«Χαίρει και αγάλλεται ώ Πηγή, ό πιστός λαός σου, έν εoρέσει της σης μορφής, και πανηγυρίζει, έν Σγράπα της Πυλίας, τιμών και μεγαλύνων, την ευσπλαχνίαν σου» (Μεγαλυνάριον).
Η γή της Μεσσηνίας αποκαλείται ήδη από την αρχαιότητα «Μακαρία». Ώς ευλογημένη εγκωμιάζεται από τους μεταγενέστερους καί νεώτερους. Καί δικαίως! Πρόκειται περί μιας από τίς πιό όμορφες καί εύφορες περιοχές της Πατρίδος μας. Πλουσιώτατη σε ιστορία, μνημεία καί πολιτισμό, μπορεί νά συναγωνίζεται τά μεγάλα αρχαιολογικά κέντρα.
Στην απαράμιλλη, γεμάτη εναλλαγές ωραιότητα της «Μακάριας γης», τούτο το νοτιοδυτικό άκρο της, η Πυλία, αποτελεί τό πολύτιμο κόσμημα της. Περιοχή ευγενής, κοσμοπολίτικη, γραφική. Ή μακραίωνη ιστορία της ζωντανεύει μέσα από τά καλοδιατηρημένα ομηρικά απομεινάρια του βασιλείου του Νέστορος καί από τά μεσαιωνικά κάστρα καί οχυρά. Οί φυσικοί όρμοι της διαυγέστατης θάλασσας, οί αμμώδης παραλίες, ό πυρωμένος ήλιος του καλοκαιριού, τά δροσερά μελτέμια, ή αψιά θαλασσινή αρμύρα καί τό άσημοπράσινο των ελιών, δημιουργούν εικόνες παραδεισένιες, εντυπώσεις έντονες, χρώματα ζωηρά, πού φωλιάζουν ανεξίτηλα στη θέμιση κάθε επισκέπτη, όταν περνά από τόν κάλλιστο αυτόν τόπο.
Ό Ναός και η Ιερά Εικών
Τούτο τό κάλλος ομορφαίνει περισσότερο μέ τήν παρουσία της Αμόλυντης Θεοτόκου.Εδώ διάλεξε νά βρίσκεται τό σπίτι καί ό θρόνος Της. Τόν καιρό πού ή Πυλία υπαγόταν στό Φραγκικό Πριγκιπάτο της Αχαΐας 1204-1432 μ.Χ., τό Παλαιόκαστρο είχε καταστεί κέντρο επιχειρίσεων του Τάγματος της Ναβάρας, προκειμένου νά δυναμώσει τήν εξασθενημένη εξουσία του κατακτημένου εκείνη τήν περίοδο Φραγκικού Κράτους. Κατά τήν παράδοση, ανάμεσα στα έτη 1381-1402, ή Ηγεμονίς της Αχαΐας Μαρία των Βουρβώνων, έκτισε τόν πρώτο μικρό Ναό της Παναγίας, άφιερωμένον στην Κοίμηση Της, στή θέση τού σημερινού Ναού. Ό Ναός αυτός καταστράφηκε από τους Τούρκους τό 1573, όταν κατέλαβαν τήν Πυλία καί έκτισαν τό φρούριο της Πύλου (Νεόκαστρο). Κατά τό 1686, όταν οί Ενετοί ήλθαν στην περιοχή, ανήγειραν καί πάλι τόν κατεστραμμένο Ναό.Έκτοτε ό Ναός διατηρήθηκε μέχρι της επιδρομής τού Ιμπραήμ, τό έτος 1825, οπότε καί καταστράφηκε τελείως.
Κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας, ό Ναός της Παναγίας υπήρξε ό μοναδικός τόπος προσευχής των υπόδουλων Χριστιανών, οι οποίοι, στην αγία Εικόνα της Πανάχραντου, εύρισκαν τήν παρηγοριά καί την ελπίδα. Μπροστά Της έκλιναν τό γόνυ καί τήν κατασπάσθηκαν σπουδαίες μορφές του Αγώνος. Ό Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δίκαιος ή Παπαφλέσσας, προ της ενάρξεως της Επαναστάσεως, πέρασε από εδώ, προσκύνησε την Μεγαλόχαρη καί Την παρακάλεσε νά βοηθήσει γιά την ελευθερία του έθνους. Ό Μαυροκορδάτος καί ό Στρατηγός Μακρυγιάννης, όταν έζησαν την πανωλεθρία της μάχης τής Σφακτηρίας, κινδυνεύοντες από τό σπαθί των αλλόπιστων, μη δυνάμενοι νά πράξουν κάτι περισσότερο, στράφηκαν προς την Παναγία της Σγράπας καί προσευχήθηκαν, ό δέ Μακρυγιάννης ανέπεμψε ύμνους προς Αυτήν εκ του Ακάθιστου Ύμνου.
Μετά τήν απελευθέρωση της Ελλάδος από τόν Γάλλο Στρατηγό Μαιζώνα καί τά στρατεύματα του, τό 1828, πέριξ του κατεστραμμένου Ναού από τόν Ιμπραήμ, συγκεντρώθηκαν περί τίς 10 οικογένειες από τό Σούλι-Παλιοχώρι καί δημιούργησαν οικισμό, τόν όποιο ονόμασαν «Βουβαλοβορό» (τόπος τροφής βουβαλιών). Τό 1835 οι καινούργιοι οίκιστές έκτισαν καί πάλι τό Ναό στις μικρές διαστάσεις πού είχε αρχικά πρό της καταστροφής του. Πρίν τήν ανοικοδόμηση του Ναού κατέσκαψαν τόν τόπο τών ερειπίων γιά τήν ανεύρεση τής παλαιάς θαυματουργού Εικόνος, δυστυχώς όμως «ουδέν ευρέθη». Έτσι, ό Προεστώς τότε τού «Βουβαλοβορού», Αναστάσιος Αλεξόπουλος εδώρισε στον καινούργιο Ναό την σήμερον προσκυνουμένη Εικόνα τής Ζωοδόχου Πηγής, σέ αντικατάσταση της χαμένης παλαιάς. Ή έλλειψη νερού καί ή ελονοσία προερχόμενη από τό έλος της Γιάλοβας, συνετέλεσαν ώστε ό τόπος εκείνος νά αποδειχθεί ακατάλληλος γιά την διαβίωση τους, μέ αποτέλεσμα σύντομα νά εγκαταλειφθεί. Τό έτος 1855 οι κάτοικοι μετακινήθηκαν 3 χιλιόμετρα βορειοανατολικότερα, ιδρύοντες καινούργιο χωριό, τό όποιο ονόμασαν «Σγράπα», ίσως από την ύπαρξη «σγούρνας» νερού. Πρό ολίγων ετών μετονομάσθηκε σέ Ελαιόφυτο, ένεκα των πολλών ελαιοδένδρων της περιοχής. Συνέπεια της μετοικίσεως αυτής ήταν ή πλήρης εγκατάλειψη του Ναού καί τελικώς ή καταστροφή του. Στά ερείπια του Ναού φύτρωσαν σχίνοι καί θάμνοι, όπου θάφτηκε λησμονημένη άπ' όλους, ή Είκών της Θεοτόκου, «Ή Ζωδόχος Πηγή».
Ή εύρεση της Ιεράς Εικόνος
Γύρω στό έτος 1890, κάτοικοι διαφόρων ορεινών περιοχών της Αρκαδίας καί Μεσσηνίας, ήλθαν καί εγκαταστάθηκαν στον πέριξ του κατεστραμμένου Ναού τόπο, αναζητούντες "χειμαδιά" γιά τά ποίμνια τους. Μεταξύ των άλλων ήλθε καί ή πενταμελής οικογένεια του Νικολάου Αργυροπούλου, από την Μπολέτα (σημερινή Μάκρη) Τριπόλεως. Μαζί μέ την 32 ετών ευσεβή σύζυγο του Αναστασία καί τά τρία αγόρια τους, έκτισαν βορείως του Ναού πρόχειρη κατοικία καί στάνη γιά τά πρόβατα τους. Κάποιο απόγευμα ή Αναστασία, μαζί μέ τό μικρότερο γιό της Δήμο, ανέβηκε στό «βουναλάκι», όπου ήταν τά ερείπια του Ναού, γιά νά κόψει ξύλα. Άφού έκοψε όσα χρειαζόταν, τά έκαμε δέμα καί τά ζαλώθηκε στους ώμους της. Ματαίως όμως προσπαθούσε νά κινηθεί. Τί κι' αν έβαζε όλη της τήν δύναμη! Τί κι' αν τήν βοηθούσε ό Δήμος νά σηκωθεί! Κάποια ανεξήγητη δύναμη τήν κρατούσε καθηλωμένη, δεμένη μέ τό φορτίο της. Αφαίρεσε μερικά ξύλα από τό δεμάτι καί προσπάθησε πάλι νά ξεκινήσει γιά τό σπίτι. Έπ' ούδενί! Στενοχωρημένη, κουρασμένη καί γεμάτη απορία, έλυσε τά ξύλα από την πλάτη, τά παράτησε εκεί κι' έφυγε. Όταν επέστρεψε σπίτι διηγήθηκε τό συμβάν στον άντρα της καί στους γείτονες μά κανείς δέν τήν πίστεψε, αντιθέτως τήν περιγέλασαν.
Οκτώ ημέρες πέρασαν από τότε γεμάτες αγωνία καί απορία. Τήν ογδόη ημέρα, ή Αναστασία βρέθηκε καί πάλι στον ίδιο χώρο. Πήγε μέ μιά γειτονοπούλα της νά μαζέψουν χόρτα. Τήν ώρα πού ήταν ξεχασμένη καί είχε συγκεντρωθεί στό μάζεμα των χόρτων, ακούει μιά γυναικεία φωνή νά βγαίνει κάτω από τά πόδια της καί νά λέει: «Διώξε τό κορίτσι καί κάθισε έχω κάτι νά σου πώ». Φοβισμένη, άρπαξε τό κορίτσι από τό χέρι κι άρχισαν νά τρέχουν. Όταν έφθασε λαχανιασμένη στό σπίτι της, τήν ώρα πού έπιασε τό μάνταλο ν' ανοίξει τήν πόρτα, κρέμονταν από 'κεί, τρία φίδια. Έκανε πίσω καί μέσα στή τρομάρα της φώναξε δυνατά: «Παναγία μου!». Μέ τήν επίκληση του ονόματος τής Παναγίας, τά φίδια εξαφανίστηκαν. Δέν είχε πλέον αμφιβολία ότι επρόκειτο περί θαυμαστών γεγονότων. Ή ψυχή της όμως ήταν μπερδεμένη. Δέν ήξερε τί νά κάνει. Ήθελε νά τά πει στον κόσμο, ήξερε όμως ότι τό μόνο πού θά κάνουν είναι νά τήν περιγελάσουν καί πάλι, όπως καί τήν πρώτη φορά.
Οί ημέρες περνούσαν καί ή ψυχή της Αναστασίας ταραγμένη, ζητούσε εξηγήσεις. Ή γλυκειά εκείνη φωνή πού άκουσε στό χωράφι, αντηχούσε μέσα της καί τήν εβύθιζε σε σκέψεις. Μόνη διέξοδος της ήταν ή προσευχή, στην οποία ζητούσε από τήν Παναγία νά τήν ηρεμήσει. Κάποιο Σαββατόβραδο, κουρασμένη από τίς δουλειές, έξουθενημένη ψυχικώς άπό τίς σκέψεις, μετά από πολλή προσευχή έπεσε νά κοιμηθεί. Ό άνδρας της απουσίαζε άπό τό σπίτι. Είχε κατεβεί στην πόλη καί θά επέστρεφε τήν επομένη. Δύσκολος ό ύπνος γιά τήν Αναστασία τή νύχτα εκείνη. Κατά τά ξημερώματα βάρυναν καί έκλεισαν τά βλέφαρα της. Τήν ώρα πού ήσυχα κοιμόταν, παρουσιάσθηκε μιά γυναίκα μεγαλοπρεπής καί απαστράπτουσα, φέρουσα φωτοστέφανο. Ή όψη της ήταν αυστηρή, ή φωνή καί ή έκφραση της επιτακτική. Απευθύνεται προς τήν Αναστασίας «Διατί Αναστασία δεν υπήκουσες και αδιαφόρησες εις τάς κλήσεις μου, τάς όποιας πρό ολίγων ημερών σου έκαμα εις τόν λόφον;». Ή Αναστασία ξυπνά τρομαγμένη από τό δράμα καί τα ελεγκτικά λόγια της γυναίκας. Σηκώνεται καί κάθεται στην άκρη του κρεββατιού γιά νά συνέλθει. Ρίχνει μιά ματιά στά παιδιά της καί βλέπει ότι κοιμώνταν ήσυχα, σάν τίποτα νά συνέβαινε. Περιβλέπει τό δωμάτιο καί στρέφεται προς τό μέρος πού άκουσε τή φωνή. Τότε βλέπει ολόσωμη τήν Παναγία, πρόσωπο προς πρόσωπο. Ή όψη της ήταν αγγελόμορφη, ενώ ολόκληρο τό φτωχικό δωμάτιο έλαμπε από τή θεία Δόξα καί μοσχοβολούσε από τήν παρουσία της Θεοτόκου.
Μέ τρεμάμενη φωνή ή Αναστασία ρωτά: «Ποιά είσαι εσύ αρχόντισσα μου;». Τότε ή Πανάχραντος γλυκαίνει περισσότερο τήν μορφή της καί τήν χροιά της φωνής, καί της απαντά: «Εγώ είμαι! Ευαγγελίζου γή χαράν μεγάλην». Ή Αναστασία, μέ χαρούμενη φωνή, γεμάτη λαχτάρα, φωνάζει: «Ή Παναγία!», καί άρχισε να την δοξολογεί καί νά προσεύχεται, μέχρι πού τήν διέκοψε ή Δέσποινα του κόσμου καί της είπε: «Σε κάλεσα ώς την καλύτερη καί την πλέον ευσεβή γυναίκα του τόπου. Θά μεταβείς στην Ίκλαινα καί θά ευρείς τόν ιερέα Αριστομένη Δημόπουλο καί νά του πείς νά συγκεντρώσει τους Σγραπαίους καί νά έλθουν νά εκθάψουν την εικόνα μου, η οποία ευρίσκεται πλησίον της "ζαλιάς" σου επί του απέναντι λόφου καί κάτω από τήν ξυλοκερατιά».
Μετά τήν εντολή ή Παναγία εξαφανίσθηκε. Ή Αναστασία αμέσως καί παρά τήν καταρακτώδη βροχή πού έριχνε εκείνη τήν ευλογημένη νύχτα, βγήκε από τό σπίτι γιά νά πράξει όσα τήν διέταξε η Παναγία μας. Τό πρωί, πρίν ακόμη ό ιερεύς σημάνει τήν καμπάνα, ή Αναστασία είχε φθάσει σπίτι του καί του εξιστορούσε όλα όσα συνέβησαν. Ό παπα Άριστομένης δέν πίστεψε τίποτα άπό όσα του ανέφερε ή Αναστασία, καί έφυγε γιά τό Ναό νά τελέσει τή θεία Λειτουργία. Τήν ώρα πού κτυπούσε ή καμπάνα, πληροφορείται ότι τό παιδί του έπαθε ατύχημα, έπεσε άπό τόν εξώστη του σπιτιού. Ενώ έτρεχε προς τό σπίτι του για το παιδί, τόν προλαβαίνει μιά γειτόνισα καί ταραγμένη του αναφέρει δεύτερο άσχημο νέο, πώς ή παπαδιά έπεσε άπό τή σκάλα. Τότε ό ιερεύς, «ελθών εις εαυτόν» θεώρησε, ότι τά συμβάντα αυτά είναι σημάδια της Παναγίας καί αποτελέσματα της δυσπιστίας του. Χωρίς νά χάσει καιρό, ιππεύει τό άλογο του καί ξεκινά νά εκτελέσει όσα του παρήγγειλε ή Παναγία, διά της ταπεινής Αναστασίας. Κατά τήν διαδρομή, «έψύγη» ό πόθος καί άρχισαν οι σκέψεις της αναβολής. Σκέφτηκε πώς, ότι είναι νά κάνει, θά τό κάνει αύριο καί αποφάσισε νά γυρίσει πίσω. Στό δρόμο, τό άλογο του ιερέως ανεξήγητα, έπεσε νεκρό. Μεταμεληθείς καί πάλι για τήν αμφιβολία του, συγκέντρωσε τους κατοίκους, διοργάνωσε συνεργείο καί άρχισαν τίς εκσκαφές στην υποδειχθείσα τοποθεσία.
Όλη την ημέρα έσκαβαν μέ ενθουσιασμό. Ολόκληρο τον λόφο όργωσαν, μά η Εικόνα πουθενά. Αποφάσισαν νά εγκαταλείψουν τίς προσπάθειες. Ή Αναστασία μέ δάκρυα καί ικεσίες, βέβαιη γιά τό αποτέλεσμα τους παροτρύνει νά συνεχίσουν και ας έπιασε νύχτα. Ύπό τό φώς της σελήνης ακούγεται ένας υπόκωφος κρότος από τήν «τσάπα» ενός χωρικού. Ώ του θαύματος! Ή Ιερά Εικών της Ζωοδόχου Πηγής απεκαλύφθη. Ιερό ρίγος, δάκρυα καί αναφιλητά κατέλαβαν άπαντες. Ένας προς έναν εναγκαλίζονταν τό Ιερό Εικόνισμα καί τό φιλούσαν μέ ευλάβεια καί ευγνωμοσύνη. Ή ευλογημένη εκείνη ημέρα της ευρέσεως ήταν η 23η Αυγούστου του 1892.
Ή δημιουργία του Ιερού Προσκυνήματος
Ή ευλάβεια των κατοίκων της περιοχής ανήγειρε τόν σημερινό Ναό καί ή ευσέβεια, ό σεβασμός καί ή αγάπη των Άρκάδων έκτισαν τά κελλιά καί όλα τά κτίσματα. 0ί Τριπολιτσιώτες ιδιαιτέρως ευλαβούνται τήν Παναγία τής «Σγράπας» καί διατηρούν δεσμούς μέ τό Ιερό Προσκύνημα, ένεκα τής έξ Αρκαδίας καταγωγής τής Αναστασίας καί διά τούτο τό συντηρούν παντοιοτρόπως.
Ή Αναστασία Αργυροπούλου, ή ευλαβής γυναίκα πού τής απεκαλύφθη ή Παναγία μας, απεβίωσε τόν Ιανουάριο τού έτους 1951 σέ ηλικία 91 ετών, στό χωριό της, Μάκρη (Μπολέτα) Αρκαδίας. Τά οστά της, ευρίσκονται εντοιχισμένα στον εξωτερικό βόρειο τοίχο τού Ναού τής Σγράπας, γιά τόν οποίο τόσο πολύ έμόχθησε.
Τό Ιερό Προσκύνημα τής Παναγίας τής «Σγράπας» εορτάζει τρείς φορές τό χρόνο. Ή πρώτη στή μνήμη τής Ζωοδόχου Πηγής, τήν Παρασκευή τής Λαμπρής. Ή δεύτερη, τόν Δεκαπενταύγουστο στην Κοίμηση τής Θεοτόκου καί ή τρίτη Ιερά Πανήγυρη επιτελείται κατά τήν ημέρα τής Ευρέσεως τής Ιεράς Εικόνος, στίς 23 Αυγούστου. Γιά τήν εορτή τής Ευρέσεως συνετάχθη ιερά Ασματική Ακολουθία στό Άγιον Όρος, υπό του Υμνογράφου τής Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Γέροντος Μοναχού Γερασίμου Μικραγιαννανίτου τό έτος 1984. Προσφάτως, τό έτος 2013 συνετάχθη ό Παρακλητικός Κανών τής ίερας Εικόνος υπό του Σεβ. Μητροπολίτου Εδέσσης κ. Ίωήλ.
Ευχόμεθα ολόψυχα, η Μεγαλόχαρη Παντάσσα και Ζωοδόχος Πηγή του Ιερού Προσκυνήματος μας να χαρίζει σε κάθε προσκυνητή τη Χάρη της, πού με πίστη καί ευλάβεια κατασπάζεται την Ιερά Αυτής Εικόνα, υγεία και φώτιση, δύναμη και αντοχή, κουράγιο κι' ελπίδα στις δυσκολίες και τις θλίψεις της ζωής.
Πηγή Υλικού
Ιερά Μητρόπολη Μεσσηνίας
Επιλογή υλικού
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου
Θεολόγος ΜΑ - Φιλόλογος PhD Φιλοσοφίας