|
|
Σάββατο, 05 Οκτ, 2024 Χαριτίνης, Ευδοκίμου μέρτυρος, Μαμελχθης μάρτυρος. |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
'Ο κίνδυνος εκκοσμικεύσεως της Εκκλησίας', Σ. Κ. Τσιτσίγκου, MA, DD, PhD Αν. Καθηγητή Παν/μίου Αθηνών
Η σχετική φιλολογία για την εκκοσμίκευση έχει πάρει τις τελευταίες δεκαετίες μεγάλες διαστάσεις[1]. Είναι γεγονός ότι η εκκοσμίκευση αποτελεί το πλέον ουσιώδες γνώρισμα των Νέων χρόνων. Μάλιστα δε, ο αείμνηστος π. Αλέξανδρος Schmemann[2] την είχε χαρακτηρίσει ως την αίρεση[3] των ημερών μας, αν και οι αιρέσεις και οι σέκτες, για λόγους συσπείρωσης, είναι λιγότερο επιρρεπείς προς την εκκοσμίκευση από ό,τι οι οργανωμένες θρησκείες και οι διάφορες Ομολογίες[4]. Η χριστιανική, και ιδιαίτερα η ελλαδική, Θεολογία, ερχόμενη εδώ και λίγες δεκαετίες, αντιμέτωπη με το φαινόμενο της εκκοσμίκευσης, φαίνεται ότι, μη λαμβάνοντάς το και τόσο σοβαρά υπόψη της, ενεργεί, τις περισσότερες φορές, ανεύθυνα και σπασμωδικά: ή αδιαφορεί, ή σιωπά, ή γίνεται εχθρική και επιθετική με τον κόσμο, ή, τέλος, συμβιβάζεται με αυτόν, προδίδοντας και εγκαταλείποντας, έτσι, τις χριστιανικές αλήθειες[5].
Στην παρούσα εισήγηση, ως Εκκλησία εννοούμε, υπό την ευρύτερη έννοια, τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική, ενώ, υπό τη στενότερη, την Ορθόδοξη Ανατολική, η οποία, κατά την πίστη μας, εκφράζει αυτή τη Μία. Ωστόσο, για να απαντήσουμε στο ερώτημα για το ενδεχόμενο εκκοσμικεύσεως της Εκκλησίας, θα κάνουμε χρήση, με κάθε βεβαίως επιφύλαξη, και ψυχο-κοινωνιολογικών μελετών, που διεξήχθησαν στην αλλοδαπή (κυρίως Αμερική και Ευρώπη), όπου, βεβαίως, η διαδικασία εκκοσμίκευσης του Χριστιανισμού έχει χρονικά κατά πολύ προηγηθεί.
Ο όρος εκκοσμίκευση[6] αποτελεί έναν νεολογισμό τής δεκαετίας τού ’60, ο οποίος, σύμφωνα με μία ευρέως διαδεδομένη άποψη, υποδηλώνει τον θρησκευτικό αποχρωματισμό τής μοντέρνας κοινωνίας μαζί με την πολιτισμική περιθωριοποίηση του θρησκευτικού φαινομένου, στα πλαίσια της δυτικοευρωπαϊκής νεοτερικότητας[7]. Εδώ, πάντως, δεν θεωρούμε την εκκοσμίκευση ως μια απλή μεταμφίεση της ανθρώπινης δυσαρέσκειας, ανέχειας και εν γένει πνευματικής κενότητας[8]. Ξεκινώντας από τις προβλέψεις των Comte, Durkheim, Weber και Marx για παρακμή ή ακόμα και εξαφάνιση της θρησκείας στο άμεσο μέλλον[9], η εκκοσμίκευση δηλώνει ειδικότερα α) τη μείωση της θρησκευτικής γενικά δραστηριότητας, β) τη μικρότερη επιρροή τής θρησκείας στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, και γ) τη ―στο όνομα του εκσυγχρονισμού και της προόδου, σύμφωνα με τα διδάγματα της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού[10]― σταδιακή αποϊεροποίηση της κοινωνίας (αποχριστιανοποίηση ή αποεκκλησιαστικοποίηση)[11], δηλ. ότι το υπερβατικό δεν παίζει τόσο ισχυρό ρόλο, όσο, τουλάχιστον, έπαιζε στο παρελθόν[12].
Οι σπόροι τής εκκοσμίκευσης πρωτο-ρίφθηκαν στην Εκκλησία τού Χριστού από τη στιγμή που ο Χριστιανισμός θεσμοποιήθηκε[13] και έγινε επίσημη θρησκεία τού κράτους. Εντούτοις, η εκκοσμίκευση ιστορικά, μπορούμε να πούμε, ξεκίνησε από τον 17ο (Αγγλική Επανάσταση) και τον 18ο αιώνα (Γαλλική Επανάσταση), με βάση τις ιδέες τής Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Στα τέλη δε τού 19ου και αρχές τού 20ού αιώνα, η εκκοσμίκευση καθίσταται αντικείμενο εμπνευσμένων κηρυγμάτων φημισμένων ταγών τού προτεσταντικού κόσμου (βλ. W. Temple, J. H. Oldham, R. Niebuhr, R. L. Calhoun κ.ά.), όπως επίσης και επίσημη πολιτική τού αγγλικού Κοινοβουλίου (με την εφαρμογή τού Secularism, δηλ. τού διαχωρισμού θρησκευτικών και πολιτικών αρμοδιοτήτων), και, τέλος, περιεχόμενο διακηρύξεων οικουμενικών διασκέψεων, όπως τής Στοκχόλμης (1925), της Οξφόρδης (1937), του Evanston (1954) και τού Νέου Δελχί (1961).
Η Κοινωνιολογία τής Θρησκείας διακρίνει την εκκοσμίκευση σε αντικειμενική (που αναφέρεται στους κοινωνικούς θεσμούς και τον πολιτισμό) και υποκειμενική (που αναφέρεται στην προσωπική συνείδηση και το φρόνημα του καθενός)[14].
Αλλά, τι σημαίνει στην πράξη εκκοσμίκευση της Εκκλησίας; Η εκκοσμίκευση του Χριστιανισμού, ως ένα πολιτισμικό ρεύμα, φαίνεται ότι στην πράξη λειτουργεί κατά δύο τρόπους: α) ως μία πλήρης αλλοίωση του χριστιανικού μηνύματος, δηλ. ως μία ριζική εκκοσμίκευση, και β) ως η είσοδος στην Εκκλησία επί μέρους κοσμικών στοιχείων, δηλ. ως ένας νόθος Χριστιανισμός.
Στην πρώτη περίπτωση, δηλ. της πλήρους ταύτισης κόσμου και Εκκλησίας, περιττεύει να αναφέρουμε ότι όχι μόνο διασαλεύεται η ισορροπία μεταξύ ιδιοσυστασίας τής Πίστης και εκκλησιαστικής συγκατάβασης[15], με αποτέλεσμα την κατάλυση της ιδίας τής ταυτότητας της Εκκλησίας και την αποχρωμάτιση τής εκκλησιαστικής συνείδησης[16], καταργουμένων έτσι των ορίων μεταξύ αλήθειας και πλάνης, αλλ’ ακυρώνεται και ολόκληρο το έργο τής Θ. Οικονομίας, δηλ. τόσο η εγκοσμίκευση[17] του Θ. Λόγου Του, όσο και αυτός ο λόγος ύπαρξης της Εκκλησίας ως άλατος και φωτός τού κόσμου[18].
Η σταδιακή εκκοσμίκευση συνιστά μια καθολική τάση, που χαρακτηρίζει την εξέλιξη μετατόπισης του κέντρου τής πνευματικότητας από το Θείο προς μία πραγματιστική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα το ομολογιακό σύστημα αξιών να αντικαθίσταται με ένα κοσμικό[19]. Με άλλα λόγια, τα θρησκευτικά σύμβολα καθίστανται πολιτισμικά σύμβολα[20], χρήσιμα για επαναβεβαίωση της προσωπικής ταυτότητας του «πιστού». Καλό και κακό, εκκοσμικευόμενα, αποσυνδέονται από το Υπερβατικό[21]. Οι αξίες που κυριαρχούν πλέον, είναι του υποκειμενισμού (που εναλλάσσεται με την τής κοινής γνώμης) και της υλικής ευημερίας τού «εδώ και τώρα»[22]· ο δε πλούτος και η ευημερία, ως γνωστό, συμβαδίζουν με τον ατομικισμό, στον οποίο η εκκοσμίκευση ανάγκασε τις προτεσταντικές εκκλησίες να καταφύγουν, ενώ, στη συνέχεια, ο ατομικισμός αυτός ―με την έμφασή του στις προσωπικές (πνευματικές) εμπειρίες― εξοβέλισε κάθε παραδοσιακή κοινότητα εταιρικού τύπου (Εκκλησία, γένος, οικογένεια). Έτσι, ο εκκοσμικευμένος Χριστιανός, «στρογγυλεύοντας» τα δόγματα, συμβιβάζει πολύ εύκολα και απλά ―χωρίς να γνωρίζει αλλά και χωρίς να ενδιαφέρεται να μάθει― τη δίαιτα με τη νηστεία, την ελαφρότητα και τους αστεϊσμούς με την λ.χ. Ακολουθία τής περιφοράς τού Επιταφίου, την κοινωνική επίδειξη με την «παρεύρεση» σε βάπτιση ή γάμο κ.ο.κ. Εκκοσμικευμένη Εκκλησία (όχι με την αρχαία διάκριση μεταξύ αστικού και μοναστικού βίου) σημαίνει τη ―χάριν όχι της σωτηρίας τού κόσμου, αλλά, στην πραγματικότητα, τής «σωτηρίας» ενός οικουμενιστικού χριστιανικού σχήματος[23]― ριζική επανερμηνεία τού Ευαγγελίου, η οποία φθάνει μέχρι τού σημείου να θεωρείται η «θάνατος-Θεού» θεολογία π.χ. ως ένα πολιτισμικό γεγονός[24]. Η Εκκλησία, αντί να προσλαμβάνει, μεταμορφώνει και «εκκλησιοποιεί» τον κόσμο, λειτουργώντας σαν ζύμη οσμωτικά μέσα του, αλλά και ταυτόχρονα δια-κριτικά, πλέοντας, όπως η κιβωτός τού Νώε, εν μέσω των κλυδωνίων τού βίου, συγχωνεύεται και αφομοιώνεται πλήρως από τον κόσμο, και τελικά καθίσταται ολόκληρη κόσμος, μολονότι, κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, «ο κόσμος εν τω πονηρώ κείται»[25]. Η εκκοσμικευμένη αυτή Θεολογία διαπνέεται από μια νόθα Εσχατολογία, που στη θέση, για παράδειγμα, τής Βασιλείας τού Θεού τοποθετεί τον επίγειο παράδεισο[26]· έτσι, αντί να εύχεται «έρχου Κύριε»[27] και «ελθέτω η Βασιλεία Σου»[28], λέει «Κύριε, μην έρχεσαι, είμαστε καλά», δηλ. αποξενώνει τού «εν ουρανώ» πολιτεύματος, αντί, κατά τον Αδελφόθεο Ιάκωβο[29] και την επιστολή προς Διόγνητον[30], να αποξενώνει τού κόσμου. Οι εκκοσμικευμένοι Χριστιανοί είναι οι Χριστιανοί τού Ντοστογιέφσκι, οι οποίοι, αν ο Χριστός ξαναρχόταν, θα Τον ξανασταύρωναν[31]. Με άλλα λόγια, εδώ «θεοποιείται» ο κόσμος (λ.χ. η παγκοσμιοποιημένη οικονομία, τα εθνικά κράτη, τα πολιτικά κόμματα κ.λπ.), τη στιγμή που αυτός ο σύγχρονος «προοδευτικός» άνθρωπος έχει, υποτίθεται, απο-ϊεροποιήσει και απο-δαιμονοποιήσει τη Φύση και καθετί το κτιστό. Το παράλογο αυτό τής εκκοσμικευμένης θεολογίας απολήγει αφενός στη σχετικοποίηση του κόσμου (πράγμα που ψυχολογικά φέρει τον άνθρωπο σε υπαρξιακή απόγνωση) και αφετέρου σε μια εγκοσμιοκρατική κατάφαση της ζωής[32], γεγονός που του καλλιεργεί το πνεύμα τού Προμηθεϊσμού. Η ορθόδοξη Εκκλησία, ως γνωστό, δεν αποσκορακίζει τον παρόντα κόσμο πλατωνικά ή γνωστικιστικά, αλλά και δεν εξαρτάται απ’ αυτόν, συσχηματιζόμενη με αυτόν[33], κατά το παράδειγμα του Ανιμισμού και της αρχαιοελληνικής θρησκείας· όπως οι πάροικοι και οι παρεπίδημοι, εισέρχεται και εξέρχεται του κόσμου, διατηρώντας την προφητική αυτοσυνειδησία της. Άρα, η Εκκλησία χρειάζεται τη στόφα τού κόσμου, προκειμένου σωτηριολογικά να του κομίσει το Ευαγγέλιο, να τον βαπτίσει, να τον καλέσει στο ευχαριστιακό δείπνο, να τον εξαγιάσει και να τον θεώσει[34].
Μήπως, όμως, η εκκοσμικευτική διαδικασία τής Εκκλησίας ιστορικά είναι ένα γεγονός αναπόφευκτο, λόγω τής προόδου, οπότε είναι κάτι το θετικό και δεν πρέπει να μιλάμε για κίνδυνο; Ως γνωστό, στο όνομα του Ανθρωπισμού, της ελευθερίας και της επιστημονικής έρευνας[35], που γέννησε κυρίως ο κλασσικός Ελληνισμός μέσω του ευρωπαϊκού Ουμανισμού[36], η πολιτισμική εξέλιξη της ανθρωπότητας διήλθε και διέρχεται ορισμένα εκκοσμικευτικά στάδια[37], μια σύγχρονη μορφή των οποίων ―χωρίς, βέβαια, να γνωρίζει κανείς την καταληκτική τους― γίνεται ορατή πλέον και στη χώρα μας, όπως, τηρουμένων των αναλογιών, και στη μουσουλμανική γείτονα, και μάλιστα εκεί εντονότερα, λόγω των πολιτικών πιέσεων[38].
Αλλά, πώς, ακριβέστερα, νοούνται αυτά τα «εκκοσμικευτικά στάδια»; Πρόκειται για μία εσωτερική κίνηση των ιδίων των εκκλησιών, ή για μία εξωτερική, επιβαλλόμενη (πότε πιο έμμεσα, πότε πιο δυναμικά), χειραγώγηση; Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου η εκκοσμικευτική κίνηση ξεκινά από μέσα (από τις ίδιες τις εκκλησίες) και περιπτώσεις, όπου η κίνηση αυτή ξεκινά απ’ έξω.
Πράγματι, κάποιες φορές, συνειδητά ή ασυνείδητα, συμβαίνει ―κατά έναν εκκοσμικευτικό τρόπο, που αργότερα, και για ποικίλους λόγους, μπορεί παραδόξως να φανεί αντι-εκκοσμικευτικός― μια ανανέωση εκ μέρους τής ιδίας τής Εκκλησίας, στο όνομα, είτε τής επιστημονικής/ορθολογιστικής, είτε τής θεολογικής/προφητικής, κάθαρσης της Παράδοσης. Τη δεκαετία τού 1830, εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανών, στο όνομα της αυθεντικής βίωσης του Ευαγγελίου, ξεχύθηκαν στους δρόμους, απαιτώντας από τις πρεσβυτεριανές εκκλησίες τους ανάληψη πρωτοβουλιών για την κατάργηση του θεσμού τής δουλοκτησίας και την παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων στις γυναίκες[39]. Στην περίπτωση αυτή, παρατηρούμε μία λαϊκή εκκοσμίκευση της ευαγγελικής Εκκλησίας, η οποία (εκκοσμίκευση) προήλθε από ενδοθρησκευτικές διαφωνίες και συγκρούσεις πάνω σε ζητήματα της τρέχουσας πραγματικότητας. Έτσι, και συγχρονικά, εντός μιας Εκκλησίας, για παράδειγμα, της ελλαδικής, μπορεί να δει κανείς να λειτουργούν ποικίλα επίπεδα εκκοσμίκευσης· με άλλα λόγια, οι πιο «προοδευτικοί» και εκσυγχρονιστές, φαντάζουν σκοταδιστές και φονταμενταλιστές από κάποιους «πεφωτισμένους», που, είτε πνευματικά, είτε κοινωνιολογικά, ίστανται εγγύτερα ή πιο μακριά από την Εκκλησία.
Από την άλλη μεριά, την πρωτοβουλία τής εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας μπορεί να αναλάβουν ορισμένοι κοινωνικοί και πολιτισμικοί παράγοντες, όπως, για παράδειγμα, η νεοτερικότητα[40] και η παγκοσμιοποίηση[41], η οποία, μέσω κοινωνικο-πολιτικών κινημάτων και κυρίως τής νεοεποχίτικης (βλ. Νεοπαγανισμός, Νεοουμανισμός κ.λπ.) και συγκρητιστικής λογοτεχνίας, προωθεί την ομογενοποίηση λαών ή προσώπων και τη λεγόμενη «κουλτούρα της ανεκτικότητας/επιτρεπτικότητας»[42].
Και πάλι, όμως, ερωτάται: η εκκοσμικευτική κίνηση αυτή αποβαίνει εν τέλει σε όφελος ή σε βάρος τής Εκκλησίας και της κοινωνίας (ή μόνο τής καθεμιάς από τις δύο); Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου ακόμα και μία εκκοσμίκευση, που ξεκίνησε από πολιτισμικούς παράγοντες, επαύξησε ―σε βάθος και πλάτος― τη θρησκευτική παράδοση, μέσα στην οποία αναπτύχθηκε[43].
Και αν η εκκοσμίκευση αυτή τής Εκκλησίας κινείται λ.χ. προς τον ατομικισμό, τον κοινοτισμό, τον πολιτιστικό εθνικισμό, τον ορθολογισμό, την επικοινωνιακή πολιτική ή την υψηλότερη δυνατή ηθικοποίηση και ψυχο-πνευματική «αύξηση» του κάθε πιστού προσωποκεντρικά, κατά πόσο κοινωνιολογικά όλα αυτά συνιστούν εκκοσμικευτικά μεγέθη, και κατά πόσο συνάδουν τελικά με το πνεύμα τής Ορθοδοξίας;
Όπως βλέπουμε, λοιπόν, δεν είναι καθόλου απλή η ερμηνεία τού φαινομένου τής εκκοσμίκευσης[44], αφού σε αυτήν εμπλέκονται παράγοντες από πολλούς και διαφορετικούς χώρους, όπως είναι η Φιλοσοφία τής Θρησκείας, η Κοινωνιολογία τής Θρησκείας και η Ψυχολογία τής Θρησκείας, πράγμα που, σε τελευταία ανάλυση, καθιστά αδύνατη ―στον περιορισμένο χώρο ενός άρθρου― μία πληρέστερη κάλυψη του υπό διερεύνηση θέματος.
Είναι αλήθεια ότι αυτό που ονομάζουμε κόσμο, αλλάζει και εξελίσσεται, οπότε και η λεγόμενη εκκοσμίκευση της Εκκλησίας μπορεί να μην αποτελεί μόνο μία εφέλκυσή της στο άρμα τού κόσμου, αλλά μια ―αναγκαία για να καταστεί το σχήμα βιώσιμο και εφικτό― παράλληλη πορεία αμφοτέρων προς τα εμπρός, λόγω ακριβώς τής καθολικής δράσεως της προόδου. Η εκκοσμίκευση δηλ. εδώ, ταυτισμένη με την υγιή πολιτισμική πρόοδο, δεν συνιστά κατ’ ανάγκη και κατ’ αρχήν κάτι το αρνητικό για την Εκκλησία, εφόσον ούτε την πίστη νοθεύει, άγοντας στο πνευματικό χάος, ούτε αναθάλπει τον σκεπτικισμό και την ανασφάλεια[45]. Έτσι, κάποιες σέκτες στην Αμερική, που εκκοσμικεύτηκαν και ενσωματώθηκαν στον οικείο πολιτισμό, μεταβλήθηκαν σε εκκλησίες[46]. Από την έποψη αυτή, και η Εκκλησία, ως σώμα πιστών συνεξελίσσεται με τον κόσμο[47]· και δεν εννοούμε με το ρήμα «συνεξελίσσεται» μία θετική πάντα, έτσι όπως την αντιμετωπίζει λ.χ. ο προοδευτισμός, αντίληψη, δεδομένου ότι η ιστορία των θρησκειών δεν κινείται πάντα κατά μια γραμμική εξέλιξη[48]. Η ίδια, άλλωστε, η ιστορική πορεία τού Προτεσταντισμού αποτελεί επ’ αυτού ένα καλό παράδειγμα. «Προοδευτικές» (αλλ’ όχι απαραίτητα και εκκοσμικευτικές) μορφές τού Προτεσταντισμού ή και άλλων χριστιανικών Ομολογιών δεν αποκλείουν, τουλάχιστον σε επίπεδο προθέσεων, μια βαθύτερη ―πνευματικότερη― βίωση της πίστεως.
Πάντως, μεταξύ εκκοσμικευτικού Αναγωγισμού και απαγωγικής Παραδοσιαρχίας ή Φονταμενταλισμού υπάρχει η επαγωγική επαν-ανακάλυψη της ορθόδοξης χριστιανικής Παράδοσης και πνευματικής εμπειρίας[49]. Όπως κατά κόρο σε σχετικά έργα και ανάλογα θεολογικά συνέδρια έχει τονισθεί, απαιτείται, σε κάθε ιστορική στιγμή, η προσεκτική τήρηση της χρυσής ισορροπίας μεταξύ ανανέωσης και Παράδοσης[50]. Το μέτρο, πιστεύουμε, μπορεί να το δώσει αυτός ο «χρυσοστομικός» απόστολος της Οικουμένης, Παύλος, και έχει να κάνει αφενός με την πιστή, όσο αφορά στο περιεχόμενο, διατήρηση της μέχρι την Πεντηκοστή παρακαταθήκης, και αφετέρου με την οικονομία, όσο αφορά στην έκφραση και τη μορφή[51]· ωστόσο, καμία συγκατάβαση και οικονομία δεν επιτρέπεται, ενόψει ενός ενδεχόμενου σκανδαλισμού τού «πλησίον» (που δεν θα πρέπει, βέβαια, να συγχέεται με το υπαρξιστικό σκάνδαλο τής πίστεως), εφόσον αυτό που προέχει, είναι η αγάπη. Να τι γράφει σχετικά ο Φώτης Κόντογλου: «Εκείνοι που θέλουν να χειραφετηθούν από την Παράδοσι για να φέρουν την Εκκλησία πιο σιμά στον κόσμο, αυτοί είναι ακριβώς, που ουσιαστικά την απομακρύνουν. Η Παράδοσις μας φανερώνει πως ο κόσμος μπορεί να σφραγισθή από το Πνεύμα. Η Αντιπαράδοσις μας δείχνει πως το Πνεύμα μπορεί να σκεπασθή από τον κόσμο. Όταν, λοιπόν, θεωρούν την Παράδοσι σαν ζάρωμα θρησκευτικό, σαν ολόπλευρα απόκοσμη, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να αποδεικνύουν ότι την αγνοούν και την παρεξηγούν…Γιατί αυτή είναι που παρουσιάζει σε όλες τις πτυχές της την ορθή και μόνη ευαγγελικά γνήσια επαφή με τον κόσμο»[52]. Αν δεν τηρηθεί αυτή η χρυσή ισορροπία, τότε τα μέλη τής Εκκλησίας κινδυνεύουν να διαβιούν είτε σε μια αιρετική και αλλοτριωμένη Εκκλησία, είτε σε μια μη καν Εκκλησία (μολονότι εξωτερικά μπορεί να φέρει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Εκκλησίας), γιατί για παντελώς ανύπαρκτη «Εκκλησία» (έστω και υπό τη μορφή ενός υποκατάστατου θρησκειακά μεγέθους) δεν μπορεί να γίνει λόγος, αφού αφενός η ίδια η κοινωνία δημιουργεί τη δική της «θρησκεία» και αφετέρου μια εκκοσμίκευση, που διαγνώστηκε κοινωνιολογικά, δεν μπορεί με βεβαιότητα να υποστηριχθεί ότι υφίσταται και σε προσωπικό θρησκειοψυχολογικά επίπεδο.
Όταν κανείς ομιλεί για κίνδυνο, για οποιονδήποτε κίνδυνο, κινδυνεύει να χαρακτηρισθεί ως κινδυνολόγος[53]. Υπάρχει, όντως, όμως, ένας τέτοιος κίνδυνος εδώ, εκκοσμίκευσης, είτε ολικής, είτε μερικής, της Εκκλησίας, ή απλά κινδυνολογούμε; Ας μη λησμονούμε ότι πρώτος αυτός ο Κύριος και έπειτα όλη η χορεία των Αποστόλων και Πατέρων τής Εκκλησίας, εξέθεσαν τους πολλούς και ποικίλους κινδύνους, που θα αντιμετωπίσουν τα μέλη και όχι, βέβαια, αυτός ο θεανθρώπινος οργανισμός τής Εκκλησίας, όπου «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής»[54]. Ιδιαίτερα, ο απόστολος των εθνών, Παύλος, προτρέπει να «γρηγορούμε», γιατί χωρίς τη δική μας συνέργεια, είναι δυνατόν να χαθούν ακόμα και ολόκληρες τοπικές εκκλησίες, όπως οι επτά αρχαίες εκκλησίες τής Αποκαλύψεως.
Το ερώτημα, πάντως, αυτό, για την πιθανή ή μη ύπαρξη κινδύνου εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας, έχει ήδη τεθεί από το 1966 στην Ευρώπη, μεταξύ άλλων, από τον John Bennett[55]. Η νηφάλια και αντικειμενική απάντηση εκ μέρους Ελλήνων και ξένων θεολόγων και ειδικών είναι ότι πράγματι αυτός ο κίνδυνος υφίσταται[56]. Να, για παράδειγμα, πώς τον περιγράφει ο Karl Heim: «Ζούμε σε μία εποχή, στην οποία σε όλες τις πολιτισμένες χώρες η πλημμύρα τού Säkularismus ανεβαίνει ολοένα και περισσότερο και το ποσοστό όσων ανήκουν σε κάποια εκκλησία, ακόμα και στις αγγλοσαξονικές χώρες, κατέρχεται διαρκώς. Εν μέσω τής ανερχόμενης αυτής πλημμύρας πλέει η κιβωτός τής Εκκλησίας. Η κιβωτός αυτή μοιάζει με πλοίο, στο κατάστρωμα του οποίου τελούνται γιορτές και ηχεί θαυμάσια μουσική, αλλά στα ύφαλά του υφίσταται ρήγμα, δια του οποίου εισρέουν τα νερά, έτσι ώστε το πλοίο από ώρα σε ώρα βυθίζεται διαρκώς, παρόλο που οι αντλίες του εργάζονται νυχθημερόν»[57].
Αλλά, ποια ορατά σημάδια προοιωνίζονται αυτήν την εκκοσμίκευση της Εκκλησίας; Πρώτον, η παναίρεση του Οικουμενισμού (και όχι, βέβαια, της οικουμενικότητας της Ορθοδοξίας) και η άμβλυνση του ορθόδοξου αισθητηρίου, δηλ. μια εθνο-θρησκευτική εκκοσμίκευση· σπάνια πλέον ακούγεται σήμερα δογματ(ολογ)ικό κήρυγμα[58] αντί των κοινωνικο-ηθικιστικών και πατριωτικών, ενώ, όπου αυτό ακούγεται, ακούγεται μονομερώς οπτιμιστικό[59] και αρκετά «στρογγυλεμένο». Δεύτερον, η σταδιακή αλλοίωση του περιεχομένου τής Ιεράς Παράδοσης: η θρησκειοποίηση και ιδιωτικοποίηση του Χριστιανισμού[60], μέσω των λεγομένων «διαμεσολαβητικών κοινωνιών» (δηλ. επαγγελματικών σωματείων), ως ένα είδος νέας, κατά τον E. Durkheim[61], εκκλησιολογίας[62], και ο «συμβιβασμός» της χριστιανικής Εκκλησίας με όλα τα σύγχρονα «είδωλα» του κόσμου τούτου[63] (απολαύσεις υλικών αγαθών, ανέσεις, ικανοποίηση σαρκικών ηδονών, κοσμικές δόξες και «επιτυχίες»)· η αναχώρηση, ακόμα και εντός ορθοδόξων ιερών Μονών, του ασκητικού και ησυχαστικού πνεύματος του Αναχωρητισμού, της κενώσεως, του πένθους, της μετανοίας, της κατανύξεως και των δακρύων, και γενικά τής «στενής και τεθλιμμένης οδού» τού Ευαγγελίου[64] και η αντικατάστασή του με μια ευδαιμονιστική αντίληψη παροχής ανέσεων τουριστικού τύπου, ή με κάποιους ακτιβιστικούς πειραματισμούς· η τυπολατρία, ο ευσεβισμός, ο θρησκευτικός αδιαφορισμός[65] (που, προσφυώς, έχει χαρακτηρισθεί ως η «θρησκευτικότητα του εκκοσμικευμένου»)[66], η εκκοσμίκευση της Παιδείας, οι απρόσωπες ενορίες[67], οι πολιτικοί γάμοι και κηδείες, οι καύσεις νεκρών, η παραθρησκεία και οι δεισιδαιμονίες (μαγεία, μαντεία, αστρολογία κ.λπ.), η μείωση του ποσοστού εκκλησιάσματος[68], των γεννήσεων και των επιπέδων ψυχοσωματικής υγείας των πιστών[69], και, αντίθετα, οι αποστασίες[70], η αύξηση των αιρέσεων, των αυτοκτονιών μεταξύ των Χριστιανών, των προγαμιαίων σχέσεων, των μεικτών γάμων, των διαζυγίων, των εκτρώσεων, της εγκληματικότητας, και, εν γένει, η κοσμική, αντιπατερική, αντιπαραδοσιακή και αντι-ιεροκανονική «γλώσσα» και συμπεριφορά ορισμένων σύγχρονων θεολόγων (κληρικών και λαϊκών)[71].
Πού οφείλεται όλη αυτή η επερχόμενη αλλαγή δομών και μεθόδων τής Εκκλησίας, με όλη την πνευματική σύγχυση και ταραχή, πού συνακολουθεί; Τους λόγους κοσμικοποίησης της Εκκλησίας μπορούμε να διαιρέσουμε σε εξωτερικούς και εσωτερικούς.
Οι περισσότεροι μελετητές τού φαινομένου συμφωνούν ότι ο κίνδυνος πλήρους εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας τού Χριστού οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στην ύπαρξη και δράση τού Προτεσταντισμού[72]. Ο ευρωπαϊκός και αμερικανικός Προτεσταντισμός, που κυριάρχησε στην πολιτική, τη βιομηχανία, το εμπόριο και την εκπαίδευση[73], υπονομεύει, με τον θεολογικό του πλουραλισμό και σχετικισμό, τον σωτηριολογικό του φιντεϊσμό[74] και τη θεολογική του γενικότερα πολιτισμική απορροφητικότητα, αυτήν την ίδια την προτεσταντική θρησκευτικότητα μέχρι τής τελικής της αυτοκατάλυσης[75]. Σύμφωνα με την ανάλυση του Wilson, ο Προτεσταντισμός απογυμνώνει τη χριστιανική Παράδοση από τα μυστικά και μυστηριακά της στοιχεία, κινούμενος σε έναν σχετικισμό και αγνωστικισμό[76], που, κατά τον Ernst Troeltsch, δημιουργεί τις συνθήκες τού θανάτου του[77]. Κατά τον Max Weber[78], το φαινόμενο της σύγχρονης εκκοσμίκευσης οφείλεται στην (καλβινική και πουριτανική) διαδικασία ξεχωρίσματος[79] του θρησκευτικού στοιχείου από το μη θρησκευτικό μέσα στην κοινωνική ζωή (βλ., για παράδειγμα, διεύρυνση του χάσματος μεταξύ τού Θείου και του «βέβηλου» ανθρώπινου, εξοβελισμός τού μυστηρίου από την καθημερινή θρησκευτικότητα και χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας) και συνεπώς ως ένα είδος «ανεξαρτητοποίησης» της θρησκευτικής «υπόθεσης», λόγω τού Ορθολογισμού και τής επιστημονικής υπερ-εξειδίκευσης[80]. Πράγματι, οι ίδιοι οι Προτεστάντες παραδέχονται ότι με τον εκκοσμικευμένο Χριστιανισμό δόθηκε η χαριστική βολή στον φιλελεύθερο Προτεσταντισμό[81]. Ειδικότερα, ο μεν Λουθηρανισμός είναι αυτός που διαχώρισε οξέως την πολιτεία τού κόσμου από την πολιτεία τού Θεού, αποσυνδέοντας την κοσμική από τη θρησκευτική ζωή[82], ο δε Καλβινισμός, αυτός που εξέλαβε τις έννοιες τής «ανάπτυξης» και της «επιτυχίας» ως τις ορατές αποδείξεις τής Θείας ευλογίας. Αλλ’ η συστηματική, θεολογικά, εκκοσμίκευση του Χριστιανισμού, μπορούμε να πούμε, ξεκίνησε από τον Friedrich Schleiermacher και συνεχίστηκε με όλη την προτεσταντική Μεταρρύθμιση[83]· αρκούμαστε να μνημονεύσουμε εδώ την απο-θεοποίηση της πίστης τού Max Horkheimer[84], τον «ά-θρησκο Χριστιανισμό» τού Dietrich Bonhoeffer, τη Διαλεκτική Θεολογία τού K. Barth, τη «χριστιανική κοσμικοποίηση» του Friedrich Gogarten[85] και γενικά όλο τον Κουλτουρπροτεσταντισμό[86].
Έπειτα, η βιομηχανοποίηση και η αστικοποίηση, μέσω τής τεχνολογίας, εισάγουν ―αν και όχι απόλυτα ή άμεσα― σε μια εξορθολογιστική θεώρηση της ζωής, που έχει σαν αποτέλεσμα την αποβολή τού μυστηρίου και του υπερφυσικού (βλ. Αγνωστικισμός, Αθεΐα[87], Μηδενισμός[88] και διάφορες κοινωνικές Ουτοπίες[89]), και την υποκατάστασή[90] τους με ημι-θρησκευτικούς τακτικισμούς και τη λεγόμενη «νέα θρησκευτικότητα»[91], η οποία, σε τελευταία ανάλυση, μπορεί να είναι ακόμα και αυτή η «κοινή θρησκεία» τού Μαμωνά, που περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, ανθεί σήμερα στην Αμερική· μάλιστα δε, οι τρεις «θρησκείες τής Δημοκρατίας» (Ιουδαϊσμός, Ρωμαιοκαθολικισμός και Προτεσταντισμός), όπως έχουν αποκληθεί, όντας ανοιχτές στον πολιτισμό και την κοινωνία[92], τείνουν να αφομοιωθούν από τις αξίες αυτές τού αμερικανικού τρόπου ζωής[93]. Γιατί, αν η πολυφωνία και ο πλουραλισμός, ιδίως κάτω από την επίδραση της «Οικουμενικής Κινήσεως»[94], υποδηλώνουν έναν κάποιο σχετικισμό και μια εκκλησιαστική «ενοθεΐα», που καθιστά τη θρησκεία ιδιωτική υπόθεση[95], ο θρησκευτικός πλουραλισμός αναπόφευκτα οδηγεί στην εκκοσμίκευση[96]. Ενώ δηλ. τα πρώτα χρόνια οι θρησκευτικές ιδέες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του αμερικανικού ονείρου, σήμερα οι κοσμικές αυτές ιδέες τού Αμερικανισμού διαποτίζουν, με τη σειρά τους, τον αμερικανικό Προτεσταντισμό[97], φλερτάροντας με την παλαιοδιαθηκική «ανάγνωση» του Ιουδαϊσμού[98]. Έτσι, εξηγείται το παράδοξο πώς η Αμερική, μία προηγμένη κοινωνικο-οικονομικά χώρα, να είναι, σε αντίθεση λ.χ. με την Ανατολική Γερμανία[99], η πιο θρησκευόμενη στον κόσμο, και ταυτόχρονα η πιο εκκοσμικευμένη[100]. Στην περίπτωση, βέβαια, της αμερικανικής θρησκευτικότητας, έχουμε να κάνουμε με μια μετάλλαξη από το ευρωπαϊκό εξωτερικό είδος εκκοσμίκευσης προς το αμερικανικό είδος εσωτερικής εκκοσμίκευσης, δηλ. την εσωτερίκευση της συμβολικής πραγματικότητας της παραδοσιακής Εκκλησίας[101].
Ακόμα, για την εκκοσμίκευση ευθύνονται κάποιες επιστημονικές ή επιστημονικοφανείς θεωρίες, όπως ο Δαρβινισμός, ο συμβολικός ρεαλισμός, ο λογικός Θετικισμός, ο Αναγωγισμός, η απομύθευση κ.λπ.
Εξάλλου, την εκκοσμίκευση του Χριστιανισμού υπηρετούν, κυρίως μέσω τής λογοτεχνίας (βλ. Harry Potter)[102], νεοεποχιτικές[103], νεοπαγανιστικές[104], νεο-ουμανιστικές, φυσιολατρικές[105] και συγκρητιστικές[106] θρησκειακά και πολιτισμικά ιδέες και αντιλήψεις, ζυμωμένες μέσα σε ανάλογες πολιτικές και κοινωνιστικές ιδεολογίες, οι οποίες όμως, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, περνούν στον χριστιανικό κόσμο και τους πνευματικούς τους ταγούς μέσω είτε λ.χ. ρωμαιοκαθολικών χαρισματικών ομάδων, είτε τού Προτεσταντισμού.
Ποιος είναι πίσω από όλες αυτές τις τάσεις και τα κινήματα ο κυριότερος λόγος, που επικαλούνται; Η βαθύτερη και πλατύτερη επικοινωνία και ομογενοποίηση προσώπων και λαών. Και ποιος το επιβάλλει αυτό; Η περίφημη παγκοσμιοποίηση και η ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ.
Ας δούμε τώρα και τους εσωτερικούς λόγους τής εκκοσμίκευσης. Τέτοιοι λόγοι, για παράδειγμα, είναι: η θεολογική άγνοια, η ημιμάθεια, η σύγχυση ή και η αποτυχία βίωσης της ορθό-δοξης Πίστης, που διακρίνει χωρίς να διαχωρίζει το κτιστό από το άκτιστο[107]. Τέλος, προς την εκκοσμικευτική κατεύθυνση της Εκκλησίας λειτουργούν ορισμένες προσωπικές (οικογένεια, φιλίες κ.λπ.) προκαταλήψεις (λ.χ. εγωισμός[108] και άλλα πάθη[109]) αλλά και ιδεολογικοποιήσεις, κοινωνικοποιήσεις και πολιτικοποιήσεις τού Χριστιανισμού[110].
Μπροστά, λοιπόν, στον εμφανή αυτόν κίνδυνο εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας, που τώρα προβάλλει πολύ πιο σοβαρός από ό,τι στο παρελθόν, επιβάλλεται ως Ορθόδοξοι Θεολόγοι να λάβουμε ορισμένα μέτρα.
- Θερμότερη προσευχή στην παναγία Τριάδα για ανάσχεση και αποτροπή τού εκκοσμικευτικού ρεύματος, και επίκληση των πρεσβειών, ιδιαίτερα των Αγίων εκείνων που αγωνίστηκαν γενναία στην εποχή τους εναντίον παρόμοιων κινδύνων, αναδειχθέντες μάρτυρες και ομολογητές.
- Πνευματική αφύπνιση, βαθιά μελέτη και κριτική, εκ μέρους ιδίως των θεολόγων και θεολογούντων, κάθε γραπτού ή προφορικού θρησκευτικού και θεολογικού λόγου, με βάση τη «συμφωνία των Πατέρων» και τον «Κανόνα τής Πίστεως».
- Αναζωπύρωση του ποιμαντικού έργου τής Εκκλησίας με οργανωμένη (και όχι περιστασιακή ή σποράδην) κατήχηση του λαού, κυρίως μέσω ιδίου τηλεοπτικού σταθμού τής Εκκλησίας τής Ελλάδος,
- Συνεργασία, και όχι αντιπαράθεση, μεταξύ των θύραθεν επιστημών και της Εκκλησίας. Τούτο, για παράδειγμα, μπορεί να πραγματοποιηθεί, όταν τα ίδια τα μέσα (π.χ. οι ιδέες τής ελευθερίας, του ανθρωπισμού, του ατομισμού, της ισότητας, της αδελφότητας, της δικαιοσύνης και τα αντιπολεμικά, φιλειρηνικά, ακτιβιστικά και οικολογικά κινήματα κ.λπ.)[111], που χρησιμοποιεί αποδομητικά η σύγχρονη εκκοσμίκευση, τα αξιοποιήσουμε με πρίσμα την ορθόδοξη χριστιανική Θεολογία. Ο γνωστός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Toronto Gregory Baum γράφει ότι, σε αντίθεση με το πρόσφατο παρελθόν, οι Κοινωνιολόγοι τής Θρησκείας αναγνωρίζουν τον κοινωνικό χαρακτήρα τού Ευαγγελίου, απο-ιδιωτικοποιώντας το χριστιανικό μήνυμα[112]. Κατά τον ίδιο τρόπο η Βασιλεία τού Θεού δεν θα πρέπει να νοείται ως δικτατορία, αλλ’ ως τριαδική κοινωνία ομοούσιων προσώπων. Ομοίως, μεταξύ δοκητικής ανθρωπότητας και μονοφυσιτικής θειότητας του προσώπου τού Χριστού θα πρέπει να τονισθεί η θεανθρωπότητά Του. Έπειτα, μεταξύ μιας αόρατης/«ελιτιστικής» (ή και κοινωνιστικής/φολκλορικής) και μιας ιεροκρατικής αντιλήψεως της Εκκλησίας θα πρέπει να επιμείνουμε στην ενοποιό (μεταξύ Θεού και σύμπασας της ανθρωπότητας) διαπροσωπικά διάστασή της. Με αυτό το πρίσμα, η Θεία Ευχαριστία θα πρέπει να κατανοείται όχι ως μια τελετουργία, αλλ’ ως οντολογική βρώση και πόση τής ψυχοσωματικής μας ύπαρξης. Ακόμα, η αρχαιοελληνική φυγή εκ τού κόσμου και το Επικούρειο «λάθε βιώσας» μπορούν και πρέπει να κατανοηθούν χριστιανικά όχι ως μια επιθυμία τού ανθρώπου για απομάκρυνσή του από τον κόσμο, αλλ’ ως αποταγή[113] τού κοσμικού φρονήματος οπουδήποτε αυτό απαντάται.
[1] Η. Α. Βουλγαράκη, Χριστιανισμός και κόσμος, Αθήνα 1993, σ. 68.
[2] A. Schmemann, For the life of the world, St. Vladimir’s Seminary Press, 1973, p. 112.
[3] Πρβλ. Αρχιμ. Χ. Μαϊδώνη, «Η αίρεση της εκκοσμίκευσης», Διαλογοσ 28 (2002) 11-12.
[4] W. Herberg, “Religion in a Secularized Society”, in: J. Brothers (Ed.), Readings in the Sociology of Religion, Pergamon Press 1967, p. 203.
[5] Μ. Λ. Φαράντου, Δογματική, ΙΙ, 1, Α’-Β’, Αθήναι 1977, σ. 321, 362.
[6] Πρβλ. Α. Β. Νικολαΐδη, Κριτική Θεολογία, Αθήνα 2002, σ. 27 εξ.
[7] G. Fotev, Kriza na legitimostta, Sofija 1999, σ. 78- 79, Παπυροσ Λαρουσ Μπριτταννικα Εγκυκλοπαιδεια (ΠΛΜ) 22 (1997) 231. Πρβλ. H. Lubbe, Sakularisierung, Freiburg 1965, J. Seguy, “Religion, Modernité, Secularisation”, Arch. Sc. Soc. Des Rel. 61/2 (1986) 175-185, J. K. Hadden & A. Shupe (Eds.), Secularization and Fundamentalism Reconsidered: Religion and the Political Order, Vol. III, New York: Paragon 1989, Μ. Μπέγζου, Ελευθερία ή Θρησκεία; Αθήνα 1991, του ιδίου, Φιλοσοφική Ανθρωπολογία τής Θρησκείας, Αθήνα 1994 (1996), του ιδίου, Φαινομενολογία τής Θρησκείας, Αθήνα 1995 (1999), του ιδίου, Νεοελληνική Φιλοσοφία τής Θρησκείας, Αθήνα 1998, S. Bruce (Ed.), Religion and Modernization. Sociologists and Historians Debate the Secularization Thesis, Oxford: Clarendon Press, 1992, R. L. Brett, Faith and Doubt. Religion and Secularization in Literature from Wordsworth to Larkin, Cambridge: James Clarke 1997, Φ. Τερζάκη, Μελέτες για το Ιερό, Αθήνα 1997, του ιδίου, Ανορθολογισμός, Φονταμενταλισμός και θρησκευτική αναβίωση, Αθήνα 1998, E. Norman, Secularization, New Century Theology, London & New York: Continuum 2002, Ν. Η. Παπαγεωργίου, «Θρησκευτική Πίστη καί Μετανεωτερικότητα», ΕΕΘΣΠΘ 13 (2003) 267-276.
[8] M. Scheler, “Uber die positivistische Geschichtsphilosophie des Wissens”, Schriften zur Soziologie und Weltanschauungslehre, 2nd ed., Franke Verlag, Bern, 1963, and Ressentiment, Free Press, New York, 1961.
[9] G. Baum, Religion and Alienation: A Theological Reading of Sociology, Paulist Press, New York/Paramus/Toronto 1975, p. 140.
[10] J. Wach, Sociology of Religion, The University of Chicago Press, Chicago & London 1944, 1971, p. 274, Α. Β. Νικολαΐδη, Κριτική Θεολογία, Αθήνα 2002, σ. 39.
[11] Πρβλ. G. Vahanian, The Death of God, The Culture of our post-Christian era, N. York 1961, όπου αναφέρεται: «Η εκκοσμίκευση, την οποία ζούμε στη μετα-χριστιανική εποχή μας, είναι η συνύπαρξη δυο παραγόντων: τής κοσμικοποίησης του Χριστιανισμού και της δίδυμης αδελφής της, ήτοι τής απο-ιεροποίησης του κόσμου». Πρβλ. Μ. Κ. Μακράκη, Εμμένεια και υπέρβαση στη φιλοσοφία τού Kierkegaard, ΑΘΗΝΑΙ 1983.
[12] A. Richardson, “Secular, Secularization”, in: A. Richardson (Ed.), A Dictionary of Christian Theology, SCM Press LTD 19775, pp. 310-311, M. Argyle, Psychology and Religion: An Introduction, Rout ledge, London & New York, 2000, 2004 (repr.), p. 215. Πρβλ. A. Macintyre, Secularization and Moral Change, 1967
[13] Α. Β. Νικολαΐδη, Κριτική Θεολογία, Αθήνα 2002, σ. 30
[14] Α. Κ. Παπαντωνίου, «Αδιαφορισμός θρησκευτικός», ΠΛΜ 2 (1997) 336.
[15] K. I. Pargament, The Psychology of Religion and Coping, The Guilford Press, New York – London, 1997, p. 354.
[16] E. Zerubavel, The fine line: Making distinctions in everyday life, New York: Free Press, 1991, R. L. Collins, S. E. Taylor & L. A. Skokan, “A better world or a shattered vision? Changes in life perspectives following victimization”, in: Social Cognition 8 (1990) 263-285, P. W. Linville, “Self-complexity as a cognitive buffer against stress-related illness and depression”, Journal of Personality and Social Psychology 52 (1987) 663-676, K. I. Pargament, The Psychology of Religion and Coping, The Guilford Press, New York – London 1997, p. 342 εξ.
[17] Πρβλ. Ι. Κουρεμπελέ, «Η δημιουργία τῆς μίας Ἐκκλησίας καί ἡ πολίτευση τοῦ κόσμου», Γρηγοριοσ ο Παλαμασ 764 (1996) 647 εξ.
[18] Β. Μουστάκη, «Κόσμος», ΘΗΕ 7 (1965) 914-918.
[19] G. Stojanov, «Εκκοσμίκευση ή νέα θρησκευτικότητα», Θεοδρομια 4 (2002) 547.
[20] M. Horkheimer, “Zur Kritik der instrumentellen Vernunft”, A. Schmidt/G. S. Noerr (Hrsg.), Max Horkheimer, Gesammelte Schriften, Bd. 6, 392.
[21] H. Jansen, “Harry Potter and the problem of evil”, Studies in Interreligious Dialogue, 13/1 (2003) 70-85.
[22] M. Argyle, Psychology and Religion: An Introduction, Rout ledge, London & New York, 2000, 2004 (repr.), p. 215.
[23] B. R. Wilson, “Religion in Secular Society” (“Conclusion”, Religion in Secular Society, Watts, 1966, pp. 221-233), in: R. Robertson (Ed.), Sociology of Religion, New York: Penguin Books Ltd, 1976 (repr.), p. 155.
[24] A. Richardson, “Secular, Secularization”, in: A. Richardson (Ed.), A Dictionary of Christian Theology, SCM Press LTD 19775, pp. 310.
[26] Γ. Ι. Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία τού Χριστιανισμού, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 161-162.
[28] Ματθ. 6, 10, Λουκ. 11, 2.
[29] Ιακ. 4, 4: «ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν· ὅς ἄν οὖν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται».
[30] 5, 5, MPG 2, 1167-1186, ed. H.-I. Marrou, Sources chrétiennes 33, (Paris, 1965) 52-84.
[31] Αρχιμ. Χ. Μαϊδώνη, «Η αίρεση της εκκοσμίκευσης», Διαλογοσ 28 (2002) 12.
[32] Μ. Λ. Φαράντου, Δογματική, ΙΙ, 1, Γ’, Αθήναι 1977, σ. 816 εξ.
[33] Γ. Ι. Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία τού Χριστιανισμού, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 98.
[34] Οι θεολογικές έννοιες τού εξ-αγιασμού και της θέωσης, όπως είναι φυσικό, κατανοούνται διαφορετικά από την καθεμιά χριστιανική Ομολογία. Για περισσότερα βλ. W. P. Alston, Divine Nature and Human Language: Essays in Philosophical Theology, Cornell University Press, Ithaca and London 1989, p. 223 εξ. Πρβλ. J. S. Rhee, Secularization and Sanctification. A Study of Karl Barth’s Doctrine of Sanctification and its Contextual Application to the Korean Church, Amsterdam: VU University Press, 1994.
[35] W. R. Cross, The burned-over district: The social and intellectual history of enthusiastic religion in western New York, 1800-1850, Ithaca: Cornell University Press, 1950, p. 278.
[36] J. Macquarrie, New Directions in Theology Today, Vol. III: “God and Secularity”, London: Lutterworth Press, 1968, p. 53 εξ.
[37] G. Vetter, Magic and Religion: Their Psychological Nature, Origin, and Function, New York: Philosophical Library, 1958, p. 141 εξ.
[38] Βλ. A. Bardakoglu, “`Moderate perception of Islam’ and the Turkish model of the Diyanet: the president’s statement”, Journal of Muslim Minority Affairs 24/2 (2004) 243-258.
[39] M. P. Young & S. M. Cherry, “The Secularization of Confessional Protests: The Role of Religious Processes of Rationalization and Differentiation”, in: Journal for the Scientific Study of Religion 44/4 (2005) 373-395.
[40] J. A. Ingram, «Modern and Postmodern Issues in Christian Psychology», Journal of Psychology and Theology 25/3 (1997) 316, Ν. Η. Παπαγεωργίου, «Θρησκευτική Πίστη καί Μετανεωτερικότητα», ΕΕΘΣΠΘ 13 (2003) 267-276.
[41] Α. Γ. Κάρμη, «Παγκοσμιοποίηση – παγκοσμιότητα: Προτάσεις ὀρθοδόξου χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας καί κοινωνιολογίας», ΕΕΘΣΠΑ 36 (2001) 879-952, Κ. Ι. Μπελέζου, «Παγκοσμιοποίηση καί Καινή Κτίση», ΕΕΘΣΠΑ 38 (2003) 497-520. Πρβλ. U. Beck, Τι είναι παγκοσμιοποίηση;, μτφρ. Γ. Παυλόπουλου, εκδ. Καστανιωτη, Αθήνα 1998, Κ. Βεργόπουλου, Παγκοσμιοποίηση, η μεγάλη χίμαιρα, Αθήνα 1999, Τζων Γκρέϊ, Απατηλή αυγή. Οι αυταπάτες τού παγκόσμιου καπιταλισμού, μτφρ. Θ. Χατζόπουλου, εκδ. Πολισ, Αθήνα 1999, Ιγνάσιο Ραμονέ, Γεωπολιτική τού Χάους, μτφρ. Ελ. Τσερεζόλε, εκδ. Πολισ, Αθήνα 20003, Τόμας Λ. Φρίντμαν, Το Lexus και η ελιά. Τι είναι η παγκοσμιοποίηση, μτφρ. Ερ. Μπαρτζινόπουλου, εκδ. Ωκεανιδα, Αθήνα 2000.
[42] Πρβλ. Μάϊκλ Ουόλζερ, Περί ανεκτικότητας, μτφρ. Κ. Μανδελάκη, εκδ. Καστανιωτη, Αθήνα 1998.
[43] M. P. Young & S. M. Cherry, “The Secularization of Confessional Protests: The Role of Religious Processes of Rationalization and Differentiation”, in: Journal for the Scientific Study of Religion 44/4 (2005) 373-395.
[44] Πρβλ. D. Martin, A General Theory of Secularization, New York: Harper and Row, 1978.
[45] K. I. Pargament, The Psychology of Religion and Coping, The Guilford Press, New York – London, 1997, p. 354. Πρβλ. D. N. McIntosh, M. R. Inglehart & R. Pacini, Flexible and central religious belief systems and adjustment to college (paper presented at the meeting of the Midwestern Psychological Association), Chicago, IL, 1990.
[46] B. Spilka, R. W. Hood, Jr., B. Hunsberger & R. Gorsuch, The Psychology of Religion – an empirical approach, New York – London: The Guilford Press, 20033, p. 380.
[47] R. Gill, “Sociology Assessing Theology”, 1981, in: R. Gill (Ed.), Theology and Sociology: A Reader, London: Paulist Press 1987, p. 148.
[48] G. Richard, “Dogmatic atheism in the sociology of religion”, in: W. S. F. Pickering (Ed.), Durkheim on Religion: A selection of readings with bibliographies and introductory remarks, London & Boston: Routledge & Kegan Paul 1975, p. 235, T. Luckmann, “The Decline of Church-Oriented Religion” (The Invisible Religion, Macmillan, 1967, pp. 28-37), in: R. Robertson (Ed.), Sociology of Religion, New York: Penguin Books Ltd, 1976 (repr.), p. 148.
[49] Πρβλ. P. L. Berger, The heretical imperative: Contemporary possibilities of religious affirmation, Garden City, NY: Doubleday, 1979, p. 58 ἑξ.
[50] Πρβλ. Κ. Καβαρνού, Η Ορθόδοξος Παράδοσις και ο Συγχρονισμός, Αθήναι 1971.
[51] Γ. Ι. Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία τού Χριστιανισμού, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 91, 98.
[52] Αρχιμ. Σ. Σαράντου, «Παράδοση - Εκκοσμίκευση», Θεοδρομια 3 (2003) 345.
[53] π. Θ. Ζήση, «Κινδυνεύει τώρα σοβαρά η Ορθοδοξία», Θεοδρομια 1 (2007) 89.
[55] J. Bennett, “The Church and the Secular“, in: Christianity and Crisis, Vol. XXVI/22 (1966) 296.
[56] Β. Μουστάκη, «Ἐκκλησία καί κόσμος», ΘΗΕ 12 (1968) 684-686.
[57] K. Heim, Der christliche Gottesglaube und die Naturwissenschaft, IV, 1, 1949, S. 24.
[58] Γ. Ι. Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία τού Χριστιανισμού, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 185.
[59] Σύμφωνα με πολλούς ειδήμονες, ἡ διαμαρτύρηση του M. Λούθηρου οφειλόταν εν μέρει στην κατάθλιψη από την οποία υπέφερε [E. Η. Erikson, Young Man Luther: A Study in Psychoanalysis and History, New York: W. W. Norton, 1958]· βλ. R. E. Hopson & K. Openlander, “Protestantism and Religious Experience”, p. 58, in: R. W. Hood (Ed.), Handbook of Religious Experience, Religious Education Press, Birmingham, Alabama 1995, pp. 49-71.
[60] Α. Β. Νικολαΐδη, Κριτική Θεολογία, Αθήνα 2002, σ. 37.
[61] Πρβλ. Α. Β. Νικολαΐδη, Η διαλεκτική ιερότητας και κοινωνικότητας στο έργο τού Emile Durkheim, Αθήνα 2002.
[62] É. Durkheim, Suicide, Free Press, New York, 1968, pp. 378-384. Πρβλ. R. Nisbet, The Sociological Tradition, Basic Books, New York, 1966, pp. 155-158.
[63] Ι. Κορναράκη, Η Θεία Λειτουργία τής Υπάρξεως, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 97 εξ., Α. Β. Νικολαΐδη, Κριτική Θεολογία, Αθήνα 2002, σ. 35.
[64] Πρβλ. Β. Μουστάκη, «Κόσμος», ΘΗΕ 7 (1965) 914-918, Μ. Λ. Φαράντου, «Ἡ `εὐρεῖα’ καί ἡ `στενή’ ὁδός τῆς ζωῆς», ΕΕΘΣΠΑ 37 (2002) 251-269.
[65] Α. Β. Νικολαΐδη, Κριτική Θεολογία, Αθήνα 2002, σ. 28, 43.
[66] Α. Κ. Παπαντωνίου, «Αδιαφορισμός θρησκευτικός», ΠΛΜ 2 (1997) 336.
[67] Γ. Ι. Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία τού Χριστιανισμού, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 91, 98.
[68] Οι Έλληνες ορθόδοξοι εκκλησιάζονται λιγότερο από τους πιστούς άλλων θρησκειών ή δογμάτων [βλ. K. Ware, “The Church: A time of transition”, in: R. Clogg (επιμ.), Greece in the 1980s, London: Macmillan, pp. 208-230, D. Martin, A General Theory of Secularization, New York: Harper and Row, 1978, p. 277].
[69] M. Argyle, Psychology and Religion: An Introduction, Rout ledge, London & New York, 2000, 2004 (repr.), p. 217.
[70] B. Spilka, R. W. Hood, Jr., B. Hunsberger & R. Gorsuch, The Psychology of Religion – an empirical approach, New York – London: The Guilford Press, 20033, pp. 347-348.
[71] Για την εκκοσμίκευση της Ποιμαντικής βλ. Α. Βαρριά, Η Ποιμαντική τού «περιθωρίου», τ. Ι. «Περιθωριακότητα καί Ἐκκλησία», Θεσσαλονίκη 2004, σ. 421-422. Πρβλ. Αρχιμ. Χ. Μαϊδώνη, «Η αίρεση της εκκοσμίκευσης», Διαλογοσ 28 (2002) 12: «Κληρικοί και λαϊκοί άγευστοι της ορθοδόξου πνευματικότητος μετατρέπουμε την Εκκλησία σε ανθρώπινο οργανισμό, ταμείο κοινωνικής πρόνοιας, πολιτικό δραστήριο γραφείο, που δίνει συνεχώς συνεντεύξεις κάνοντας δηλώσεις επί παντός επιστητού, χαμογελώντας προς πάντας…».
[72] J. Wach, Sociology of Religion, The University of Chicago Press, Chicago & London 1944, 1971, p. 274, Th. Luckmann, Das Problem der Religion in der modernen Gesellschaft, Freiburg 1963, S. 65, 68, τοῦ ἰδίου, “The Decline of Church-Oriented Religion” (The Invisible Religion, Macmillan, 1967, pp. 28-37), in: R. Robertson (Ed.), Sociology of Religion, New York: Penguin Books Ltd, 1976 (repr.), p. 149, B. Wilson, Religion Is Secular Society, Pelican Books, London 1969, p. 42 εξ. Ο M. Weber, μάλιστα, είχε κάνει λόγο για «εκκοσμίκευση κάθε πτυχής τής ζωής μέσω τού Προτεσταντισμού» (βλ. Α. Β. Νικολαΐδη, Κριτική Θεολογία, Αθήνα 2002, σ. 38). Ανατρέποντας ο Προτεσταντισμός το σύμβολο (την εκκλησιαστική Παράδοση, τα δόγματα, τα μυστήρια και το τελετουργικό), άφησε τον άνθρωπο μόνο του απέναντι στον Θεό, χωρίς κανένα «τείχος» και προστασία, εκτεθειμένο στις εσωτερικές του δυνάμεις, αδυναμίες, πάθη (πρβλ. αμαρτίες) και βιώματα, τα οποία τώρα έπρεπε να «καταλύσει» μόνος του [C. Jung, Psychology and Religion: West and East, transl. by R. F. C. Hull, Bollinger Series XX, New York: Pantheon Books 1958, pp. 21, 48].
[73] J. D. Hunter, American evangelicalism: Conservative religion and the quandary of modernity, New Brunswick, NJ: Rutgers University Press, 1983, p. 25.
[74] Κατά τον W. James (The varieties of religious experiences, 1902, New York: Macmillan 1961, p. 100), Λούθηρος και Wesley στην ερώτηση «τι θα πρέπει να κάνω για να σωθώ» απαντούν: «Είσαι ήδη σωσμένος, αν το θέλεις, αρκεί μόνο να το πιστέψεις». Σύμφωνα με τον P. Tillich [The courage to be, New Haven, CT: Yale University Press 1952, The Protestant era, transl. by J. Adams, Chicago: University of Chicago Press 1957], ἡ λουθηρανική αυτή δικαίωση μέσω μόνο τής πίστεως στον Θεό ―ἡ οποία όμως δεν συνιστά, κατά τον Τillich, ασφάλεια, αλλ’ ανασφάλεια και ρίσκο, αφού, σύμφωνα με τον C. Jung (Psychology and Religion, 1958, p. 48), χωρίς την εκκλησιαστική αυθεντία, ὁ πιστός δεν μπορεί να είναι βέβαιος ποτέ για τη σωτηρία του― αποτελεί, ἤ τουλάχιστον έτσι θεωρήθηκε από τον Λούθηρο, απάντηση στο άγχος, τη δυσαρέσκεια και την ανασφάλεια (πού προέρχονται από την αδυναμία τής ανθρώπινης φύσης να διορθώσει μόνη της τα λάθη και τις αποτυχίες της), καταστάσεις οριακές και αναπόφευκτες του ανθρώπινου βίου.
[75] G. Baum, Religion and Alienation: A Theological Reading of Sociology, Paulist Press, New York/Paramus/Toronto 1975, pp. 150-151, M. P. Young & S. M. Cherry, “The Secularization of Confessional Protests: The Role of Religious Processes of Rationalization and Differentiation”, in: Journal for the Scientific Study of Religion 44/4 (2005) 377.
[76] B. Wilson, Religion Is Secular Society, Pelican Books, London 1969, p. 42 εξ. Πρβλ. G. Baum, Religion and Alienation: A Theological Reading of Sociology, Paulist Press, New York/Paramus/Toronto 1975, p. 153.
[77] Από: G. Baum, Religion and Alienation: A Theological Reading of Sociology, Paulist Press, New York/Paramus/Toronto 1975, p. 153.
[78] Βλ. M. Weber, “Religious Rejections of the World and their Directions”, 1946, in: H. H. Gerth & C. W. Mills (Eds.), M. Weber, Essays in Sociology, New York: Oxford University Press, pp. 323-359.
[79] Για περισσότερα βλ. M. P. Young & S. M. Cherry, “The Secularization of Confessional Protests: The Role of Religious Processes of Rationalization and Differentiation”, in: Journal for the Scientific Study of Religion 44/4 (2005) 373-395.
[80] T. Parsons, “Christianity and Modern Industrial Society”, in: L. Schneider (Ed.), Religion, Culture and Society, John Wiley & Sons, New York, 1964, pp. 273-298, Ν. Α. Ματσούκα, Ο Προτεσταντισμός, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 31 εξ.
[81] A. Richardson, “Secular, Secularization”, in: A. Richardson (Ed.), A Dictionary of Christian Theology, SCM Press LTD 19775, p. 310, J. D. Hunter, American evangelicalism: Conservative religion and the quandary of modernity, New Brunswick, NJ: Rutgers University Press, 1983, p. 18.
[82] Α. Β. Νικολαΐδη, Κριτική Θεολογία, Αθήνα 2002, σ. 34.
[83] T. Luckmann, “The Decline of Church-Oriented Religion” (The Invisible Religion, Macmillan, 1967, pp. 28-37), in: R. Robertson (Ed.), Sociology of Religion, New York: Penguin Books Ltd, 1976 (repr.), p. 149.
[84] Α. Β. Νικολαΐδη, «Κριτική Θεωρία» και Κοινωνική Λειτουργία τής Θρησκείας, Αθήνα 1998, σ. 100.
[85] C. Michalson, “Secularism”, in: J. Macquarrie & J. Childress (Eds), A New Dictionary of Christian Ethics, SCM Press LTD 1967, The Westminster Press 1986, pp. 567-568. Πρβλ. Μ. Λ. Φαράντου, Δογματική, ΙΙ, 1, Α’-Β΄, Αθήναι 1977, σ. 345 εξ.
[86] Α. Β. Νικολαΐδη, Κριτική Θεολογία, Αθήνα 2002, σ. 34-35.
[87] Α. Β. Νικολαΐδη, όπ. π., σ. 41.
[88] A. Richardson, “Secularism”, in: A. Richardson (Ed.), A Dictionary of Christian Theology, SCM Press LTD 19775, p. 311, M. Argyle, Psychology and Religion: An Introduction, Rout ledge, London & New York, 2000, 2004 (repr.), p. 219.
[89] Γ. Ι. Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία τού Χριστιανισμού, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 147-148.
[90] Για τα θρησκευτικά υποκατάστατα βλ. É. Durkheim, Les Formes élémentaires de la vie religieuse, PUF, Paris 1998, p. 295.
[91] G. Stojanov, «Εκκοσμίκευση ή νέα θρησκευτικότητα», Θεοδρομια 4 (2002) 548 εξ., P. L. Berger, “Globalization and religion”, Hedgehog Review 4/2 (2002) 9-10: “Our age is not an age of secularization. On the contrary, it is an age of exuberant religiosity, much of it in the form of passionate movements with global outreach”.
[92] G. Baum, Religion and Alienation: A Theological Reading of Sociology, Paulist Press, New York/Paramus/Toronto 1975, p. 149.
[93] W. Herberg, Catholic, Protestant, Jew, Doubleday, New York, 1955, του ιδίου, “Religion in a Secularized Society”, in: J. Brothers (Ed.), Readings in the Sociology of Religion, Pergamon Press 1967, pp. 212-216.
[94] Για την Οικουμενική Κίνηση βλ. Α. Β. Νικολαΐδη, Θέματα Οικουμενικής Κίνησης, Αθήνα 19982, όπου και σχετική βιβλιογραφία.
[95] G. Baum, Religion and Alienation: A Theological Reading of Sociology, Paulist Press, New York/Paramus/Toronto 1975, pp. 150-151.
[96] P. Berger, The Sacred Canopy, Doubleday, New York 1967, pp. 126-153. Πρβλ. G. S. Smith, The seeds of secularization: Calvinism, culture, and pluralism in America, 1870-1915, St. Paul: Christian College Consortium, 1985.
[97] T. Luckmann, “The Decline of Church-Oriented Religion” (The Invisible Religion, Macmillan, 1967, pp. 28-37), in: R. Robertson (Ed.), Sociology of Religion, New York: Penguin Books Ltd, 1976 (repr.), p. 149.
[98] G. Baum, Religion and Alienation: A Theological Reading of Sociology, Paulist Press, New York/Paramus/Toronto 1975, pp. 154-155.
[99] P. Froese & S. Pfaff, “Explaining a Religious Anomaly: A Historical Analysis of Secularization in Eastern Germany”, Journal for the Scientific Study of Religion 44/4 (2005) 397-422.
[100] W. Herberg, “Religion in a Secularized Society”, in: J. Brothers (Ed.), Readings in the Sociology of Religion, Pergamon Press 1967, pp. 212-216.
[101] T. Luckmann, “The Decline of Church-Oriented Religion” (The Invisible Religion, Macmillan, 1967, pp. 28-37), in: R. Robertson (Ed.), Sociology of Religion, New York: Penguin Books Ltd, 1976 (repr.), pp. 149-150.
[102] H. Jansen, “Harry Potter and the problem of evil”, Studies in Interreligious Dialogue, 13/1 (2003) 70-85.
[103] C. A. Steil, “Renovação Carisática Católica: porta de entrada ou de saída do catolicismo ? Uma Etnografia do Grupo São José, em Porto Alegre”, Religião & Sociedade 24/1 (2004) 11-35.
[104] Πρβλ. Μ. Φαράντου, «Επιστήμη καί Θρησκεία», Θεολογια 64/1-2 (1993) 49.
[105] G. Stojanov, «Εκκοσμίκευση ή νέα θρησκευτικότητα», Θεοδρομια 4 (2002) 550.
[106] G. Stojanov, όπ. π.
[107] Γ. Ι. Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία τού Χριστιανισμού, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 168.
[108] C. Michalson, “Secularism”, in: J. Macquarrie & J. Childress (Eds), A New Dictionary of Christian Ethics, SCM Press LTD 1967, The Westminster Press 1986, p. 567.
[109] Γ. Ι. Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία τού Χριστιανισμού, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 244.
[110] Α. Β. Νικολαΐδη, Κριτική Θεολογία, Αθήνα 2002, σ. 32-34.
[111] Πρβλ. Κ. Δεληκωσταντή, «Τα δικαιώματα τού ανθρώπου: Μόνιμη πρόκληση για τις θρησκείες», ΕΕΘΣΠΑ 37 (2002) 443-456.
[112] G. Baum, “The Impact of Sociology on Catholic Theology”, 1975, in: R. Gill (Ed.), Theology and Sociology: A Reader, London: Paulist Press 1987, p. 142.
[113] Δωροθέου, Διδασκαλία Α’, Περί αποταγής 1-25, MPG 88, 1617B-1640D. Πρβλ. Π. Ι. Παναγιωτάκου, «Αποταγή τού Κόσμου», ΘΗΕ 2 (1963) 1220-1221.
|
|
|
|
|
|