του[93]. Ἀλ­λά, τό "μή μνη­μο­νεύ­ειν" (ἀ­πώ­θη­ση) τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα δέν ὠ­φε­λεῖ σέ τί­πο­τα· ἀ­ντί­θε­τα, βλά­πτει πο­λύ τήν ψυ­χή[94].

 

2. Κα­τα­στο­λή (τῆς ἐ­νο­χῆς).

Ἐ­ξάλ­λου, κα­τά τήν ἀ­πώ­θη­ση λαμ­βά­νει χώ­ρα ὁ νο­ση­ρός μη­χα­νι­σμός τῆς κα­τα­στο­λῆς (repression)[95]. Πρό­κει­ται γι­ά μι­ά προ­σω­ρι­νή "ἀ­πο­μά­κρυν­ση" τῶν πα­θῶν ἀ­πό τή συ­νει­δη­τό­τη­τα. Ὅ­μως, ἄν τά δι­ά­φο­ρα πά­θη τῆς ψυ­χῆς δέν ἀ­πο­ξη­ρα­θοῦν ἐ­ντε­λῶς, θά ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν εὐ­καί­ρως - ἀ­καί­ρως νά ἐ­νο­χλοῦν. Πολ­λές φο­ρές μά­λι­στα, ἐ­νῶ φαί­νε­ται ὅ­τι ἔ­χου­με νι­κή­σει κά­ποι­ο πά­θος, χω­ρίς νά τό ἀ­ντι­λαμ­βα­νό­μα­στε (ἀ­συ­νεί­δη­τα), πε­ρι­πί­πτου­με σέ ἕ­να ἄλ­λο. Σά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δει­γμα ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος πα­ρα­θέ­τει τούς Ἰ­ου­δαί­ους, οἱ ὁ­ποῖ­οι, ὅ­πως λέ­ει, μέ νέ­α μι­ά­σμα­τα προ­σπα­θοῦ­σαν νά ἐ­πι­κα­λύ­ψουν τά προ­η­γού­με­να[96].

 

3. Με­τα­τό­πι­ση/με­τά­θε­ση (τῆς ἐ­νο­χῆς).

Με­τα­τό­πι­ση, σύμ­φω­να μέ τήν Ψυ­χο­λο­γί­α τοῦ Βά­θους, εἶ­ναι ὁ ἀ­μυ­ντι­κός μη­χα­νι­σμός ἐ­κεῖ­νος, κα­τά τόν ὁ­ποῖ­ο πο­σό ἰ­σχυ­ρῆς συ­ναι­σθη­μα­τι­κῆς φόρ­τι­σης, δηλ. συ­γκρου­σι­α­κό ὑ­λι­κό με­τα­τί­θε­ται αὐ­τό­μα­τα, εἴ­τε ἀ­πό τό πρό­σω­πο γι­ά τό ὁ­ποῖ­ο στήν πρα­γμα­τι­κό­τη­τα προ­ο­ρί­ζε­ται, σέ ἄλ­λο τε­λεί­ως ἄ­σχε­το ἤ ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἀ­δι­ά­φο­ρο, εἴ­τε ἀ­πό μι­ά πα­ρά­στα­ση σέ κά­ποι­α ἄλ­λη ἤ σέ κά­ποι­α ἄλ­λα ἀ­ντι­κεί­με­να, συ­ναι­σθή­μα­τα ἤ ἰ­δέ­ες, πού πα­ρό­τι συν­δέ­ο­νται μέ κά­ποι­α ὁ­μοι­ό­τη­τα μέ τό ἀρ­χι­κό ὑ­λι­κό, μει­ώ­νουν ἤ ἐ­ξου­δε­τε­ρώ­νουν τό ἄγ­χος (μέ συμ­βο­λι­κή με­τα­τό­πι­ση)[97]. Ἡ με­τά­θε­ση ὁ­ρί­ζε­ται ἀ­πό τήν ἑ­ξῆς πρό­τα­ση: Ἐ­πει­δή εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­νο νά ἐκ­φρά­σω τά συ­ναι­σθή­μα­τά μου (ἐ­χθρό­τη­τα ἤ ἀ­γά­πη) σέ ἕ­να Α πρό­σω­πο, τά ἐκ­φρά­ζω σέ κά­τι ἄλ­λο (πρό­σω­πο, θε­σμό ἤ πρᾶ­γμα).

Πρῶ­τοι οἱ Πρω­τό­πλα­στοι ἔρ­ρι­ξαν τήν εὐ­θύ­νη τῆς Πτώ­σης τους στό Θε­ό. Ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος φαί­νε­ται ὅ­τι γνω­ρί­ζει πο­λύ κα­λά τό μη­χα­νι­σμό αὐ­τό· ἔ­τσι, ὡς πρός τή με­τά­θε­ση τῶν συ­ναι­σθη­μά­των εἰ­δι­κά πά­νω στούς ἀν­θρώ­πους ση­μει­ώ­νει τίς ἑ­ξῆς δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις:

α) ὅ­ταν κά­ποι­ος κιν­δυ­νεύ­ει, καί στό με­τα­ξύ ἐ­λέγ­χε­ται ἀ­πό κά­ποι­ον κα­τώ­τε­ρό του, ἐ­πιρ­ρί­πτει ὅ­λο τό θυ­μό του πά­νω σέ αὐ­τόν[98].

β) οἱ πε­ρι­ερ­χό­με­νοι σέ δυ­σχε­ρή θέ­ση, ὅ­ταν δέ βρί­σκουν μπρο­στά τους τούς αἰ­τί­ους, ξε­σπούν μέ ὀρ­γή στούς πα­ρό­ντες: "ἔ­θος τοῖς ὀ­δυ­νω­μέ­νοις, ὅ­ταν τούς αἰ­τί­ους μή λά­βω­σιν, εἰς τούς πα­ρό­ντας ἀ­φι­έ­ναι τήν ὀρ­γήν"[99]. Κλασ­σι­κό πα­ρά­δει­γμα ὁ Ἡ­ρώ­δης: "τήν ὀρ­γήν τήν κα­τά τῶν ἐ­μπαι­ξά­ντων μά­γων, κα­τά τῶν οὐ­δέν ἠ­δι­κη­κό­των παί­δων ἀ­φί­η­σι"[100]. Τό ἴ­δι­ο συμ­βαί­νει δυ­στυ­χῶς κα­θη­με­ρι­νά ἀ­πό ἀν­θρώ­πους, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­πο­δί­δουν στό Χρι­στό, ὑ­βρί­ζο­ντάς Τον, τά δι­κά τους ὀ­λι­σθή­μα­τα[101].

Ἐ­ξάλ­λου, ὡς πρός τή με­τά­θε­ση τῶν συ­ναι­σθη­μά­των πά­νω στά πρά­γμα­τα, ὁ ἱ. Πα­τήρ ἀ­να­φέ­ρει ἀ­πό τήν Π.Δ. τήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ Δα­βίδ, ὁ ὁ­ποῖ­ος, θρη­νώ­ντας τήν ἀ­πώ­λει­α τῶν φί­λων του, ἄ­φη­σε νά ξε­σπά­σει ἡ ὀρ­γή του πά­νω στά βου­νά, τά ὁ­ποῖ­α εἶ­χαν δε­χτεῖ τή σφα­γή ἐ­κεί­νη[102]. Ἐ­πί­σης, πα­ρα­θέ­τει ἀ­πό τήν Ἱ­στο­ρί­α τήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Ἰ­ου­λι­α­νοῦ τοῦ Πα­ρα­βά­του, ὁ ὁ­ποῖ­ος "πά­ντα θυ­μόν εἰς τήν τοῦ μάρ­τυ­ρος (ἁ­γί­ου Βα­βύ­λα) λάρ­να­κα ἀ­φῆ­κεν ἄν, εἰ μή φό­βῳ κα­τεί­χε­το μεί­ζο­νι"[103]. Τέ­λος, ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος πα­ρα­τη­ρεῖ ὅ­τι τοῦ­το τό φαι­νό­με­νο εἶ­ναι συ­νή­θως ἴ­δι­ον τῶν μι­κρῶν παι­δι­ῶν καί τῶν γυ­ναι­κῶν[104]. Ἀλ­λά, καί "πα­τέ­ρες ποι­οῦ­σι πολ­λά­κις, καί τήν οἰ­κί­αν ἀ­πο­στρέ­φο­νται, καί τόν στε­νω­πόν ἀ­η­δῶς ὁ­ρῶ­σι, δι­' οὗ τόν υἱ­όν προ­έ­πεμ­ψαν"[105].

 

4. Ταυ­το­ποί­η­ση μέ τό ἀ­ντί­θε­το.

Εἶ­ναι ὁ μη­χα­νι­σμός ἐ­κεῖ­νος, κα­τά τόν ὁ­ποῖ­ο γι­ά νά ἱ­κα­νο­ποι­ή­σου­με ἕ­να μας συ­ναί­σθη­μα, δη­μι­ουρ­γοῦ­με τό ἀ­ντί­θε­τό του. Ἔ­τσι, λ.χ. ὁ θυ­μός με­τα­βάλ­λε­ται σέ ἀ­θυ­μί­α[106]. Ἔ­στω ὡς ἁ­γι­ο­γρα­φι­κό πα­ρά­δει­γμα ἡ γυ­ναί­κα τοῦ Πε­τε­φρῆ, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­νέ­πτυ­ξε ὡς ἀ­ντι­στά­θμι­σμα ἕ­να ἄλ­λο πά­θος, μι­ά ἰ­σχυ­ρό­τα­τη ὀρ­γή κα­τά τοῦ Ἰ­ω­σήφ, προ­κει­μέ­νου νά πα­ρη­γο­ρή­σει μέ­σα της τήν κα­κή ἀλ­λά ἀ­νεκ­πλή­ρω­τη ἐ­πι­θυ­μί­α της[107].

 

5. Ἀ­ντι­δρα­στι­κός σχη­μα­τι­σμός.

Πολ­λοί ἄν­θρω­ποι, "ἵ­να γάρ μή φό­βῳ τῶν μελ­λό­ντων βα­σα­νί­ζω­νται, σπου­δά­ζου­σι πεῖ­σαι τήν ψυ­χήν, ὅ­τι ψευ­δῆ πά­ντα τά πα­ρ' ἡ­μῖν"[108].

Εἴ­δα­με ὅ­τι ἡ ψυ­χι­κή νό­σος εἶ­ναι ἀ­πόρ­ροι­α μι­ᾶς ψυ­χο­πνευ­μα­τι­κῆς σύ­γκρου­σης, κα­τά τήν ὁ­ποί­α ἄν μέν νι­κή­σει τό λο­γι­στι­κό, ὁ ἄν­θρω­πος ὁ­δη­γεῖ­ται σέ αὐ­το­γνω­σί­α, με­τά­νοι­α καί σω­τη­ρί­α, ἄν, ὅ­μως, ἡτ­τη­θεῖ ἀ­πό τά πά­θη, τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος κα­τα­ντᾶ σαρ­κι­κός, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά ἀ­να­πτύσ­σει ἀ­συ­νεί­δη­τα μι­ά σει­ρά ἀ­πό πα­θο­λο­γι­κούς ψυ­χι­κούς μη­χα­νι­σμούς ὑ­πεκ­φυ­γῆς τοῦ ἐ­σω­τε­ρι­κοῦ του ἐ­λέγ­χου.

Ὁ πλού­σι­ος Θεῖ­ος φω­τι­σμός καί ἡ μα­κρά ποι­μα­ντι­κή ἐ­μπει­ρί­α τοῦ σή­με­ρα ἑ­ορ­τα­ζο­μέ­νου Ἁ­γί­ου εἴ­θε νά ἐ­πι­δα­ψι­λεύ­σουν καί σέ μᾶς ψι­χί­α ἀν­θρω­πο­γνω­σί­ας, ἀ­πό τήν ἔλ­λει­ψη τῆς ὁ­ποί­ας τό­σο δο­κι­μά­ζε­ται ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος, ὥ­στε νά ἀ­πει­λεῖ­ται στίς μέ­ρες μας μέ ἕ­ναν πα­ναν­θρώ­πι­νο ἀλ­λη­λο­σπα­ρα­γμό.

 


[1] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., PG 59, 525.

[2] Ἐπί αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Α' καί ἐπισκόπου Φλαβιανοῦ, στάση τό 387 μ.Χ. στήν Ἀντιόχεια λόγω ἐπιβολῆς νέων φόρων.

[3] Τήν ἄποψη αὐτή ἀναμασσοῦν στή χώρα μας οἱ Νεοπαγανιστές [βλ. Β. Γ ο ύ σ ι ο υ, "Ὁ θρησκευτικοφανής Ὁλοκληρωτισμός τῆς σήμερον καί αἱ παλαιαί καταβολαί του", ΔΙΕΘΝΕΣ ΒΗΜΑ 11 (2001) 55-60], στηριζόμενοι κυρίως στόν Θ ε ο δ ώ ρ η τ ο Κύρου (Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Πρός Δαμάσιον, 5, 329, 8).

[4] Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (354- 14 Σεπτεμβρίου 407) τοῦ Σεκούνδου καί τῆς Ἀνθούσας.

[5] Ἰ ω. Χ ρ υ σ., PG 50, 663.

[6] Ἄν δέν κρατήσουμε αὐτή τή διακριτική στάση, κινδυνεύουμε ἀφενός μέν ἀπό τή Ρωμαιοκαθολική, κατά Ἰ. Ρ ω μ α ν ί δ η (Τό Προπατορικόν Ἁμάρτημα, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 148), αἵρεση τῆς ἀποδοχῆς ὡς φυσι(ολογι)κῆς τῆς πρός ἱκανοποίηση ὁρμῆς τοῦ ἀνθρώπου, δηλ. τῆς Libido, καί ἀφετέρου ἀπό τήν Ἐκκοσμίκευση, πού μαζί μέ τή "θύραθεν" Ψυχολογία ἐκλαμβάνει τό "ἔνστικτο τῆς ζωῆς" ὡς φυσιολογική, μέ τή φιλοσοφική καί ψυχοπνευματική τῆς λέξεως ἔννοια, λειτουργία τῆς ψυχῆς. Ἔτσι, κατά τόν ἱ. Αὐγουστῖνο, κάθε ἐγκληματίας εἶναι καί ψυχοπαθής ὑπό τή στενή τοῦ ὅρου ἔννοια. Ἡ ὀρθόδοξη ὅμως Ἐκκλησία, ὡς γνωστό, δέν κηδεύει τούς αὐτόχειρες (ὑπονοώντας ὅτι δέν ἔχουν τό ἀκαταλόγιστο ὡς ψυχοπαθεῖς), ἀλλά κοινωνεῖ καί κηδεύει τούς δαιμονισμένους.

[7] Εἰς Ἰω. 69, 1, PG 59, 377. Πρβλ. Ἰω. 9, 2.

[8] Βλ. Ἰώβ 21, 9, Ψαλμ. 72, 5.

[9] Ὅτι τόν ἑαυτόν μή ἀδικοῦντα οὐδείς παραβλάψαι δύναται 10, PG 52, 465, Εἰς Ματθ. 53, PG 58, 531.

[10] Ἡ ἀπροσεξία (ἀστοχία), ὡς αἰτία τοῦ ἀρχέγονου ἁμαρτήματος καί τῆς ἐμφάνισης στόν κόσμο τοῦ θανάτου, συναντᾶται σέ ὅλους τούς μύθους τῶν Πρωτογόνων (C. J u n g, Archaic Man, σ. 119).

[11] Εἰς Φιλιπ. 10, PG 62, 255, Εἰς Πράξ. 51, 5, PG ,  22, 4, PG 60, 358. 60, 175.

[12] Δ ι ο γ. Λ α έ ρ τ., ΦΙΙ, 110, Σ τ ο β α ί ο υ, Ἐκλογαί ΙΙ, 166. Σύμφωνα μέ τή Στοά, ταραχή δημιουργεῖται στήν ψυχή, μόνο ὅταν τά πάθη ξεπεράσουν τό ἥμισυ (50%) τοῦ ὅλου ψυχισμοῦ, ἀναλαμβάνοντας ἔτσι τό γενικό managment τῆς ψυχικῆς ἐπιχείρησης.

[13] Εἰς Ματθ. 53, PG 58, 531. Ἡ διδασκαλία αὐτή διαφέρει ἀπό τήν ἀντίστοιχη βουδδιστική ἀφενός μέν λόγω τῆς ἀπαισιόδοξης γενικά βουδδιστικῆς στάσης ἔναντι τῆς ζωῆς (ὅλη ἡ ζωή εἶναι πόνος) καί ἀφετέρου λόγω τῆς ἀποδοχῆς τοῦ Karma.

[14] Εἰς  Ἐφ. 5, 4, PG 62, 41, Περί μετανοίας 6, 5, PG 49, 321.

[15] Εἰς Πράξ. 31, 4, PG 60, 232.

[16] Περί μετανοίας 1,  PG 49, 280.

[17] Εἰς Ψαλμ. 143, PG 55, 457.

[18] Βλ. Β' Κορ. 12, 5. 9. 11, 30. 13, 9. Πρβλ. π. Μ. Σ. Κ α ρ δ α μ ά κ η, Ἡ διαλεκτική μεταξύ ἀσθενείας καί δυνάμεως ἐν τῇ Παυλείῳ Θεολογίᾳ, Θεσσαλονίκη 1968, σ. 50.

[19] Εἰς Β' Κορ. 29, 2, PG 61, 597, Περί μετανοίας 1, 1, PG 49, 277. Πρβλ. Ἰω. 11, 3-4, Φιλιπ. 2, 27, Α' Τιμ. 5, 23, Ρωμ. 14, 1-2.

[20] Περί μετανοίας 7, 6, PG 49, 332.

[21] Ὁποιαδήποτε ἀντίθετη γνώμη μέ τό σκεπτικό ὅτι ὁ νοῦς δέ νοσεῖ, καθόσον τυγχάνει πνεῦμα, καί τό πνεῦμα (Θεῖο ἐμφύσημα;) δέ νοσεῖ, ἀπηχεῖ τήν Πλατωνική ἀντίληψη περί "τρισυνθέτου" ὡς Θείου συστατικοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, ὅταν στήν Πατερική Γραμματεία συναντᾶμε λ.χ. τήν ἄποψη ὅτι ὁ νοῦς εἶναι κατοικητήριο μόνο τοῦ Θεοῦ, καί ὄχι καί τοῦ διαβόλου (βλ. Διάδοχου Φωτικῆς, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, τ. 1, σσ. 127, 260, 262, 289, τ. 4, σ. 124) , δέ θά πρέπει νά τό ἑρμηνεύσουμε τρισυνθετικά[21], ἀλλά νά ἐννοήσουμε τόν νοῦν μέ τήν ἄλλη του σημασία, δηλ. τῆς ὅλης πνευματοποιηθείσας (καθαρθείσας) ψυχῆς [κατά τόν      Γ ρ η γ ό ρ ι ο Νύσσης, ὁ νοῦς (Soul) ἑδρεύει σέ ὅλα τά μόρια τοῦ σώματος καί συνυπάρχει ἄρρηκτα μέ αὐτά] , τ.ἔ. τοῦ "πνευματικοῦ" ἀνθρώπου ἤ τοῦ "θεοφιλοῦς νοός" (ἤ "νοός Χριστοῦ", ἤ "ὀφθαλμοῦ τῆς πίστεως", πού κινεῖται πρός τήν καρδία), ἀφοῦ στούς Πατέρες ὁ ὅρος παράλληλα ἔχει καί τή σημασία τῆς λογικῆς λειτουργίας τῆς ψυχῆς (δηλ. τοῦ καθαρότερου ἀπό τά ἄλλα δύο μέρη, τήν ἐπιθυμία καί τό θυμό τῆς ψυχῆς, δηλ. τοῦ ἡνίοχουσυνειδότος), καί τῆς ὅλης ἁπλῆς ψυχῆς (Psyche) καί τῆς "καρδίας".

[22] Ὡς πρός τά στάδια ἐξέλιξης τῆς πνευματικῆς νόσου περιλαμβάνονται ἡ κυοφορία τῆς ἁμαρτίας, ὁ τραυματισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό διάβολο καί ἡ διάπραξη/ἐπιτέλεση τῆς ἁμαρτίας.

                Ἔπειτα, ὡς πρός τούς βαθμούς τῆς ψυχοπνευματικῆς νοσηρότητας ποικίλουν τόσο ὡς πρός τίς μεταβλητές τους (ἤπιο/βαρύ, ἰάσιμο/ἀνίατο, ὀξύ/βραδύ, ἔκδηλο/λανθάνον, ἐνδημικό/ἰδιοπαθές, συμπτωματολογικό/ἐπίνοσο, ὑποτροπικό/ ἀνεπανάληπτο), ὅσο καί ὡς πρός τό μέγεθός τους (ἁπλή διαταραχή ἤ ἀσθένεια).

                Ἐξάλλου, ὡς πρός τά ἀποτελέσματα τῆς πνευματικῆς ἀσθένειας, κατά ἐπιδεινωτική βαθμίδα, ἔχουν ὡς ἑξῆς: ταραχή, ἐπισκότηση (λήμη) τοῦ "ὀφθαλμοῦ τῆς ψυχῆς" (νοός), τύφλωση, πώρωση (σκλήρυνση), (ἐγκόσμιος ψυχικός) θάνατος (τῆς ψυχῆς), γυμνότητα, ἐρημία, σφαγή καί (αἰώνιος πνευματικός) θάνατος τῆς ψυχῆς.

[23] Βλ. E. Z e l l e r – W. N e s t l e, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας, μτφρ. Χ. Θεοδωρίδη, ΑΘΗΝΑ 1942, σ. 144, 305.

[24] Εἰς Ματθ. 38, PG 57, 433.

[25] Εἰς Α' Τιμ. 7, 1, PG 62, 535: "Ὅταν γάρ ἡμῖν διαστασιάζῃ τό σῶμα πρός τήν ψυχήν καί χαλεπάς ἐπιθυμίας ἐγείρῃ καί τάς ἡδονάς ὁπλίζῃ τῶν σωμάτων, τῆς ὀργῆς, τοῦ φθόνου, οὐκ ἔνι, μή τοῦ πολέμου τούτου λυθέντος, ἐπιτυχεῖν τῶν ἐπηγγελμένων ἀγαθῶν, ἀλλ' ἀνάγκη τόν μή καταστέλλοντα ταύτην τήν ταραχήν, πεσεῖν καί τραύματα λαβεῖν, ἐκεῖνον τόν θάνατον τίκτοντα τόν ἐν τῇ γεέννῃ".

[26] Βλ. Ρωμ. 7, 23.

[27] Εἰς Πράξ. 7, 3, PG 60, 67.

[28] Βλ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, Ἡ βίωσις τοῦ πάθους, ΑΘΗΝΑΙ 1960, σ. 56-57.

[29] Πρός Σταγείριον 2, PG 47, 470.

[30] Εἰς τόν ἅγιον Ἀπόστολον Παῦλον 6, 4, PG 50, 504.

[31] Εἰς τούς ἁγίους Μακκαβαίους 1, 2, PG 50, 619.

[32] Περί μετανοίας 3, 4, PG 49, 297.

[33] Εἰς τόν Ὀζίαν 3, 4, PG 56, 113.

[34] Εἰς τόν ἅγιον μάρτυρα Λουκιανόν 2, PG 50, 523.

[35] Περί μετανοίας 3, 3, PG 49, 296.

[36] Εἰς Ματθ. 19, 7, PG 57, 283.

[37] Περί Παρθενίας ΠΔ' 2, PG 48, 595.

[38] Βλ. Ρωμ. 7, 15.

[39] Κατά τόν καθηγητή Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, στήν περίπτωση τοῦ Ἀπ. Παύλου "ἔχομεν ὄχι διχασμόν, ἀλλά κατάργησιν τῆς βουλητικῆς του ἐνεργείας" (βλ. Ἡ βίωσις τοῦ πάθους, σ. 59). Ἀντίθετα, κατά τόν καθηγητή π. Θ. Ζ ή σ η, τό "ὅ οὐ θέλω" δέν "ἀναιρεῖ τό αὐτεξούσιον" (βλ. Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 114).

[40] Εἰς Ρωμ. 14, 100, PG 60, 508.

[41] Εἰς Ρωμ. 14, 100, PG 60, 508.

[42] Εἰς Ρωμ. 13, 3, PG 60, 512. Πρβλ. Ρωμ. 7, 23-24.

[43] Εἰς Α' Τιμ. 7, 1, PG 62, 533.

[44] Δέν πρόκειται γιά ξεχωριστά "κέντρα" (μέρη) τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἀλλά γιά ψυχοπνευματικές καταστάσεις τῆς ὅλης ψυχῆς, ἡ ὁποία ἄν μέν κινηθεῖ θεοκεντρικά, θά παραμείνει φυσιολογική καί ὑγιής χωρίς δηλ. ψυχικές συγκρούσεις· ἄν ὅμως κινηθεῖ ἐγωκεντρικά, τότε θά προκύψουν τά, σέ διάφορα ἐπίπεδα, προβλήματα.

[45] Εἰς Γέν. 20, PG 53, 170.

[46] Εἰς τόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον 4, 4, PG 48, 1012.

[47] Εἰς τόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον 4, 5, PG 48, 1012.

[48] Κατήχ. 1, 28, ΕΠΕ 30, 343.

[49] Εἰς τόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον 4, 5, PG 48, 1012.

[50] Βλ. Ρωμ. 2, 15. Πρβλ. E. L o h s e, Ἐπίτομη Θεολογία τῆς Κ.Δ., μτφρ. Σ. Ἀγουρίδη, ΑΘΗΝΑ 1980, σ. 132.

[51] Εἰς τόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον 4, 5, PG 48, 1012, Περί μετανοίας 1, 1, PG 49, 277.

[52] Περί μετανοίας 2, 3, PG 49, 287.

[53] Πρός Ὀλυμπ., ἐπιστ. 13, 2.

[54] Εἰς τόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον 4, PG 48, 1011-1012, Εἰς Α' Κορ. 16, PG 61, 138. Πρβλ. Δ. Ε. Χ α -     τ ζ η ι ω ά ν ν ο υ, Αἱ κοσμοθεωρητικαί ἀπόψεις τοῦ Χρυσοστόμου ἐν σχέσει πρός τάς ἀντιλήψεις τῶν ἱστορικῶν τοῦ Σοσιαλισμοῦ M. Beer, R. Pöhlman καί ἄλλων, Ἀθῆναι 1948, σ. 77.

[55] Κατήχ. 1, 28, ΕΠΕ 30, 343.

[56] Περί μετανοίας 5, 3, PG 49, 312: "Οἱ γάρ εὐγνώμονες τῶν οἰκετῶν ταχέως αἰσθάνονται τῶν ἁμαρτημάτων". Πρβλ. Ἀρχιμ. Σ. Π α π α κ ώ σ τ α, Ἡ μετάνοια, Ἀθῆναι 1940, σ. 5.

[57] Εἰς Ματθ. 8, 2, PG 57, 85.

[58] "Κανείς", λέει ὁ J u n g, "δέν μπορεῖ νά πληγεῖ ἤ νά πονέσει ὑπαρξιακά καί νά ἀρρωστήσει ψυχικά τόσο βαθιά, ἄν δέ διαθέτει, πραγματικά ἤ δυνητικά, μεγάλο (ὑπαρξιακο-πνευματικά) βάθος" [“Ueber die wiedererziehung des deutschen volkes”, Basler Nachrichten, 486 (10/11/1946)]. Ὅσο "πνευματικότερος" εἶναι κανείς, τόσο ἡ ἐσωτερική του ἀντινομία μεταξύ ἀνάγκης καί ἐλευθερίας, Θείου καί ἰδίου θελήματος, ἐντείνεται, γιατί καθίσταται συνειδητότερη ἡ ἠθική του ἀτέλεια ἔναντι τοῦ ἠθικοῦ μεγαλείου τοῦ Θεοῦ (Εἰς τούς Ἀνδριάντας 1, 3, PG 49, 20, Εἰς τόν παραλυτικόν, PG 51, 58, Εἰς Γέν. 31, 2, PG 53, 285) . Ἡ τέλεια κάθοδος προϋποθέτει τήν τέλεια ἄνοδο· μόνο ὁ ἅγιος γνωρίζει καλύτερα τά ἀσυνείδητα βάθη τῆς ψυχῆς του (C. J u n g, "Στό ἡλιοστάσιο τῆς Ζωῆς", Τά προβλήματα τῆς σύγχρονης ψυχῆς, μτφρ. Ε. Ἀνδρουλιδάκη, ΑΘΗΝΑ χ.χ., σ. 175)

[59] Εἰς Ψαλμ. 6, PG 55, 71.

[60] Εἰς Ὀλυμπ., ἐπιστ. 13, 2γ.

[61] Εἰς Ματθ. 38, PG 57, 432, Εἰς Ἰω. 88, 3, PG 59, 481, Περί μετανοίας 5, 3, PG 49, 313.

[62] Εἰς Ἑβρ. 31, 1, PG 63, 213.

[63] Εἰς τόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον 1, 11, PG 48, 978.

[64] Εἰς τόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον 4, 5, PG 48, 1012.

[65] Εἰς Ψαλμ. 6, 47, PG 55, 77: "Ἡ τοιαύτη ταραχή γαλήνης μήτηρ ἐστίν· ὁ τοιοῦτος φόβος ἀδείας ὑπόθεσις. Ὁ οὕτω τεταραγμένος πάντα χειμῶνα ἐκβάλλει".

[66] Εἰς Γέν. 17, 1, PG 53, 135: "Ὁ γάρ ἀδέκαστος δικαστής, τό συνειδός λέγω, κατεξανιστάμενος λαμπρᾷ τῇ φωνῇ ἐβόα, καί κατηγόρει καί ἐδείκνυ, καί ὡσανεί πρό τῶν ὀφθαλμῶν ὑπέγραφεν αὐτοῖς τῶν ἁμαρτημάτων τό μέγεθος...Ἀλλά κἄν πάντας ἀνθρώπους λαθεῖν τις δυνηθείη τήν ἁμαρτίαν ἐργασάμενος, καί τήν ἄτοπον πρᾶξιν ἐπιτελέσας, ἐκεῖνον τόν κατήγορον λαθεῖν οὐ δύναται, ἀλλά περιέρχεται διηνεκῶς αὐτόν ἔνδον ἔχων ἐνοχλοῦντα, καταξαίνοντα, μαστίζοντα, οὐδέποτε ἠρεμοῦντα, ἀλλά καί ἐν οἰκίᾳ, καί ἐν ἀγορᾷ, καί ἐν συλλόγοις, καί ἐν τραπέζῃ, καί καθεύδοντι, καί διανισταμένῳ ἐπιτιθέμενον, καί δίκην ἀπαιτοῦντα τῶν πεπλημμελημένων, καί ὑπ' ὄψιν ἄγοντα καί τῶν ἡμαρτημένων τήν ἀτοπίαν, καί τήν ἑπομένην αὐτῷ κόλασιν, καί καθάπερ ἰατρός ἄριστος οὐ παύεται τά παρ' ἑαυτοῦ φάρμακα ἐπιτιθείς· κἄν ἴδῃ διακρουόμενον, οὐδέ οὕτως ἀφίσταται, ἀλλά διηνεκῆ τήν ἐπιμέλειαν ποιεῖται".

[67] Εἰς Ψαλμ. 6, PG 55, 77.

[68] Ὁ χριστιανικός Ὑπαρξισμός, πού βλέπει τήν ἁμαρτία ὄχι τόσο σάν (νομική) παράβαση, ὅσο σάν ἀστοχία, διακρίνει μεταξύ προσωπικῆς καί ὑπαρξιακῆς ἐνοχῆς.

[69] Ὁ μέν S. K i e r k e g a a r d τονίζει ὅτι τό ἄγχος εἶναι καρπός τῆς ἁμαρτίας, ὁ δέ S. F r e u d τῆς ἀπώθησης τῆς Libido. Ἔτσι, οὕτως ἤ ἄλλως, τό νευρωτικό ἄγχος εἶναι καρπός τῆς ἀπώθησης τοῦ αἰσθήματος τῆς ἐνοχῆς (βλ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, Ἡ νεύρωσις ὡς Ἀδαμικόν πλέγμα, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 61).

[70] Εἰς τόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον 1, 11, PG 48, 978.

[71] Ἀντίθετα, ὁ καθηγητής Ἰ. Κ α ρ μ ί ρ η ς (Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, σ. 190) καί ὁ Ἀρχιμανδρίτης Χ.    Σ τ α υ ρ ό π ο υ λ ο ς (Ποιμαντική τῆς μετανοίας, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 1983, σ. 41), μιλώντας γιά Προπατορική καί προσωπική ἁμαρτία, ἀποδέχονται καί κληρονομική καί ὑπαρξιακή ἐνοχή.

[72] Εἰς Ματθ. 2, 6, PG 57, 32.

[73] Τά λεγόμενα "θανάσιμα ἁμαρτήματα" (πρβλ. Μ. B l o o m f i e l d, The Seven Deadly Sins, Michigan 1952), πού ξεκινοῦν ἀπό τή σχετική διάκριση τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη (Α' Ἰω. 5, 16), κατά μέν τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (15, 29) καί τήν Ἀρχαία Ἐκκλησία ἦταν στήν ἀρχή τρία (φόνος, πορνεία καί εἰδωλολατρία - εἰδωλόθυτα) καί στή συνέχεια ὁρίστηκαν ἀπό (τή Διαθήκη τῶν 12 Πατριαρχῶν) τό Γ ρ η- γ ό ρ ι ο τό Μέγα καί τόν B o n a v e n t u r a (1274) σέ ἑπτά (ἀκηδία, γαστριμαργία, ὀργή, πορνεία, ὑπερηφάνεια, φθόνος καί φιλαργυρία) ἀπό ὀκτώ (+ λύπη) τοῦ Εὐάγριου, κατά δέ τόν Εὐαγγελιστή Μ α τ- θ α ῖ ο, ἡ "βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος" (12, 31), δηλ., κατά τόν ἱ. Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο (καί τούς Ε ὐ -  σ έ β ι ο καί Ἰ ο υ σ τ ῖ ν ο, βλ. Ἠσ. 6, 9), ἡ ἄρνηση τῆς μαρτυρίας τοῦ Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰ ω ά ν -ν ο υ γιά τή θεότητα τοῦ Ἰ. Χριστοῦ, καί κατ' ἐπέκταση ὁποιαδήποτε διαστρεβλωτική διδασκαλία - αἵρεση, καί μάλιστα μέ ἐπίταση, δηλ. ἡ ἀμετανοησία (5ος Κανών τῆς Ζ' Οἰκ. Συνόδου).

[74] Περί μετανοίας 1, 2, PG 49, 279. 2, 3, PG 49, 287.

[75] Περί μετανοίας 6, 2, PG 49, 316.

[76] Περί μετανοίας 6, 2, PG 49, 316.

[77] Βλ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, Ἐγχειρίδιον Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 79-82, 87.

[78] Βλ. G. D. D r a g a s, “St. John Chrysostom’s Doctrine of God’s Providence”, Εκκλησιαστικοσ Φαροσ, τόμ. ΝΖ', iii- iv (1975) 399.

[79] Κατά τόν S. F r e u d, τό Ἐγώ παίζει τό ρόλο τοῦ θυρωροῦ, ὁ ὁποῖος βρίσκεται μεταξύ τοῦ "μεγάλου προθαλάμου" (ἀσυνειδήτου) καί τοῦ "δωματίου ὑποδοχῆς", λογοκρίνοντας τίς διάφορες ψυχικές διεγέρσεις γιά νά τίς ἐπιτρέψει ἤ ὄχι νά περάσουν στή συνειδητότητα. Πολλούς ὅμως αἰῶνες πρίν τήν Ψυχανάλυση ἡ Ἀνατολική Πατερική παράδοση εἶχε παρομοιάσει τό ρόλο τῆς (ἠθικῆς) συνείδησης (νοός) μέ τό ἔργο τοῦ θυρωροῦ ("πυλωροῦ") στή "διάνοια" (= πύλη) τῆς "καρδίας" (= ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος). Βλ. Μ. Ἀ ν τ ω ν ί ο υ, Φιλοκαλια, τ. Α', σ. κ': "Ὁ γάρ θεοφιλής νοῦς αὐτῶν, πυλωρός νηφάλιος ὑπάρχων, ἀποκλείει τάς εἰσόδους τῶν κακῶν καί αἰσχρῶν ἐνθυμήσεων". Πρβλ. Ἰωσήφ Βρυέννιου, ἀπό: Ν ι κ ο δ ή - μ ο υ Ἁγιορείτου, Νέα Κλῖμαξ, ἐν Βόλῳ 1956, σ. 89.

[80] Εἰς τούς Ἀνδριάντας 15, 3, PG 49, 157.

[81] Εἰς Ματθ. 48, PG 58, 488.

[82] Βλ. Ἰ. Ν. Θ ε ο δ ω ρ α κ ό π ο υ λ ο υ, Εἰσαγωγή στόν Πλάτωνα, ἐν Ἀθήναις 1947, σ. 180.

[83] Εἰς Ἐφ. 15, 1, PG 62, 9.

[84] Εἰς τόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον 1, 2, PG 48, 964.

[85] Εἰς Ἰω. 71, 3, PG 59, 388.

[86] Ματαίωση ὀνομάζεται ἡ παρεμπόδιση τῆς πραγματοποίησης μιᾶς ἐπιθυμίας λόγω παρεμβαλλόμενων ἐμποδίων.

[87] Ἀποζημίωση ἀντιστάθμισηἀντιρρόπηση ὀνομάζεται ὁ ἀσυνείδητος μηχανισμός προσαρμογῆς, κατά τόν ὁποῖο τό ἄτομο, τοῦ ὀποίου ματαιώνεται κάποια ἀνάγκη, ἀντικατασταίνει (ἀσυνείδητα) τήν ἀνάγκη αὐτή μέ μιά ἄλλη ἤ ἀντικατασταίνει τόν τρόπο ἱκανοποίησης τῆς ματαιωμένης ἀνάγκης μέ ἄλλο τρόπο.

[88] Κινησιακά, λεκτικά ἤ νοηματικά ταυτίζεται κάποιος μέ τόν (πραγματικό, φανταστικό ἤ φαντασιακό) "ἀντίπαλό" του, οἰκειοποιούμενος τήν ξένη ἐπιθετικότητα, μέ τό νά μιμεῖται τίς μεθόδους καί τίς τεχνικές τοῦ "ἀντιπάλου".

[89] Εἰς Ψαλμ. 4, PG 55, 52.

[90] Εἰς τούς Ἀνδριάντας 7, 3, PG 49, 95: "οἵ γε μισοῦντες καί ἀπεχθῶς πρός τινας ἔχοντες, οὐδέ τά ὀνόματα ἀναμνησθῆναι τῶν λελυπηκότων ἀνέχονται".

[91] Λόγος ταῖς Καλάνδαις 1, PG 48, 953: "ἄν πρός τινα ἀηδῶς ἔχωμεν, οὐδ' ἐγγύς ἑστῶτα βλέπειν δοκοῦμεν πολλάκις".

[92] ἀπώθηση εἶναι ἕνας ἀσυνείδητος ἀμυντικός μηχανισμός μέ τόν ὁποῖο ἀποκλείονται [μέ βάση τή λεγόμενη λειτουργία τῆς λογοκρισίας τοῦ Ὑπερεγώ, κατά τήν ὁποία τό Ὑπερεγώ λειτουργεῖ τρόπον τινά ὡς θυρωρός μεταξύ τοῦ Id (ἀσυνειδήτου) καί τοῦ προσυνειδήτου] σκέψεις, ἐπιθυμίες ἤ συναισθήματα ἀπό τή συνείδηση.

[93] Εἰς Ἰω. 49, 1, PG 59, 273.

[94] Εἰς Ψαλμ. 4, PG 55, 52.

[95] καταστολή γίνεται παθολογική, ὅταν χρησιμοποιεῖται γιά καταστροφή ἤ κακή προσαρμογή τοῦ Ἐγώ στή λύση τῶν ἐσωτερικῶν του ἐντάσεων.

[96] Εἰς Ματθ. 68, PG 58, 640. Πρβλ. Ματθ. 23, 32, Ὠσ. 4, 2, Μιχ. 3, 10.

[97] Βλ. Κ. Σ τ ε φ α ν ῆ, Μαθήματα Ψυχιατρικῆς μέ στοιχεῖα Ψυχολογίας, τεῦχ. Α', ΑΘΗΝΑΙ 1973, σ. 278-279.

[98] Εἰς Πράξ. 41, 1, PG 60, 287.

[99] Περί μετανοίας 6, 1, PG 49, 313, Εἰς τόν μακάριον Βαβύλαν 1, 17, PG 50, 532, Περί κατανύξεως 1, 2, PG 47, 396. Πρβλ. Λ. Σ τ α ύ ρ ο υ, Εἰσαγωγή στήν Ψυχοπαθολογία, ΑΘΗΝΑ 1984, σ. 119.

[100] Εἰς Ματθ. 9, 1, PG 57, 175.

[101] Περί μετανοίας 6, 3, PG 49, 317.

[102] Εἰς τά κατά τόν Δαυίδ καί τόν Σαούλ 2, 5, PG 54, 693. Πρβλ. Β' Βασ. 1, 21.

[103] Εἰς τόν μακάριον Βαβύλαν 1, 19, PG 50, 533.

[104] Εἰς Πράξ. 41, 5, PG 60, 294.

[105] Εἰς τά κατά τόν Δαυίδ καί τόν Σαούλ 2, 5, PG 54, 693.

[106] Πρός Σταγείριον 1, PG 47, 430.

[107] Εἰς Ὀλυμπ., ἐπιστ. 10, 13.

[108] Εἰς Α' Τιμ. 5, 1, PG 62, 526.



Print-icon 




Πνευματικά δικαιώματα 2009-2013 © «Ρωμηοσύνη»
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή του υλικού του ιστοχώρου με προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή: «Ρωμηοσύνη» www.romiosini.org.gr

:: Πατριαρχείο Ιεροσολύμων :: Ειδήσεις εκ του Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων :: Σχετικά :: Τελευταία νέα :: Τρέχοντα Προγράμματα :: Ιστορικό Αρχείο της Μ.Κ.Ο. "Ρωμηοσύνη" ::


Login-iconLogin  ForgottenPassword-iconΥπενθύμιση κωδικού 

Αυτή τη στιγμή διαβάζουν την ιστοσελίδα μας 46 επισκέπτες.