Τούτο συμβαίνει, διότι ούτοι ησπάσθησαν τον χριστιανισμόν, έπαυσαν την επί τρεις αιώνας απηνή καταδίωξιν αυτού και επέτρεψαν την ελευθέραν εξάσκησιν αυτού υπό των χριστιανών δια του διατάγματος των Μεδιολάνων, το 312 μ.Χ.
Η Εκκλησία των Ιεροσολύμων, η Εκκλησία των Αγίων Τόπων, έχει έτι ιδιαίτερον λόγον τιμής των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, καθ' ότι ούτοι ανέδειξαν τους άχρι τότε, λόγω της ειδωλολατρίας, αφανείς Αγίους Τόπους και ανήγειραν τους μεγαλοπρεπείς Ναούς της Αναστάσεως εις Ιεροσόλυμα και της Βασιλικής της Γεννήσεως εις Βηθλεέμ και άλλους ανά τους αγίους Τόπους.
Η φρουρός των Αγίων Τόπων τούτων, Αγιοταφιτική Αδελφότης, σεμνύνεται να έχη τον μοναστηριακόν Ναόν αυτής επ' ονόματι των Αγίων τούτων ενδόξων βασιλέων και ισαποστόλων.
Η εορτή αυτών εωρτάσθη εις τον προσκείμενον εις τον Πανάγιον Τάφον ναόν αυτών μετ' ιδιαιτέρας λαμπρότητος και τάξεως υπό της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος.
Αφ' εσπέρας ετελέσθη Μέγας Εσπερινός μετ' αρτοκλασίας, χοροστατούντος του ηγουμένου της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος, Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ιεροσολύμων κ.κ. Θεοφίλου του Γ'.
Μετά τον Εσπερινόν ο Μακαριώτατος και οι Πατέρες εκάθισαν εις το έξωθεν του Ναού τούτου ηυτρεπισμένον προαύλειον αυτού και κατά το ειωθός μετέλαβον κολλύβων, οίνου και άρτου.
Την πρωΐαν της εορτής ο Μακαριώτατος μετά την χοροστασίαν εις τον Όρθρον, προεξήρξεν ως λειτουργός της θ. Λειτουργίας, συλλειτουργούντων αυτών ιερέων μελών της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος.
Μετά την λαμπράν και κατανυκτικήν θ. Λειτουργίαν ο Μακαριώτατος ενδεδυμένος πλήρη στολήν, συνοδευόμενος υπό πάντων των λειτουργών ιερέων, των Αγιοταφιτών Αρχιερέων και ιερέων κατηυθύνθη εν πομπή ψαλλόντων προς το Πατριαρχείον.
Εις την προσφώνησιν Αυτού εις την αίθουσαν του Θρόνου ο Μακαριώτατος υπεγράμμισεν ιδιαιτέρως το γεγονός ότι χαίρει και αγάλλεται σήμερον η Εκκλησία επί τη μνήμη του Μεγάλου Άνακτος Κωνσταντίνου, καθ' ότι ούτος άνωθεν έσχε την κλήσιν ως ο απόστολος των Εθνών Παύλος, ίνα στηρίζη το μήνυμα του Ευαγγελίου, το οποίον ο Μέγας Απόστολος έσπειρεν εις τον κόσμον, δια της ελευθερίας του χριστιανισμού με το Διάταγμα των Μεδιολάνων το 312, της καθιερώσεως αυτού ως επισήμου θρησκείας του Ρωμαΐκού Βυζαντινού κράτους, της αναδείξεως της Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και της συγκλήσεως και προεδρίας υπ' αυτού της Α' εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου τό 325μ.Χ.
Ο Μακαριώτατος επίσης ετόνισε το γεγονός ότι η Εκκλησία των Ιεροσολύμων και η γεραρά Αγιοταφιτική Αδελφότης ιδιαιτέρως αγάλλονται και σεμνύνονται επί τη εορτή των Αγίων ενδόξων θεοστέπτων μεγάλων βασιλέων και ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης, καθ' ότι εις το πρόσωπον αυτών θεωρούν τους κτίτορας του Πανιέρου Ναού της Αναστάσεως και της Βασιλικής της Γεννήσεως εις Βηθλεέμ και τους ιδρυτάς του μοναστικού τάγματος των Σπουδαίων. Η πόλις των Ιεροσολύμων εις αυτούς οφείλει τον χριστιανικόν αυτής χαρακτήρα, θεμελιωθέντα δια της αναδείξεως των Παναγίων Προσκυνημάτων, δια τούτο χρεωστικώς τιμά τούτους.
Τας πρεσβείας των μεγάλων τούτων Αγίων επεκαλέσθη ο Μακαριώτατος, ώστε να είναι στήριγμα της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, προστασία της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος, ευστάθεια του Ιερού Κοινού του Παναγίου Τάφου, ειρήνη της Ιερουσαλήμ και του κόσμου.
Μετά την εν τω Πατριαρχείω δεξίωσιν ηκολούθησε μοναστηριακή τράπεζα.
Εκ της Αρχιγραμματείας